Οι Άγιοι της Κρήτης

5νά νησί στήν πιό στρατηγική θέση τῆς Μεσογείου, ἀνάμεσα σέ δύο κόσμους, τήν Ἀνατολή καί τή Δύση, μέ τό βαρύ χρέος τῆς μείξης τῶν πολιτισμῶν, τῆς συνάντησης τῶν ἰδεῶν καί τῆς μετεξέλιξης τούς μέσα ἀπό τό πρίσμα αὐτῆς τή μικρῆς, ἀλλά τόσο σημαντικῆς, γωνιᾶς τῆς Εὐρώπης. Ἡ Κρήτη δέν θά μποροῦσε παρά νά ἔχει ἕναν καθοριστικό ρόλο στή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στά πέρατα τοῦ κόσμου καθώς, πέρα ἀπό τήν θέση «κλειδί» πού κατεῖχε σάν γεωγραφικό σταυροδρόμι, εἶχε τό πνευματικό καί φιλοσοφικό ὑπόβαθρο πού θά μποροῦσε νά φιλοξενήσει τό «καινούριο» καί νά τοῦ δώσει νέες διαστάσεις.

Ἡ Κρήτη εὐτύχησε νά δεῖ σημαντικές μορφές τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος νά δροῦν καί νά διδάσκουν στό νησί. Αὐτό τό μαρτυροῦν τόσο οἱ πηγές, ὅσο καί οἱ Κρητικοί Ἅγιοι πού τιμῶνται σήμερα ἀπό τήν ἐκκλησία, μέ πιό γνωστούς τόν Ἀπόστολο Τίτο, τόν πρῶτο ἐπίσκοπό του νησιοῦ καί τόν θαυματουργό Ἅγιο Μύρωνα. Τήν Χριστιανική λατρεία ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων στό νησί μᾶς μαρτυροῦν οἱ πολυάριθμες παλαιοχριστιανικές Βασιλικές ἄπ΄ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς Κρήτης, μέ σημεῖο ἀναφορᾶς τήν Γόρτυνα, τήν λαμπρή πόλη πού φιλοξένησε καί τόν πρῶτο ναό τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, τήν Κνωσό, μέ μία ἀπό τίς ἀρχαιότερες ἐπισκοπές ἀλλά καί πολλές ἄλλες περιοχές ὅπου κτίστηκαν μεγαλόπρεπα οἰκοδομήματα πού ἀκόμα καί σήμερα ἐντυπωσιάζουν μέ τήν ἐπιβλητικότητά τους.

Ὁ Χριστιανισμός στήν Κρήτη ἐπισήμως ξεκινάει μέ τήν παρουσία τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, ὁ ὁποῖος ὡς συνοδός τοῦ Ἀπόστολου Παύλου καί τοῦ Βαρνάβα μετεῖχε στήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων στά 49 μ.Χ. Πιστός μαθητής τοῦ Παύλου τόν ἀκολουθεῖ στίς περιοδεῖες του στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία, ἐνῶ ἀνάμεσα στά 62 καί 63 μ.Χ. οἱ δύο τους βρίσκονται στό νησί βάζοντας τά θεμέλια της Χριστιανικῆς λατρείας. Ὁ Παῦλος ἀναθέτει στόν ἀγαπημένο τοῦ μαθητῆ τήν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησίας στήν Κρήτη ἀναφέροντας στήν Ἅ’ πρός Τίτον Ἐπιστολή : «Τούτου χάριν κατέλιπον σέ ἐν Κρήτη». Ἡ ἐπιστολή αὐτή περιέχει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν Ἀπόστολο Τίτο, ὅπως τό ὅτι εἶχε σημαντικούς συνεργάτες στό νησί γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνάμεσά τους τόν Ἀπολλώ καί τόν νομικό Ζηνά. Ἀναφορές στόν Ἀπόστολο Τίτο συναντᾶμε καί στήν ἐπιστολή πρός Τιμόθεον ὅπου ἀναφέρεται ὅτι βρέθηκε στή Δαλματία, χωρίς ὡστόσο νά διευκρινίζεται ὁ λόγος. Γιά τή ζωή τοῦ Ἀποστόλου Τίτου δέν ὑπάρχουν πολλές πληροφορίες ἐνῶ πληθώρα παραδόσεων ἐπιτρέπουν τήν ἐξαγωγή πολύτιμων ἱστορικῶν συμπερασμάτων. Φαίνεται ὅτι ἡ καταγωγή τοῦ Τίτου ἦταν ἀπό ἐπίσημη γενιά τῆς Κρήτης καί ὅπως ἀναφέρει ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Θεοχάρης Δετοράκης στήν ἰστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, ἦταν συγγενής του Ρωμαίου ἀνθύπατου τῆς νήσου Ρουστίλλου.

