Μεγάλη Εβδομάδα

ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ

Κυριακή ζ΄ Mατθαίου

«Ὁρᾶται μηδείς γινωσκέτω»

evagelistis mathaios15λόκληρη η επίγεια ζωή του Κυρίου ήταν μια ευεργεσία, το έργο του μια φιλανθρωπία, το πέρασμά του από τον κόσμο μια απέραντη ελεημοσύνη. Αν θα ήθελε κανείς να περιγράψει τον σκοπό του ερχομού του στη γη, της ενανθρωπήσεως και όλη τη σημασία του μυστηρίου της θείας οικονομίας, τα θαύματα, τη διδασκαλία, το πάθος και την ανάσταση, δεν θα εύρισκε φράση περισσότερο επιγραμματική από τις δύο λέξεις του Αποστόλου Λουκά, ότι ο Κύριος «διῆλθεν εὐεργετῶν».

Ο Χριστός, Θεός της αγάπης, του ελέους και των οικτιρμών, δεν θα ήταν δυνατόν παρά να διδάξει και να ζητήσει την εφαρμογή της μεγάλης εντολής της ελεημοσύνης. Ο Χριστός, ως «οἰκτίρμων καί ἐλεήμων», ζητά να είμαστε και εμείς ελεήμονες, σπλαχνικοί και φιλάνθρωποι, «ὥσπερ ὁ Πατήρ ὁ οὐράνιος». Ανάμεσα στους εννέα μακαρισμούς που αποτελούν το χριστιανικό μας σύνταγμα, το πολίτευμα των πιστών, τον καταστατικό χάρτη του ουρανού. Ξεχωριστή θέση παίρνουν οι ελεήμονες, με την διαβεβαίωση «ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται». Μεγάλη η αρετή της ελεημοσύνης, γιατί απαιτεί θυσία και αυταπάρνηση.

Δύσκολα ξεκολλάει ο άνθρωπος από όσα έχει στην κατοχή του και δυσκολότερα μπορεί να τα διαθέσει για τους άλλους. Χρειάζεται αγάπη πραγματική και ηθική τελειότητα. Εκείνο μόνο που απαιτεί ο Κύριος και θέτει σαν χρυσό κανόνα στην ελεημοσύνη είναι να γίνεται σωστά, όπως πρέπει, χωρίς πονηρά και επιδεικτικά μέσα και σκοπούς που μολύνουν τα καλά έργα. Η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται ταπεινά, αγνά, με στοργή και σύνεση, ώστε αυτός πού ελεεί να μην είναι επιδεικτικός, υπερόπτης, αλαζόνας και εκείνος που δέχεται την ελεημοσύνη να μην έχει τη συναίσθηση πώς υποτιμάται και πώς ξεπέφτει η αξιοπρέπειά του.

Κυριακή Αγίων Πατέρων Δ' Οικουμενικής Συνόδου

«Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»

7σημερινή ευαγγελική περικοπή, αδελφοί μου, μας τοποθετεί ενώπιον ενός προβλήματος που δεν είναι άλλο από την εν πράξει χριστιανική ζωή. Η Εκκλησία μας τιμά σήμερα τους εξακοσίους τριάκοντα φωτοφόρους πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι στο ευαίσθητο αυτό θέμα της χριστανικής πράξεως υπήρξαν απολύτως συνεπείς προς τη θεωρητική πίστη τους. Οι γνωστοί από την ιστορία αγώνες τους για την Ορθόδοξη πίστη αλλά και όλη η ζωή και πολιτεία τους τους κατέστησαν φως του κόσμου, προς το οποίο στρέφονται όλοι οι χριστιανοί.

