Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας (12 Φεβρουαρίου)

Osios Alexios15 Ὅσιος Ἀλέξιος, κατά κόσμο Ἐλευθέριος, γεννήθηκε στή Ρωσία τό ἔτος 1300 καί ἀνῆκε στήν πλούσια, εὐγενή καί εὐσεβή οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καί Μαρία, κατάγονταν ἀπό τό Τσέρνιγκωφ. Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπό τούς Τατάρους, τό ζεῦγος κατέφυγε στή Μόσχα, ὅπου βρῆκε τή φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιήλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος πέθανε τό ἔτος 1303 καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντική θέση στή διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καί ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπό τόν μεγάλο πρίγκιπα καί τούς ἄρχοντες.
Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικό πατέρα τό δευτερότοκο υἱό τοῦ πρίγκιπα Δανιήλ καί μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328 – 1340). Ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτήρα συγκρατημένο καί σεμνό. Σέ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατά τή διάρκεια ἑνός κυνηγιοῦ στά λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καί στόν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνή νά τόν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσύ πρέπει νά γίνεις ἁλιεύς ἀνθρώπων!». Ἡ φωνή αὐτή ἄσκησε ἀποφασιστική ἐπιρροή στήν ζωή τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τά παιδικά παιχνίδια καί ἀφιερώθηκε μέ μεγάλο ζῆλο στήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας καί τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στή μονή τῶν Θεοφανίων τῆς Μόσχας, στήν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Κείρεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικός καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος. Μέ μεγάλο ζῆλο περατώνει τά μοναχικά καθήκοντά του, καλλιεργώντας μέ ξεχωριστό πάθος τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Γιά νά μελετήσει τήν Καινή Διαθήκη στήν πρωτότυπη γλῶσσα μελετάει τά ἑλληνικά. Χάρη σέ αὐτό, ἦταν στήν συνέχεια σέ θέση νά ἀντιπαραβάλλει τό σλαβικό μέ τό ἑλληνικό κείμενο καί νά διορθώσει τίς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καί ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβική ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπό τά ἑλληνικά, πού ἔγινε πράξη ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας.

Τά μεγάλα πνευματικά χαρίσματα καί οἱ θεολογικές ἀρετές τοῦ Ἀλεξίου τράβηξαν τήν προσοχή τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, πού τόν ἐκτίμησε καί τόν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιά τίς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιά μία χρονική περίοδο 12 ἐτῶν, ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτό τό διακόνημα ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καί μία εὐρεία γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στό διοικητικό καί δικαστικό τομέα.
Προικισμένος μέ ἀρετές ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔγινε γρήγορα τοποτηρητής τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορά πού ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στήν Κωνσταντινούπολη ἢ στό στρατόπεδο τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, πού κυριαρχοῦσαν τότε στή Ρωσία, ἢ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατά τό ἔτος 1344, ὁ τρομερός ἐκεῖνος λοιμός, πού ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπό τήν ἀσθένεια καί ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπό τόν λαό καί τήν αὐλή τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας νά ἀναλάβει τή θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγῶντας ἔγραψε πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπέρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τό ἴδιο ἔπραξε καί ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεών πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό (1347 – 1354).
Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376) χειροτόνησε, στήν Κωνσταντινούπολη, ἀντί ἑνός, δύο Μητροπολῖτες, τόν Ἅγιο Ἀλέξιο καί τόν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπό τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκέρτ (1341 – 1380). Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε ἐκκλησιαστικό σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, γιά νά ἐπαναφέρει τήν γαλήνη, ἀναγόρευσε τόν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τόν δέ Ρωμανό Μητροπολίτη Λιθουανίας καί Βολυνίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σέ ὅλη τή Ρωσία καί μεταξύ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τά μέγιστα τή χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπό βαριά ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγός τῶν Τατάρων ἔγραψε πρός τόν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανός τίποτε δέν ἀρνεῖται στίς παρακλήσεις τοῦ παπά σας. Ἂς ζητήσει, λοιπόν, τήν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στόν Θεό. Ἡ ἡγεμονίς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τήν ὑγεία της καί θέλησε νά ἐκδηλώσει τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τότε παρακάλεσε νά ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρώσοι ἀπό τούς βαρύτατους φόρους πού πλήρωναν στόν Χάνη τῶν Τατάρων. Ἔτσι ᾖλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Σάν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιά τή θεραπεία, ὁ Χάνης δώρισε στόν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς πού βρισκόταν στό Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα κτίσθηκε ἡ μονή τῶν Θαυμάτων, σέ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πού ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ στίς Κολοσσές (ἢ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνης δώρισε στόν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δακτυλίδι, πού φυλάσσεται μέχρι σήμερα στό σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρά στό Κίεβο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καί μάλιστα σέ καιρούς δύσκολους γιά τήν πολιτική ζωή τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δοῦκα τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα, μέγας δοῦκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλά ὁ δοῦκας τοῦ Σούζνταλ. Παρά τήν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνα κατά τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δέν ἐγκατέλειψε τή Μόσχα καί προσπάθησε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά ἀποκαταστήσει στόν θρόνο τό νεαρό Δημήτριο. Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καί ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξύ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καί στούς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοί τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοί καί ἔλαβαν τά ὀνόματα Ἰωάννης καί Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος βοήθησε, ἐπίσης, στήν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τή συνδιαλλαγή τους καί τήν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ.