Ἡ μόρφωση τοῦ ἦταν λαμπρή καί ἡ σταδιοδρομία τοῦ εὐτύχησε νά ξεκινήσει ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας τῶν παθῶν καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Ἰησοῦ. Ἀκολουθώντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο βρέθηκε στήν Κρήτη, τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκκλησίας τοῦ νησιοῦ καί ἵδρυσε ἐννέα ἐπισκοπές, στήν Κνωσό, τήν Ἱεράπετρα, τήν Κυδωνία, τή Χερσόνησο, τήν Ἐλεύθερνα, τήν Λάμπη, τήν Κίσαμο, τήν Κάντανο καί τή Γόρτυνα. Σέ ὅλες σχεδόν τίς πόλεις αὐτές ἔχουν ἐντοπιστεῖ οἱ ἕδρες τῶν ἐπισκόπων, μεγαλόπρεπες βασιλικές ὁρισμένες μάλιστα ἀπόλυτα χρονολογημένες, ὅπως ἡ παλαιοχριστιανική Βασιλική της Ἐλεύθερνας, ὅπου σέ ψηφιδωτό δάπεδο στό νάρθηκα τό ὁποῖο ἐντοπίστηκε ἀπό τόν καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης καί ἀνασκαφέα τῆς ἀρχαίας πόλης κ. Πέτρο Θέμελη, ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου Εὐφράτα.

Ἀπό τίς πιό σημαντικές ἐπισκοπές ἦταν αὐτή τῆς Γόρτυνας ὅπου καί κτίστηκε ὁ μεγαλόπρεπος ναός τοῦ Ἀποστόλου Τίτου καί φυλάσσονταν ἡ Κάρα του, μετά τό θάνατό του σέ ἡλικία 94 ἐτῶν περίπου στό ἔτος 105 μ.Χ. Ἡ λατρεία τοῦ Ἀποστόλου Τίτου μέ ἕδρα τή Γόρτυνα φαίνεται ὅτι διακόπηκε μέ τήν Ἀραβοκρατία καί τίς ἐπιδρομές στό νησί πού εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά ἐρειπωθεῖ ἡ ἀρχαία πόλη. Ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε στό Χάνδακα ὅπου ἔμεινε ὡς τό Σεπτέμβριο τοῦ 1669, ὅποτε μέ τήν πτώση τῆς πόλης στούς Τούρκους μεταφέρθηκε ἀπό τόν τελευταῖο ὑπερασπιστή τῆς Candia, τόν Φραντσέσκο Μοροσίνι στή Βενετία μαζί μέ ὅλα τά Ἱερά κειμήλια τῆς πόλης. Ἡ Κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου ἐπέστρεψε στό Ἡράκλειο στίς 15 Μαΐου 1966 μέ μία μεγαλόπρεπη τελετή. Ἡ ἡμέρα αὐτή τιμᾶται ὡς τά σήμερα, ἐνῶ ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τίτου ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου.


Ὁ Ἅγιος Μύρωνας, Ἐπίσκοπος Κρήτης

Μία ἀπό τίς πιό γνωστές μορφές τῆς ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί ἕνας ἀπό τούς πιό θαυματουργούς Ἁγίους της Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ Ἅγιος Μύρωνας, Ἐπίσκοπος Κρήτης. Τό ὄνομα τοῦ μνημονεύουν ἑκατοντάδες ἀσθενεῖς πού εἶδαν ἰδίοις ὄμμασι τά θαύματα τοῦ Ἁγίου καί πλεῖστες ὅσες ἀνάλογες ἱστορικές ἀναφορές, ἐνῶ ἡ γιορτή του στίς 8 Αὐγούστου εἶναι ἀπό τά πιό μεγάλα πανηγύρια πού γίνονται στήν Κρήτη, μέ ἐπίκεντρο φυσικά τή γενέτειρα τοῦ Ραῦκο, πού ἀργότερα πρός τιμήν τοῦ μετονομάστηκε σέ Ἅγιος Μύρωνας. Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιά τήν φιλανθρωπία του καί τήν πίστη του στό Θεό ἐνῶ ὑπῆρξε πρότυπο οἰκογενειάρχη καί προστάτη τῶν ἀδυνάτων καί τῶν κατατρεγμένων. Ὁ Ἅγιος Μύρωνας ἦταν γεωργός καί προσπαθοῦσε νά βοηθάει τούς συνανθρώπους του σέ βαθμό πού ἔμεινε θρυλικός στίς σχετικές ἱστορικές βιογραφικές ἀναφορές.

Εἶναι γνωστές οἱ διηγήσεις γιά τήν περίπτωση κλεφτῶν πού εἶχαν βάλει στόχο τήν περιουσία του. Ὁ Ἅγιος πού τούς ἐντόπισε στό χωράφι τοῦ ὄχι μόνο δέν τούς κατήγγειλε, ἀλλά προστάτεψε τούς δράστες καί τούς ἄφησε νά φύγουν μέ τούς καρπούς τῆς γής πού τοῦ εἶχαν κλέψει, ζητώντας τους νά μετανοήσουν καί νά μήν τό ξανακάνουν. Ὅταν πέθανε ἡ γυναίκα τοῦ ὁ Ἅγιος Μύρωνας ἀφιερώθηκε στό Θεό καί στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἦταν τόση ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου στό πρόσωπό του, ὥστε ὅταν πέθανε ὁ Ἐπίσκοπος Κρήτης τοῦ ζήτησαν νά ἀναλάβει τή θέση τοῦ κάτι πού ἔγινε ὡς φαίνεται στά 180 μ. Χ. Ὁ Ἅγιος Μύρωνας ἀποτέλεσε μία μεγάλη μορφή τῆς ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί ἔγινε ἰδιαίτερα γνωστός γιά τά θαύματά του. Ἕνα ἀπό αὐτά ἀφορᾶ στό ἁγίασμα πού ἀκόμα καί σήμερα ἀναβλύζει στή γενέτειρά του καί τό ὁποῖο ἀνέβλυσε σέ μία σπηλιά μετά ἀπό προσευχή τοῦ Ἁγίου στό Θεό γιά νά σώσει τούς κατοίκους ἀπό τή λειψυδρία. Ὅταν πέθανε σέ ἡλικία περίπου 100 ἐτῶν οἱ Κρητικοί μέ σεβασμό παρέλαβαν τό λείψανό του καί τό ἐνταφίασαν ἐκεῖ ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ τάφος του ἀπό τόν ὁποῖο ἐκπέμπεται μία θαυμαστή εὐωδία καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά ἱερότερα προσκυνήματα τῆς Κρήτης μέ πολλά θαύματα ὡς τά σήμερα.

Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἀκόμη Ἅγιος Μύρωνας στό Κρητικό Ἁγιολόγιο, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός ὡς νεομάρτυρας. Ὁ Ἅγιος Μύρωνας γιός τοῦ Δημητρίου κατάγονταν ἀπό τό Ἡράκλειο καί ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ράφτη. Οἱ Τοῦρκοι τόν συκοφάντησαν ὅτι προσπάθησε νά ἀποπλανήσει μία μουσουλμάνα καί τοῦ ἔθεσαν, ὅταν αὐτός ἀρνήθηκε τήν κατηγορία, τό δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἤ τῆς θανάτωσης. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του, βασανίστηκε σκληρά καί φυλακίστηκε. Γιά δεύτερη φορά τοῦ ζητήθηκε νά ἀπαρνηθεῖ τό Χριστιανισμό ὅμως ἀρνήθηκε καί οἱ Τοῦρκοι τόν καταδίκασαν σέ θάνατο. Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι καθώς ὁδηγοῦνταν στήν ἀγχόνη, ἔσκυψε καί φίλησε τά πόδια τοῦ πατέρα του πού παρακολουθοῦσε τό μαρτύριό του. Ὁ Ἅγιος ἐκτελέστηκε τό 1793 καί ἡ μνήμη τού «ἐνδόξου νεομάρτυρος Μύρωνος τοῦ ἐξ Ἡρακλείου Κρήτης» γιορτάζεται στίς 20 Μαρτίου.


Οἱ Ἅγιοι Δέκα

Ἀπό τούς πιό γνωστούς Ἁγίους της Κρήτης, τό ὄνομα τῶν ὁποίων μνημονεύει καί τό ὁμώνυμο χωριό τῆς Μεσαρᾶς, εἶναι οἱ Ἅγιοι Δέκα. Οἱ Ἅγιοι τῶν ὁποίων γνωρίζουμε ἀπό τίς πηγές, τά ὀνόματά τους, διακρίθηκαν γιά τήν πίστη καί τό ζῆλο τους στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καί βασανίστηκαν ἀπό τόν γνωστό γιά τίς θηριωδίες τοῦ ἀπέναντι στούς Χριστιανούς, Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα Δέκιο. Ἀπό τή Γόρτυνα κατάγονταν οἱ Ἅγιοι Θεοδοῦλος, Σατορνίνος, Εὔπορος, Γελάσιος καί Εὐνικιανός, ἐνῶ ἀπό τό Πανόρμο ὁ Ἀγαθόπους. Ἀπό τό Ἡράκλειο κατάγονταν οἱ Εὐάρεστος καί Μόβιος (σέ κάποιες πηγές ἀναφέρεται ὡς Πόμπιος ἤ Πόντιος), ἐνῶ ἀπό τήν Κυδωνία εἶχε τήν καταγωγή τοῦ ὁ Βασιλειάδης ἤ κατά ἄλλες πηγές Βασιλείδης. Τέλος ἀπό τήν Κνωσό κατάγονταν ὁ Ζωτικός. Τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα, ὁ ἔπαρχος Κρήτης Δέκιος δέχτηκε τήν καταγγελία γιά τή δράση τῶν Ἁγίων Δέκα καί ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τούς δελεάσει μέ ἐγκόσμιες ἡδονές, διέταξε τή μαστίγωσή τους καί τή θανάτωσή τους μέ λιθοβολισμό, ἀφοῦ ἀρνοῦνταν νά ἀπαρνηθοῦν τόν Χριστό. Οἱ Ἅγιοι Δέκα ὑπέμειναν μέ στωικότητα καί ἡρωισμό τά βασανιστήρια τῶν Ρωμαίων καί δέν λύγισαν. Μέ διαταγή τοῦ ἔπαρχου οἱ στρατιῶτες ἀποκεφάλισαν τούς Ἁγίους Δέκα. Ἡ μνήμη τούς ἑορτάζεται ἀπό τήν ἐκκλησία στίς 23 Δεκεμβρίου.


