«Κατέβη δεδικαιωμένoς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ»
ύο εικόνες αντίθετες αλλά εξαιρετικά διδακτικές, αγαπητοί μου αδελφοί, μας παρουσιάζει η περικοπή του σημερινού ευαγγελίου. Δύο άνθρωποι ξεκινούν για ένα κοινό σκοπό αλλά καταλήγουν σε αντίθετα αποτελέσματα. Ο ένας είναι Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Έρχονται στο ναό και αυτό δείχνει πως το θρησκευτικό τους συναίσθημα είναι βαθιά ριζωμένο και δεν χάνεται όσο και αν το καταπιέζει η κακία και η αμαρτία, όσο και αν με χίλιους τρόπους αγωνίζονται να το ξεριζώσουν. Ο Φαρισαίος ανήκει στη τάξη των ανθρώπων της πίστεως. Κρατάει το νόμο και τους προφήτες και θεωρείται καλός και άγιος.
Όμως είναι υποκριτής. Εκμεταλλεύεται τη θρησκεία και την ευσέβεια του λαού. Προσεύχεται μεγαλόφωνα, για να τον καμαρώνουν και να τον επαινούν οι άλλοι. Ο άλλος ήταν τελώνης. Την εποχή εκείνη τελώνης ήταν το φοβερό επάγγελμα που σήμαινε καταπίεση, εκμετάλλευση και αδικία. Ήλθαν και οι δύο στο ναό. Όμως τι έπρεπε να κάνουν για να είναι δεκτή η προσευχή τους από το Θεό; Έπρεπε να γκρεμίσουν τα είδωλα που τους τυραννούσαν. Να γνωρίσουν σωστά τον αληθινό Θεό, να κατανοήσουν την θρησκεία της αγάπης που έλειπε και από τους δύο. Έρχονται να κτυπήσουν την θύρα του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Τους εμποδίζει η αμαρτία τους.
Ο Φαρισαίος προχωρεί και σταματάει στη μέση του ναού, κοιτάζει δεξιά και αριστερά αν τον βλέπουν για να καμαρώνουν τη μεγαλοπρέπειά του και την αγιότητα, την ευλάβεια και τα καλά του έργα. Η λατρεία του δεν απευθύνεται στο Θεό. Εκείνος λατρεύει τον εαυτό του, το εγώ του. Η προσευχή του είναι ένα εγκώμιο, ένας έπαινος της φαινομενικής αρετής του. Σε ευχαριστώ Θεέ μου, λέει, γιατί δεν είμαι σαν τους άλλους αμαρτωλούς ανθρώπους η και σαν αυτόν τον δυστυχισμένο Τελώνη. Εγώ τηρώ τον νόμο, γιατί νηστεύω, προσφέρω ελεημοσύνη και τηρώ τις υποχρεώσεις μου στο ναό σου. Αρετή δεν είχε και τους άλλους κατέκρινε.