Γι αὐτὸ το φως ομιλεί σήμερα ο Κύριος. Όλοι ανεξαιρέτως οι χριστιανοί μπορούν να λάμπουν ως δυνατά φώτα, εφ ὅσον η καθημερινή ζωή τους, οι πράξεις και τα έργα τους είναι συνεπή προς την χριστιανική πίστη. Η χριστιανική ζωή είναι αναγκαία και ευλογημένη συνέπεια της ζωντανής πίστως του χριστιανού. Είναι δε τόσο σημαντικός παράγων στη ζωή μας, ώστε και αυτή η δόξα του Ουρανίου Πατρός εκ μέρους των ανθρώπων εξαρτάται εξ αυτού κυρίως, αφού όταν «ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα θὰ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Οι χριστιανοί καλούνται να στραγγαλίσουν κάθε διάθεση υποκρισίας. Η ασυνέπεια μεταξύ έργων και λόγων, βίου και πίστεως γίνεται αφορμή να βλασφημείται το όνομα του Αγίου Θεού. Οι εχθροί είναι έτοιμοι να επιτεθούν εναντίον της πίστεώς μας, αρκεί να δουν κάποιον από μας να επιτελεί άνομα έργα. Ο Χριστιανικός βίος έχει απαιτήσεις αδελφοί μου. Δεν είναι λόγος κενός, αλλά μεστή περιεχομένου πραγματικότητα. Δεν είναι θεωρία, αλλά έργο και πράξη. Όταν τα μάτια της ψυχής μας στρέφωνται προς τον Θεό, για να εκφράσουμε την πίστη μας, συγχρόνως πρέπει να στρέφωνται και προς την καθημερινότητα του βίου, ώστε να γίνεται το άγιο θέλημά Του. Εάν εμείς που έχουμε την χριστιανική ιδιότητα άλλα πιστεύουμε και άλλα πράττουμε, μας αξίζει ο επιτιμητικός λόγος του Κυρίου.

Κυριακή ε΄ Ματθαίου

evagelistis mathaios3ια τη θεραπεία δύο δαιμονισμένων ανθρώπων μας μίλησε σήμερα το Ιερό Ευαγγέλιο. Στην ανατολική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ υπήρχε μια πόλη που λεγόταν Γέργεσα. Οι άνθρωποι της πόλεως αυτής ήταν βυθισμένοι στην ύλη και στην παρανομία. Μια εικόνα των ανθρώπων της περιοχής αυτής ήταν οι δύο δαιμονισμένοι, «Χαλεποί λίαν», που δεν έμεναν μέσα στην πόλη, έμεναν έξω, στα μνήματα και κανένας δεν τολμούσε να περάσει από το μέρος εκεί. Ήταν επικίνδυνοι, ο φόβος και ο τρόμος.

Εκεί ο Χριστός με τους μαθητές του αποβιβάστηκε από το πλοίο και αμέσως οι δαιμονισμένοι τρόμαξαν. Μόλις είδαν το Χριστό τα πονηρά πνεύματα, φώναξαν δυνατά: «Τι ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήρθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;». «Ποιά σχέση υπάρχει μεταξύ μας Ιησού, υιέ του Θεού; Συ είσαι υιός του Θεού και εμείς ακάθαρτα πνεύματα. Γνωρίζουμε ότι στην παγκόσμια κρίση θα τιμωρηθούμε. Σε παρακαλούμε μη μας τιμωρήσεις από τώρα.» Πρόβλεψαν οι δαίμονες ότι ο Κύριος θα τους εξεδίωκε. Την ώρα εκείνη εκεί κοντά ήταν μια αγέλη χοίρων.

Οι δαίμονες, βέβαιοι ότι ο Χριστός θα τους έβγαζε από τους δύο ανθρώπους, τον παρακάλεσαν να μπουν στους χοίρους. Και ο Χριστός τους επέτρεψε όχι γιατί το αξίωσαν τα δαιμόνια, αλλά γιατί ο εβραϊκός νόμος απαγόρευε να τρέφουν γουρούνια και να τρώνε το κρέας τους. Οι Γεργεσηνοί, λαίμαργοι και πλεονέκτες, παρέβαιναν το μωσαϊκό νόμο. Μπήκαν λοιπόν τα δαιμόνια στους χοίρους και ολόκληρο το κοπάδι όρμησε και πνίγηκε στη λίμνη. Οι χοιροβοσκοί έτρεξαν τρομαγμένοι στα Γέργεσα και ανέφεραν στους κατοίκους όσα έκανε ο Χριστός.