Οἱ Μάρτυρες

Πολλοί ἦταν οἱ ἅγιοί της Κρήτης πού στίς σκληρές ἐποχές τῶν διώξεων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀρνήθηκαν νά ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη τους καί βασανίστηκαν. Ἀνάμεσα σέ αὐτούς ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Γορτύνης. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀναφέρεται ὅτι χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπός της πόλης σέ ἡλικία 68 ἐτῶν καί διακρίθηκε γιά τίς πράξεις καί τήν πίστη του. Τό ἔτος 299 μ.Χ. ἐπί Αὐτοκρατορίας Διοκλητιανοῦ καί Μαξιμιλιανού βασανίστηκε καί καταδικάστηκε νά θανατωθεῖ στήν πυρά. Ὅμως ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε καθώς ἔκπληκτοι οἱ δήμιοι εἶδαν τά δεσμά του νά καίγονται, τά ξύλα τῆς πυρᾶς νά γίνονται στάχτη, ὅμως ὁ Ἅγιος νά μήν παθαίνει τίποτα. Ἔτσι τόν ἄφησαν ἐλεύθερο. Λίγο καιρό ἀργότερα ὅμως, πολλοί εἰδωλολάτρες, μήν μπορώντας νά ἀνεχτοῦν ὅτι ὁ Ἅγιος συνέχισε νά κηρύσσει τό λόγο τοῦ Χριστοῦ, κατάφεραν νά τόν φέρουν καί πάλι ἐνώπιον τῶν Ρωμαϊκῶν ἀρχῶν οἱ ὁποῖες τόν καταδίκασαν νά φορέσει χαλινάρι στό στόμα. Καθώς ὁ Ἅγιος ἦταν σέ μεγάλη ἡλικία, περίπου 93 ἐτῶν τόν ἔβαλαν σέ μία ἅμαξα καί τόν ὁδηγοῦσαν πρός τό μαρτύριό του. Ὅμως ἀναφέρεται ὅτι τά βόδια πού ἔσυραν τήν ἅμαξα σταμάτησαν μόνα τους σέ μία τοποθεσία πού ὀνομάζονταν Ράξος. Ἐκεῖ οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες τόν ἀποκεφάλισαν. Ἡ μνήμη τοῦ «Ἁγίου Πατρός ἠμῶν Κυρίλλου Ἐπισκόπου Γορτύνης Κρήτης» γιορτάζεται στίς 14 Ἰουνίου.

Μέ φρικτό τρόπο μαρτύρησε ὁ Κρητικός Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στά χρόνια του εἰκονομάχου Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου 5ου τοῦ Κοπρώνυμου. Ὁ Ἅγιος Παῦλος συνελήφθη ἀπό τόν στρατηγό τῆς Κρήτης Θεοφάνη Λαρδατύρη, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά τόν ἀναγκάσει νά πατήσει τήν εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε καί προσκύνησε τήν εἰκόνα ἀντί νά τήν βεβηλώσει. Τότε ὁ στρατηγός διέταξε νά περάσουν σίδερα στό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί νά τόν κρεμάσουν μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω πάνω σέ μία πυρά. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ὁσιομάρτυρα γιορτάζεται στίς 17 Μαρτίου.

Τήν ἴδια ἐποχή, ἐπί Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου 5ου τοῦ Κοπρώνυμου, μαρτύρησε καί ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Ὁσιομάρτυρας «ὁ ἐν κρίσει». Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔμαθε τούς διωγμούς κατά τῶν εἰκόνων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη. Μήν ἀντέχοντας τήν ἀδικία, θαρραλέος ὅσο ἐλάχιστοι ἄλλοι, μπόρεσε μέ ἀφορμή μία ἔξοδο τοῦ Αὐτοκράτορα ἀπό τό ἀνάκτορο νά τόν πλησιάσει καί νά τόν ρωτήσει «ἄρα χριστιανός εἰ βασιλεῦ;» Ὁ Αὐτοκράτορας διέταξε νά τόν συλλάβουν καί νά τόν μαστιγώσουν. Στή συνέχεια τόν παρέδωσε στόν ὀργισμένο ὄχλο τῶν εἰκονομάχων οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τά βασανιστήρια τοῦ σέρνοντας τόν πάνω σέ κοφτερές πέτρες. Μαρτυρεῖται ὅτι ἕνας ψαράς ἀπό τό πλῆθος ἔκοψε τό πόδι τοῦ Ἁγίου μέ τσεκούρι προκαλώντας τό θάνατό του. Οἱ βασανιστές τοῦ ἔριξαν τό λείψανό του σέ ἀκάθαρτο τόπο, ὅμως ἀπό ἐκεῖ τό πῆραν εὐλαβικοί Χριστιανοί καί τό ἔθαψαν σέ ἕναν τόπο πού ὀνομάζοντας ὁ τόπος τῆς «κρίσεως» ἄπ΄ ὅπου πῆρε καί τό ὄνομά του. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Ὁσιομάρτυρας «ὁ ἐν κρίσει» τιμᾶται στίς 17 Ὀκτωβρίου.

Ἐλάχιστα πράγματα εἶναι γνωστά γιά ἕναν ἀκόμη Κρητικό μάρτυρα τῆς πίστης, τόν «Ἅγιο Θεόφιλο καί τῶν σύν αὐτῶ τῶν ἐν Κρήτη μαρτυρησάντων», ἡ μνήμη τῶν ὁποίων ἑορτάζεται στίς 31 Μαρτίου. Λιγοστές εἶναι οἱ πληροφορίες ὅσον ἀφορᾶ στίς «Ἁγίες Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία καί Ἐνναθα, οἱ πέντε κανονικές παρθένες» ἡ μνήμη τῶν ὁποίων στό Κρητικό ἁγιολόγιο ἑορτάζεται στίς 9 Ἰουνίου. Ἀναφέρεται ὅτι οἱ παρθένες αὐτές ἦταν μοναχές σέ μία ἐκκλησία στήν ὁποία ἱερουργοῦσε κάποιος θαμπωμένος ἀπό τά πλούτη ἱερέας, ὀνόματι Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὅταν τοῦ ζητήθηκε νά διαλέξει ἀνάμεσα στά πλούτη καί τήν πίστη ἐπέλεξε νά κρατήσει τούς θησαυρούς του. Οἱ παρθένες, οἱ ὁποῖες ἀρνήθηκαν νά δεχτοῦν νά ἀλλάξουν τήν πίστη τους, δέχτηκαν μαρτυρικό θάνατο ἀπό τά χέρια του, καθώς τίς ἔπνιξε. Ὅμως καί ὁ ἴδιος τιμωρήθηκε καθώς τόν ἔπνιξαν γιά νά τοῦ κλέψουν τούς θησαυρούς του. Δέν εἶναι σαφές ἄν οἱ πέντε Ὁσίες κατάγονταν ἀπό τήν Κρήτη, ἔζησαν στό νησί, ἤ μαρτύρησαν ἐδῶ. Κάποιες ἀναφορές τοποθετοῦν τή ζωή τους στά ἱστορικά πλαίσια τοῦ Πέρση Βασιλιᾶ Σαβωρίου ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στά 330 μ.Χ. καί καταγράφουν ἕνα χωριό ὀνόματι Ἀζα γιά τό ὁποῖο δέν μπορέσαμε νά βροῦμε περισσότερες πληροφορίες.

Ἐλάχιστα στοιχεῖα εἶναι γνωστά γιά τούς Ἅγιους 12 στρατιῶτες μάρτυρες ἀπό τήν Κρήτη γιά τούς ὁποίους ἀναφέρεται ὅτι μαρτύρησαν διά ξίφους καί ἡ μνήμη τούς γιορτάζεται στίς 12 Αὐγούστου. Ὡς Ἐπίσκοπος Κρήτης ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ νέος, γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν λιγοστές πληροφορίες. Τό μόνο πού εἶναι γνωστό ἀπό τίς πηγές εἶναι ὅτι μαρτύρησε ὅταν οἱ διῶκτες τοῦ ἔκοψαν τά πόδια του. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 14 Ἰουλίου.


Ὅσιοι Ἅγιοι καί Ἐρημίτες

Ἡ Παρακλητική, ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά ὑμνογραφικά ἔργα τῆς ἐκκλησίας εἶναι σέ μεγάλο βαθμό, ἔργο ἑνός Ἁγίου ἀπό τήν Κρήτη, τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου, ἡ καταγωγή τοῦ ὁποίου ἦταν ἀπό τή Σικελία. Ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 9ο αἰώνα, διακρίθηκε ἀπό νεαρή ἡλικία γιά τίς ἱκανότητές του στήν σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων καί τήν ψαλμωδία, καθώς καί τήν ἀντιγραφή χειρογράφων πού ἀποτελοῦσε μία ἀπό τίς πιό σημαντικές τέχνες τῆς ἐποχῆς. Ἀπό τή Σικελία βρέθηκε στήν Πελοπόννησο μαζί μέ τή μητέρα Ἀγαθή καί τήν ἀδερφή του, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Πλωτίνος καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε στή Θεσσαλονίκη ὅπου χειροτονήθηκε μοναχός. Ἡ πορεία τοῦ συνεχίστηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἄπ΄ ὅπου ἐκδιώχθηκε ὅταν ἀντέδρασε στά διατάγματα πού ἐξέδωσε ὁ Βυζαντινός Αὐτοκράτορας Λέοντας ὁ πέμπτος στά χρόνια της εἰκονομαχίας καί ἐξορίστηκε στή Ρώμη. Ὅμως στό δρόμο πρός τήν «αἰώνια πόλη» ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔπεσε στά χέρια πειρατῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἔφεραν στήν Κρήτη. Ἀρκετά χρόνια μετά κατάφερε νά ἐπιστρέψει στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί πέθανε σέ βαθιά γεράματα, τό ἔτος 842. Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στίς 3 Ἀπριλίου.

Στούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους διακρίθηκε ἕνας ἀκόμη Κρητικός ἅγιος, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στή Δαμασκό καί σέ ἡλικία 15 ἐτῶν κατατάχθηκε στόν κλῆρο στά Ἱεροσόλυμα. Προτάθηκε νά μετάσχει στήν Οἰκουμενική Σύνοδο κατά τῶν Μονοφυσιτῶν καί ἔμεινε στήν Κωνσταντινούπολη ἀναπτύσσοντας ἔντονο φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο σάν διευθυντής τοῦ ὀρφανοτροφείου Ἅγιος Παῦλος. Χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης καί διακρίθηκε γιά τή σύνθεση τοῦ Μεγάλου Κανόνα καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά ἔργα. Πέθανε στά 712 ἤ 740 μ.Χ. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 4 Ἰουλίου.

Ἀπό τήν Κυδωνία Χανίων κατάγονταν ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 792 μ.Χ. Μετά τίς πρῶτες βασικές γνώσεις πού ἀπέκτησε βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου οἱ γονεῖς τοῦ τόν ἐμπιστεύτηκαν στόν θεῖο τοῦ Θεοφάνη, ὁ ὁποῖος ἦταν μοναχός στήν Μονή Στουδίου τῆς Πόλης. Ὁ Νικόλαος ἔγινε μοναχός καί διακρίθηκε στήν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς τῶν χειρογράφων μέ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἡ εἰκονομαχία πού ἀναστάτωσε τή ζωή τοῦ Βυζαντίου δέν ἄφησε ἀνεπηρέαστη καί τή ζωή τῶν μοναχῶν στό ἱστορικό αὐτό μοναστήρι τῆς Κωνσταντινούπολης. Μέ τήν λήξη τῆς μεγάλης αὐτῆς περιπέτειας ὁ Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ἐξελέγη Ἡγούμενος στό μοναστήρι στίς 19 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 847, θέση τήν ὁποία κατεῖχε ὡς τήν παραίτησή του ἀπό τό ἀξίωμα στά 850. Ἡ ἐπιλογή τοῦ ἦταν νά ἱδρύσει ἕνα καινούριο κοινόβιο πιστό στίς παραδόσεις μέ τίς ὁποῖες εἶχε γαλουχηθεῖ. Ὅμως οἱ διώξεις ἐναντίον του, δέν σταμάτησαν. Ὁ Καίσαρας Βάρδας τόν ἀνάγκασε νά αὐτοεξοριστεῖ σέ διάφορες περιοχές ἕως τό 867 μ.Χ. ὅποτε καί ἐπέστρεψε ὡς Ἡγούμενος. Πέθανε στίς 4 Φεβρουαρίου 868 μ.Χ. καί ἡ μνήμη τοῦ «Ὁσίου Νικολάου Ὁμολογητοῦ τοῦ Στουδίτου», ὅπως ἀναφέρεται στό Κρητικό Ἁγιολόγιο, ἑορτάζεται στίς 4 Φεβρουαρίου.

Κορυφαία μορφή τῆς Κρητικῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἅγιος Νίκων «ὁ Μετανοεῖτε» τό κήρυγμα τοῦ ὁποίου βασίζονταν ἀκριβῶς στό κάλεσμα γιά μετάνοια, ἄπ΄ ὅπου προῆλθε καί τό ὄνομα μέ τό ὁποῖο εἶναι γνωστός. Ὁ Ἅγιος κατάγονταν ἀπό τόν Πόντο καί ἀκολούθησε τό βίο τοῦ μοναχοῦ διδάσκοντας τό Εὐαγγέλιο στήν ἀνατολή. Ἀπό ἐκεῖ βρέθηκε στήν Κρήτη ὅπου ἔζησε καί δίδαξε γιά εἴκοσι περίπου χρόνια καί ἀκολούθως στήν Πελοπόννησο. Ὁ Ἅγιος πού ἔγινε γνωστός γιά πολλά θαύματα πέθανε τό 988 μ.Χ. Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στίς 26 Νοεμβρίου.

Στήν Κρήτη ἀσκήτευσαν ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καί οἱ Ὅσιοι 98 πατέρες οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν στό νησί ἀπό διάφορα μέρη τῆς Μεσογείου περίπου στά 1632. Ἐλάχιστες εἶναι οἱ πληροφορίες ἀπό τίς πηγές γιά τό βίο τους, ἐνῶ ἡ μνήμη τοῦ πιό γνωστοῦ ἀπό αὐτούς, Ὅσιου Ἰωάννη, τιμᾶται σέ διάφορα μέρη τῆς Κρήτης. Ἡ μνήμη τοῦ «Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου καί τῶν ἐν Ἀζωγυρε Σελίνου 98 Θεοφόρων πατέρων», ὅπως ἀναφέρεται στό Κρητικό Ἁγιολόγιο ἑορτάζεται στίς 7 Ὀκτωβρίου.

Ἐλάχιστα εἶναι τά γνωστά ἱστορικά στοιχεῖα καί γιά ἕναν ἀκόμη ἀσκητή τῆς Κρήτης, τόν Ὅσιο Νικόλαο, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔζησε στό Κουρταλιώτικο φαράγγι περίπου στά 1670. Ἡ μνήμη τοῦ «Ὁσίου Νικολάου τοῦ Κουρταλιώτου» ἑορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου.