Ἀκούραστη ὑπῆρξε ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Συνέβαλλε στήν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καί μοναστηριῶν, πού ἦταν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μέ ποιμένες τίς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τίς ἐνορίες καί τίς Ἐπισκοπές κηρύττοντας ἀκούραστα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἔστειλε ποιμαντικές ἐπιστολές πρός τό ποίμνιό του.
Στήν πρωτεύουσα ἵδρυσε τή μονή Σπάζο – Ἀνδρόνικωφ, τή μονή τῶν Θαυμάτων καί τή γυναικεία μονή Ἀλεξέεφσκι, στήν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδελφή τοῦ Ἁγίου, Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καί στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχαβα, ὅπως ἡ μονή Σιμονώφ, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καί ἀλλοῦ.
Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστώς γιά τά γυναικεία μοναστήρια, πού μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπό τά ἀνδρικά μοναστήρια. Τό κανονικό τους καθεστώς ἐγκρίθηκε, κατά τρόπο ὁριστικό, ἀπό τή Σύνοδο τῶν «Ἑκατό Κεφαλαίων», τό ἔτος 1551 καί ἔγινε ὑποχρεωτικό γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Στά χρόνια ἐκεῖνα στή Μόσχα ἄρχισαν νά κατασκευάζονται κτίρια ἀπό πέτρα. Μέ προτροπή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τό Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπό τείχη, πύργους καί θύρες διαμορφωμένες μέ πέτρινα ἐμπόδια.
Ὁ Ἅγιος φάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού ἀπευθύνονταν στή Μόσχα, γιά νά ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μέ πλούσια δῶρα τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ καί τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, πού ἦταν ἐπιφορτισμένοι νά καταβάλλουν χρηματικές εἰσφορές στούς Μουσουλμάνους.
Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνά πρός τούς πιστούς μέ ἐπιστολές καί τούς προέτρεπε νά ἀκολουθήσουν τό χριστιανικό βίο.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμός τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στή μονή τῶν Θαυμάτων, πού εἶναι ἀφιερωμένη στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικά τήν ἀρετή καί τήν ποιμαντική δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τον «φωστῆρα τῆς Ρωσίας, τιμή τῆς Μόσχας, στῦλο καί θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας».
Τό 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στήν ὁποία φυλάσσονταν τά λείψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καί στή θέση της ὁ μεγάλος πρίγκιπας διέταξε νά ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπό τόν κλῆρο, τέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στόν Θεό καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοποθετήθηκαν μέ ἐπισημότητα στό παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δέν ἔπαψε ποτέ ἡ τιμή πρός τόν Ἅγιο, στόν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλά θαύματα καί πνευματικές εὐεργεσίες.
Ἡ Ρωσική Σύνοδος, τό ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωνᾶ (1448 – 1461), καθιέρωσε τόν ἑορτασμό τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τήν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καί τήν 20η Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Τό ἔτος 1485, στή μονή τῶν Θαυμάτων, ἀνεγέρθη ναός πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καί ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τά λείψανά του. Ἐπί Πατριαρχείας Ἰωακείμ (1674 – 1690), τό ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδή τῶν λειψάνων στόν καινούργιο ναό, πού ἦταν ἀφιερωμένος στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τόν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τό ἔτος 1947, τά λείψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στόν καθεδρικό πατριαρχικό ναό τῶν Θεοφανείων στή Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστά ἀπό τό τέμπλο τοῦ ναοῦ, στή δεξιά πλευρά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx