αρατηρώντας το σημερινό κόσμο μας αγαπητοί αδελφοί, αναρωτιέται κανείς γιατί είναι άνω-κάτω. Γιατί υπάρχει τέτοιο άγχος και γιατί επικρατεί τόση αναστάτωση. Απαντώντας σε αυτή την ερώτηση, θα μπορούσαμε να πούμε πώς τρία είναι κυρίως τα αίτια αυτής της αναστάτωσης και αυτού του άγχους. Το ψωμί, το ρούχο και το σπίτι. Δηλαδή τί θα φάμε, πώς θα ντυθούμε και πώς θα στεγαστούμε. Για αυτά τα τρία πράγματα γίνονται όσα γίνονται και αγχώνετε ο άνθρωπος που τρέχει καθημερινά να προλάβει. Για αυτά τα πράγματα άλλωστε γίνονται πόλεμοι και κοινωνικές επαναστάσεις, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες.
Ύστερα αυτά τα εγκόσμια πράγματα μας κάνουν να ξεθεμελιώνουμε ότι υπάρχει στη γη μας και να ρημάζουμε τον κόσμο. Και το τραγικό είναι πώς υπάρχουν αγαθά για όλους, για να ζήσουν όλοι. Εκείνο όμως που δεν υπάρχει είναι η δικαιοσύνη και η αγάπη μεταξύ μας. Έτσι, γίνεται άνιση και άδικη κατανομή, έτσι ώστε άλλοι να ευτυχούν χορτάτοι και άλλοι να δυστυχούν πεινασμένοι. Κυρίως όμως λείπει η εμπιστοσύνη στο Θεό Πατέρα. Το λέει άλλωστε ξεκάθαρα ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγέλιο, όταν τονίζει πώς είμαστε «ὀλιγόπιστοι».
Γι’ αυτό ο άνθρωπος αγωνίζεται και αγωνιά και τρέχει και δεν φθάνει για το τί θα φάει, πώς θα ενδυθεί, πώς θα φτιάξει το σπίτι του. Κανείς βεβαίως δεν αμφισβητεί πώς αυτά αποτελούν φυσικές ανάγκες μας, όμως δεν είναι σωστό να λησμονούμε πώς ο Θεός, που λειτουργεί ως πατέρας, γνωρίζει καλύτερα ότι έχουμε ανάγκη όλων αυτών. Και δεν γνωρίζει μονάχα ούτε μένει μόνο σε αυτό, αλλά και φροντίζει. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πώς ο Θεός «δεν μας θέλει νηστικούς και γυμνούς».
Και επειδή τα γνωρίζει καλά, γι’ αυτό μας λέει να μη μεριμνούμε, δηλαδή «να μην πνιγόμαστε στη θάλασσα της απιστίας, να μην ξεχνούμε πώς ψηλότερα από μας είναι ο Θεός, εκείνος που μας δίνει και τη ζωή και τη τροφή και τα πάντα». Ο Απόστολος Παύλος θα τονίσει στους Αθηναίους πώς «ο Θεός, ο οποίος εποίησε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν μέσα στον κόσμο, αυτός δίνει σε όλα τα δημιουργήματά του ζωή και αναπνοή και όλα όσα προς συντήρηση της ζωής τούς χρειάζονται».
Γι’ αυτό μή νομίζουμε πώς εργαζόμενοι, και μάλιστα εντατικά, κατορθώνουμε να αποκτήσουμε μόνοι μας πολλά αγαθά, γιατί Εκείνος που μας χαρίζει την υγεία για την εργασία είναι ο Θεός· και ακόμη μή ξεχνούμε πώς κάθε έργο μας γίνεται πλούσιο και μεγάλο με την ευλογία του Θεού. Στο σημερινό Ευαγγέλιο υπάρχει η βούληση, και τονίζεται άλλωστε, «να μας ξεκολλήσει από κάθε βιοτική μέριμνα». Να μας γεμίσει από εμπιστοσύνη στο Θεό, ώστε ν αποφύγουμε την αγωνία και να ξεπεράσουμε το φόβο για το πώς θα ζήσουμε.Μη νομίσουμε όμως πώς με αυτή τη προσπάθεια ο Χριστός θέλει να μας κάνει τεμπέληδες και άχρηστους.
Απεναντίας θέλει να μας πει να έχουμε πίστη και εμπιστοσύνη στο Θεό. Και τότε με αυτά τα εφόδια, να είμαστε βέβαιοι πώς θα εργαστούμε με περισσότερη θέληση και χαρά. Και η εργασία μας θα είναι καλύτερη και ο κόπος μας θα πιάσει τόπο. «Η γη θα μας δίνει πιο πολλά και με τη δικαιοσύνη και την αγάπη, που είναι καρπός της πίστεως, θα τα μοιράζουμε δίκαια μεταξύ μας. Έτσι, δεν θα υπάρχουν από το ένα μέρος χορτάτοι κι από το άλλο πεινασμένοι, από το ένα μέρος χρυσοφορεμένοι κι από το άλλο γυμνοί».
Αγαπητοί αδελφοί, πρέπει να καταλάβουμε μια για πάντα πώς ο Θεός δεν πρόκειται να μας αφήσει ποτέ, δεν πρόκειται να μας ξεχάσει, αρκεί βέβαια να μην τον αφήσουμε εμείς. Αρκεί να μη Τον ξεχάσουμε και φύγουμε μακριά Του. Και μη λέμε πώς δεν υπάρχουν αγαθά για όλους ούτε πώς δεν φθάνουν. Γιατί φθάνουν για όλους τους ανθρώπους, μόνο που εμείς δεν θέλουμε να τα μοιράσουμε δίκαια. Και δεν μοιράζονται σωστά, αφού δεν υπάρχει δικαιοσύνη και αγάπη. Δεν υπάρχει ακλόνητη πίστη και εμπιστοσύνη στο Θεό.
Αυτά λοιπόν οφείλουμε να ζητούμε και να παρακαλούμε το Θεό να μας τα δίνει. Και όλα τα άλλα θα έρθούν από μόνα τους. Το λέει άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός· «Να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη κι όλα τα άλλα θα σας δοθούν από κοντά». Αμήν.