Πληροφορίες γιά ἕναν ἀκόμη Ὅσιο ἀντλοῦν οἱ ἱστορικοί ἀπό χειρόγραφη βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Θεοφόρου, ἡ ὁποία βρίσκεται στό χωριό Σίβα Πυργιωτίσσης, ἄπ΄ ὅπου καί κατάγονταν. Σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες ἀπό τήν πηγή αὐτή ὁ Ὅσιος γεννήθηκε στά χρόνια του Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ζ’ τοῦ Πορφυρογέννητου (951-959) καί ἀσκήτευσε στίς Κρητικές σπηλιές. Ἵδρυσε ἕναν ναό πρός τιμήν τῶν Ἐπισκόπων Ἀρκαδίας Εὐτυχίου καί Εὐτυχιανού χειροτονήθηκε μοναχός καί στό Μυριοκέφαλο ἔκτισε τήν Μονή τῆς Θεοτόκου Ἀντιφωνήτριας. Γυρίζοντας ὁλόκληρη τήν Κρήτη καί κτίζοντας πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια κατέληξε στήν Κίσαμο, ἵδρυσε τό κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου καί πέθανε ἐκεῖ. Ταυτίζεται μέ τόν «Κύρ Ἰωάννη ἐν Κρήτη Ὁσίου» πού ἑορτάζει στίς 20 Σεπτεμβρίου.

Ἀπό τόν Ἀζωκέραμο Σητείας κατάγονταν ἕνας ἀκόμη Κρητικός Ὅσιος, ὁ Ἰωσήφ ὁ Ἠγιασμένος ἡ μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζεται στίς 22 Ἰανουαρίου. Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔζησε στό Ἡράκλειο, ὅπου καί μόνασε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί διακρίθηκε στήν ἀντιγραφή χειρογράφων. Μοίρασε τήν περιουσία του στούς φτωχούς, ἔγινε Ἱερέας καί πέθανε στό Ἡράκλειο στίς 22 Ἰανουαρίου 1511. Τό λείψανο τοῦ μεταφέρθηκε στή Ζάκυνθο στά 1969.

Ἐπίσκοπος Γόρτυνας ἦταν ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ὁ θαυματουργός, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιά τήν ἐντιμότητα τοῦ βίου του, τά ἔργα καί τά θαύματα τοῦ τά ὁποία ξεπέρασαν τά σύνορά της Κρήτης. Ὁ Ὅσιος βρέθηκε στή Ρώμη ἀλλά καί στίς Θῆβες τῆς Αἰγύπτου ὅπου δίδαξε τό λόγο τοῦ Χριστοῦ. Πέθανε στήν Αἴγυπτο καί τό λείψανο τοῦ μεταφέρθηκε στήν Κρήτη ὅπου τάφηκε μέ μεγάλες τιμές. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 18 Σεπτεμβρίου.

Ἀπό τή Σητεία κατάγονταν ἕνας ἀκόμη Κρητικός Ἅγιος, ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Γεροντογιάνης, κατά κόσμον Ἰωάννης Βιτσέντζος. Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε στά ἐρειπωμένα κελιά τῆς μονῆς Καψά ὅπου εἶχαν καταφύγει οἱ γονεῖς του, Ἐμμανουήλ καί Ζαμπία μετά ἀπό Τουρκικές ἐπιδρομές. Παντρεύτηκε σέ νεαρή ἡλικία καί ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά, ἐνῶ παρά τό γεγονός ὅτι ἦταν ἐξαιρετικά ἔξυπνος δέν ἔμαθε ποτέ γράμματα. Ἀσχολοῦνταν μέ τίς ἀγροτικές ἐργασίες ἐνῶ ζοῦσε σέ μία ἀπομονωμένη περιοχή λόγω τῶν συχνῶν διαπληκτισμῶν του μέ τούς Τούρκους. Μετά ἀπό ἕνα ἀτύχημα πού προκάλεσε τό θάνατο τῆς κόρης τοῦ ἀφοσιώθηκε στό Θεό καί ἄφησε τήν οἰκογένειά του. Ἔγινε μοναχός στήν μονή Καψά καί ἔζησε βίο ἐνάρετο ὡς τή μέρα τοῦ θανάτου του στίς 6 Αὐγούστου 1874. Τά πολλά θαύματα ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετά τό θάνατο τοῦ μαζί μέ τόν ἐνάρετο βίο του καί τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό ἦταν ὁ λόγος πού ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος. Ἡ μνήμη τοῦ γιορτάζεται στίς 7 Αὐγούστου, ἐνῶ ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στίς 7 Μαΐου 1982.

Οἱ νεομάρτυρες

Πολλοί εἶναι οἱ νεομάρτυρες τῆς Κρήτης, ἡ μνήμη τῶν ὁποίων τιμᾶται ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὅλοι ὅσοι μαρτύρησαν στήν Κρήτη κατά τά ἔτη 1821-22 τιμῶνται ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς Κρήτης στίς 23 Ἰουνίου μαζί μέ τήν μνήμη τοῦ Γεράσιμου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης ἐνῶ ἡ ἐκκλησία τιμᾶ καί τήν μνήμη ὅσων ἔπεσαν κατά τή σφαγή τοῦ Ἡρακλείου στίς 25 Αὐγούστου 1898 πού ἀποτέλεσε τό ἱστορικό γεγονός τό ὁποῖο ἐπιτάχυνε τίς ἐξελίξεις οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν στήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης.