Κυριακή δ΄ Ματθαίου

evagelistis mathaios19Την ιδιαίτερη σημασία που έχει η προσωπική μας πίστη, όταν επικαλούμαστε τον Θεό, μας τονίζει η σημερινή περικοπή από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, και αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη σε όσα μας δίδαξε ο Κύριος κατά την περασμένη Κυριακή, όταν μας κάλεσε να θέσουμε ως προτεραιότητα του βίου μας όχι τα βιοτικά, αλλά την Βασιλεία του Θεού. Καθώς έμπαινε ο Χριστός στην Καπερναούμ, Τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, λέγοντάς Του ότι ο δούλος του ήταν παράλυτος και ταλαιπωρούνταν άσχημα.

«Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν». Έρχομαι, να τον θεραπεύσω, του απαντά ο Ιησούς, κι εκείνος αποκρίνεται: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ». Κύριε, δεν είμαι άξιος για να έρθεις στο σπίτι μου. Πες μονάχα ένα λόγο, και θα θεραπευτεί. Γιατί και εγώ είμαι άνθρωπος που έχω εξουσία, και έχω από κάτω μου στρατιώτες, και λέω στον ένα πήγαινε, και πηγαίνει, και στον άλλο έλα, κι έρχεται, και στον δούλο μου κάνε αυτό, και το κάνει.

Ο Ιησούς θαύμασε την πίστη του εκατόνταρχου, και είπε «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Αληθινά, τόση πίστη δεν βρήκα σε κανένα Ισραηλίτη. Και σας λέω ότι στη Βασιλεία των Ουρανών πολλοί από την ανατολή και από τη δύση θα έρθουν και θα καθίσουν δίπλα στον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ενώ οι υιοί της Βασιλείας θα εξοριστούν στο αιώνιο σκοτάδι, όπου θα είναι ο θρήνος και ο τρόμος.

Στράφηκε τέλος στον εκατόνταρχο και του είπε: «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ «πήγαινε, ας γίνει όπως πίστεψες». Και την ίδια στιγμή ο υπηρέτης του εκατόνταρχου θεραπεύτηκε». Δύο στοιχεία, ουσιαστικά για την πνευματική ζωή, διαθέτει ο εκατόνταρχος της σημερινής περικοπής. Την Ταπείνωση και την Πίστη. «Κύριε», λέει, «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς» δεν είμαι άξιος για να έρθεις στο σπίτι μου. Δεν είμαι εγώ ικανός για να σε δεχτώ στην οικία μου, δεν διαθέτω ούτε αγιότητα ούτε καθαρότητα.

Και επιπλέον, εγώ είμαι ένας απλός στρατιώτης, ενώ Εσύ είσαι ο Βασιλεύς του κόσμου. Δεν αρμόζει σε δούλο να υποδέχεται τον Δεσπότη, γι αυτό Σε παρακαλώ, μην έλθεις. Απλά πες ένα λόγο, και το παιδί μου θα θεραπευτεί. Παρόλο που είναι άνθρωπος υπεροχής, διακεκριμένος ανάμεσα στο ρωμαϊκό στράτευμα, ο εκατόνταρχος αναγνωρίζει ότι και ο ίδιος ενώπιον του Θεού είναι μικρός και ασήμαντος, ανάξιος, όπως ομολογεί, για να τον επισκεφθεί ο Υιός του Θεού. «Εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου».

Πες μόνο ένα λόγο, και ο δούλος μου θα θεραπευτεί. Όχι μόνο δεν προσκαλεί τον Χριστό στο σπίτι του, όπως έκαναν πολλοί άλλοι σε παρόμοιες περιστάσεις, αλλά έχει την πίστη, την ακράδαντη βεβαιότητα ότι αρκεί ένας μονάχα λόγος του Κυρίου, και ο υπηρέτης του θα γίνει καλά. Και το δικαιολογεί, με έναν απλό και αναντίρρητο τρόπο: αν στις εντολές του αξιωματικού οι στρατιώτες σπεύδουν να υπακούσουν, πόσο μάλλον θα υπακούσει η ίδια η φύση στο θέλημα του Δεσπότη και Δημιουργού της.

