Ὁσία Εὐφροσύνη (25 Σεπτεμβρίου)

7ταν μοναχοκόρη καί πολύ πλούσια. Ὃ πατέρας της Παφνούτιος ἦταν ὁ πλουσιότερος τῆς Ἀλεξάνδρειας καί μαζί μέ τήν σύζυγό του διακρίνονταν γιά τήν θερμή πίστη τους στόν Θεό.
Δώδεκα χρονῶν ἡ Εὐφροσύνη ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα, καί ὁ πατέρας της ἀφοσιώθηκε ἀκόμα πιό φιλόστοργα στήν ἐπιμέλεια τῆς κόρης του. Ὅταν ἡ Εὐφροσύνη ἔφθασε στό 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ὁ πατέρας της θέλησε νά τήν παντρέψει μέ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης. Ὅμως τήν ψυχή τῆς Εὐφροσύνης εἶχε καταλάβει ὁ θεῖος ἔρωτας. Ὁ γάμος καί οἱ κοσμικότητες θά τῆς ἦταν ἐμπόδιο νά ἀφιερωθεῖ συστηματικά στήν ἐλεημοσύνη καί στήν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον.
Γι’ αὐτό κάποια μέρα, ἀφοῦ διαμοίρασε τά ὑπάρχοντά της στούς φτωχούς, ἔφυγε κρυφά ἀπό τό σπίτι, καί μετά ἀπό πολλές περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ἀνδρικά σέ κοινόβιο ἀνδρικό μοναστῆρι. Ἐκεῖ πῆρε τό ὄνομα Σμάραγδος καί ὅλοι οἱ μοναχοί θαύμαζαν τόν πνευματικό της ἀγῶνα καί τή διακονία πού πρόθυμα πρόσφερε σέ ὅλους. Ἔζησε στό μοναστῆρι 38 χρόνια. Στό τέλος τῆς ζωῆς της συναντήθηκε καί μέ τόν πατέρα της, ὅταν καί αὐτός ἔγινε μοναχός στό ἴδιο μοναστῆρι.
Ἔτσι, μέ τήν ζωή της ἡ Εὐφροσύνη μᾶς ὑπενθυμίζει τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού λένε: «ἀρνησάμενοι τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι». Δηλαδή, ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τίς ἐπιθυμίες τοῦ ματαίου καί ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου, νά ζήσουμε στόν παρόντα αἰῶνα μέ ἐγκράτεια στήν ζωή μας, μέ δικαιοσύνη πρός τούς συνανθρώπους μας καί μέ εὐσέβεια πρός τόν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρονίμη καί ἀδιάφθορος, κατηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καί προσκαίρων τήν χλιδήν ἐμφρόνως ἔλιπες· ὅθεν ἐν μέσῳ τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καί τοῦ Βελίαρ τά κέντρα, τῇ πολιτείᾳ σου ἀπήμβλυνας.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, ποθοῦσα, τήν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καί σαυτήν κατέμιξας, ἀναμέσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διά Χριστόν γάρ τόν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης πρόξενος ἡ βιοτή σου, τοῖς ἐν κόσμῳ γέγονε, προτυπωθείσης ἐναργῶς, τῇ φερωνύμῳ σου πένσεμνε, προσηγορίᾳ Εὐφροσύνη ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα λιποῦσα τόν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεί εὐφραίνεις, τούς σέ γεραίροντας.