Αυτή η ταπείνωση και αυτή η πίστη πολλές φορές απουσιάζει από τους ανθρώπους που θεωρητικά βρίσκονται πιο κοντά στον Θεό. Ίσως επειδή θεωρούν τον εαυτό τους «περιούσιο λαό» του Θεού, και σαν τα κακομαθημένα παιδιά εκλαμβάνουν ως αυτονόητα κάποια πράγματα τα οποία ωστόσο δεν είναι και τόσο αυτονόητα. Το ότι βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είμαστε σωσμένοι, ούτε καθαροί, ούτε άγιοι. Δεν αρκεί κανείς να εισέλθει στο λουτρό για να καθαριστεί, αλλά είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει ότι δεν είναι καθαρός και στη συνέχεια να λουστεί, επιμένοντας στα δύσκολα σημεία. Και στο σημείο αυτό, της αυτογνωσίας και της ταπείνωσης, συχνά υπολειπόμαστε εμείς που βρισκόμαστε κάτω από την χάρη του Θεού, ενώ οι μακράν διατηρούν έστω το δέος και τον σεβασμό απέναντι στην ιερότητα του μυστηρίου της Εκκλησίας.

Και από τη στιγμή που υπάρχει έλλειμμα ταπεινώσεως, υπάρχει και έλλειμμα πίστεως. Γιατί χωρίς ταπείνωση, το κάθε αίτημά μας προς τον Θεό δεν αποτελεί ικεσία, αλλά απαίτηση, η οποία δεν στηρίζεται στην αγάπη του Θεού αλλά στην δική μας αυτοεκτίμηση και υπερηφάνεια. Τότε ακόμα και η προσευχή γίνεται υποκρισία και αιτία κατακρίσεως, σαν την προσευχή του Φαρισαίου. Γι’ αυτό και ο Χριστός τονίζει σε όλους μας σήμερα, ότι δεν αρκεί να είναι κανείς υιός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, δηλαδή δεν αρκεί να είναι μέλος της Εκκλησίας, για να καθίσει ανάμεσα στους δοξασμένους της Βασιλείας του Θεού.

Απαιτείται πίστη. Πίστη απλή, άδολη, ταπεινή, σαν του εκατόνταρχου της σημερινής διήγησης του ευαγγελιστή Ματθαίου. Μια πίστη η οποία, δυστυχώς, απουσιάζει στις μέρες μας, κι όμως αποτελεί το ζητούμενο της πνευματικής μας πορείας. Ζητούμε το θαύμα στη ζωή μας, και λησμονούμε ότι αυτό επιτελείται σύμφωνα με το μέτρο της δικής μας πίστεως. Αντί, επομένως, να απελπιζόμαστε όταν νιώθουμε ότι ο Θεός δεν απαντά στις προσευχές μας, ας εργαστούμε ώστε αυτές να γίνονται με περισσή ταπείνωση και με αληθινή πίστη απέναντι στον Θεό. Αμήν

Κυριακή γ΄ Ματθαίου

evagelistis mathaios16αρατηρώντας το σημερινό κόσμο μας αγαπητοί αδελφοί, αναρωτιέται κανείς γιατί είναι άνω-κάτω. Γιατί υπάρχει τέτοιο άγχος και γιατί επικρατεί τόση αναστάτωση. Απαντώντας σε αυτή την ερώτηση, θα μπορούσαμε να πούμε πώς τρία είναι κυρίως τα αίτια αυτής της αναστάτωσης και αυτού του άγχους. Το ψωμί, το ρούχο και το σπίτι. Δηλαδή τί θα φάμε, πώς θα ντυθούμε και πώς θα στεγαστούμε. Για αυτά τα τρία πράγματα γίνονται όσα γίνονται και αγχώνετε ο άνθρωπος που τρέχει καθημερινά να προλάβει. Για αυτά τα πράγματα άλλωστε γίνονται πόλεμοι και κοινωνικές επαναστάσεις, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες.

Ύστερα αυτά τα εγκόσμια πράγματα μας κάνουν να ξεθεμελιώνουμε ότι υπάρχει στη γη μας και να ρημάζουμε τον κόσμο. Και το τραγικό είναι πώς υπάρχουν αγαθά για όλους, για να ζήσουν όλοι. Εκείνο όμως που δεν υπάρχει είναι η δικαιοσύνη και η αγάπη μεταξύ μας. Έτσι, γίνεται άνιση και άδικη κατανομή, έτσι ώστε άλλοι να ευτυχούν χορτάτοι και άλλοι να δυστυχούν πεινασμένοι. Κυρίως όμως λείπει η εμπιστοσύνη στο Θεό Πατέρα. Το λέει άλλωστε ξεκάθαρα ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγέλιο, όταν τονίζει πώς είμαστε «ὀλιγόπιστοι».

Γι’ αυτό ο άνθρωπος αγωνίζεται και αγωνιά και τρέχει και δεν φθάνει για το τί θα φάει, πώς θα ενδυθεί, πώς θα φτιάξει το σπίτι του. Κανείς βεβαίως δεν αμφισβητεί πώς αυτά αποτελούν φυσικές ανάγκες μας, όμως δεν είναι σωστό να λησμονούμε πώς ο Θεός, που λειτουργεί ως πατέρας, γνωρίζει καλύτερα ότι έχουμε ανάγκη όλων αυτών. Και δεν γνωρίζει μονάχα ούτε μένει μόνο σε αυτό, αλλά και φροντίζει. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πώς ο Θεός «δεν μας θέλει νηστικούς και γυμνούς».

Κυριακή β΄ Ματθαίου

«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων».

evagelistis mathaios15 Κύριος, αγαπητοί μου αδελφoί, είναι ο Πρώτος και Μοναδικός αλιεύς, ο Θείος Ψαράς των ψυχών των ανθρώπων. Αλλά θέλησε να αναδείξει και άλλους αλιείς και άλλους ψαράδες μέσα στη νοητή θάλασσα της ανθρωπότητος, που θα συνέχιζαν το άγιο, αλιευτικό, κηρυκτικό, ποιμαντικό και αγιαστικό του έργο. Και κάλεσε ο Χριστός μας τους Αποστόλους Του να τον ακολουθήσουν, για να τους ετοιμάσει και να τους αποστείλει. Πότε και πώς τους κάλεσε; Μας το λέει το σημερινό Ιερό Ευαγγέλιο.

Μόλις ξεκίνησε για το θείο Του έργο περπατούσε μια μέρα στην θάλασσα της Τιβεριάδος. Ήταν εκεί δύο απλοϊκοί ψαράδες με απλή και αγαθή καρδιά, πτωχοί επαγγελματίες, που πάλευαν να βγάλουν το μεροκάματό τους. Και ήταν αδέλφια οι ψαράδες αυτοί. Τον ένα τον έλεγαν Πέτρο και τον άλλον Ανδρέα. Την ώρα εκείνη δόλωναν και έριχναν τα αγκίστρια τους στη θάλασσα. Μα σαν ήλθε και στάθηκε μπροστά τους ο Χριστός, σταμάτησαν και Τον κοίταζαν περίεργα. Ήταν ξένος, αλλά η μορφή Του μαγνήτιζε. Πρέπει να τους είπε πολλά, που δεν τα αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.

Μόνο ένας Του λόγος, τούς ξεσήκωσε, τους έκανε ανάστατους, τους οδήγησε στο σημείο να πάρουν μία ηρωϊκή απόφαση. Να παρατήσουν τα δίχτυα και το ψάρεμα, τις βάρκες και την θάλασσα και να Τον ακολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου - τούς είπε – καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεὶς ἀνθρώπων». Ελάτε πίσω μου και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων. Προχωρώντας λίγο πιο πέρα, είδε άλλο ένα ζευγάρι ψαράδων μαζί με τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο. Ήταν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Ανεβασμένοι και αυτοί πάνω στη βάρκα, ετοίμαζαν σιωπηλοί και αφοσιωμένοι τα δίχτυα.

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 113 επισκέπτες

Εμφανίσεις Άρθρων
5452002

Copyright © 2023 Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Πυτιρίνης. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. 

Δημιουργία ιστοτόπου: CJ web Services & Eshop

grafiko 2

Search