Ἀπό τούς Ἁγίους νεομάρτυρες ἡ μνήμη τῶν ὁποίων τιμᾶται ξεχωριστά εἶναι ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας ὁ ὁποῖος κατάγονταν ἀπό τό χωριό Βυζάρι Ἁμαρίου. Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, κατά κόσμον Σιλιγάρδος, κατάγονταν ἀπό τή Νύβρητο. Ἦταν ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀσωμάτων ἐνῶ ἀκολούθως ἔγινε Ἐπίσκοπος Λάμπης. Ἀντιτάχθηκε στούς Τούρκους καί γιά τόν λόγο αὐτό συνελήφθη καί βασανίστηκε φρικτά. Πέθανε στίς 9 Ἰουλίου 1793. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 25 Ἰουνίου.

Νεομάρτυρας ἦταν καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπό τά Σφακιά. Ὁ Ἰωάννης ἦταν ἀγρότης καί πολύ ἀγαπητός ἀπό τούς συγχωριανούς του. Σέ ἕνα πανηγύρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τόν Αὔγουστο τοῦ 1811, οἱ δύο συμπατριῶτες του, μέ τούς ὁποίους διασκέδαζε, διαπληκτίστηκαν μέ τούς Τούρκους πού ζητοῦσαν νά τούς καταβληθοῦν οἱ φόροι. Οἱ δύο ξέφυγαν καί οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τόν Ἰωάννη τόν ὁποῖο βασάνισαν καί καταδίκασαν σέ θάνατο λέγοντάς του ὅτι θά τοῦ χάριζαν τή ζωή μόνο ἄν δέχονταν νά ἐξισλαμιστεῖ. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νά προδώσει τήν πίστη του καί ἀπαγχονίστηκε ἀπό τούς Τούρκους στίς 15 Σεπτεμβρίου 1811. Ἡ μνήμη τοῦ «Ἰωάννου, τοῦ ἐν νέα Ἐφέσω Κρητός νεομάρτυρος» γιορτάζεται στίς 15 Σεπτεμβρίου.

Ἀπό τό Ἡράκλειο κατάγονταν ὁ Ἅγιος Ἰλαρίων, ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας Κρήτης. Τό κατά κόσμον ὄνομα τοῦ ἦταν Ἰωάννης. Ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο καί ἀνέλαβε μέ κάποιον ἄλλο χριστιανό τή διαχείριση τῆς ἐμπορικῆς δραστηριότητας ἑνός Χιώτη. Ὅταν ὅμως αὐτός διαπίστωσε ἔλλειμμα στήν ἐπιχείρηση τοῦ ἔσπευσε νά κατηγορήσει τόν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος μέσα στήν ἀπόγνωση τοῦ ζήτησε τή βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ Σουλτάνου καί ἑνός Αἰθίοπα ὀνόματι Μᾶς Ἀγά μέ τό τίμημα νά ἐξισλαμιστεῖ. Ὅταν ὅμως ἀντιλήφθηκε τί εἶχε κάνει, ἔφυγε καί πῆγε στήν Κριμαία ὅπου ἔζησε δέκα μῆνες καί ἀκολούθως στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀπό ἐκεῖ μέ προτροπή ἑνός Ἱερέα πῆγε στό Ἅγιο Ὅρος ὅπου ἔγινε μοναχός στήν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας παίρνοντας τό ὄνομα Ἰλαρίωνας. Ἀπό ἐκεῖ ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη παρουσιάστηκε στόν Αἰθίοπα Ἀγά καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στό Χριστό. Βασανίστηκε φρικτά καί θανατώθηκε στίς 20 Σεπτεμβρίου 1804 μέ ἀποκεφαλισμό. Ἡ ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του, στίς 20 Σεπτεμβρίου.

Ἀπό τό χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου κατάγονταν οἱ Ἅγιοι νεομάρτυρες Ἀγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος καί Νικόλαος, γνωστοί εἰδικά στό Ρέθυμνο σάν οἱ τέσσερις μάρτυρες. Ἦταν συγγενεῖς πού στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 πολέμησαν τούς Τούρκους. Ὅταν ἐπέστρεψαν στήν γενέτειρα τούς καταγγέλθηκαν στόν Μεχμέτ Πασά τοῦ Ρεθύμνου σάν ἀποστάτες μουσουλμάνοι, καθώς οἱ οἰκογένειες τούς ὑποκρίνονταν τούς μουσουλμάνους, γιά νά ἔχουν τά προνόμια πού κάτι τέτοιο συνεπάγονταν. Οἱ τέσσερις μάρτυρες συνελήφθησαν καί μεταφέρθηκαν δεμένοι στό Ρέθυμνο. Ἀρνήθηκαν νά ὑποκύψουν στίς πιέσεις νά ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη τους, βασανίστηκαν καί ἀποκεφαλίστηκαν μπροστά ἀπό τήν Μεγάλη Πόρτα τοῦ Ρεθύμνου στίς 28 Ὀκτωβρίου 1824. Ἡ ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους, τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους, στίς 28 Ὀκτωβρίου, ἐνῶ οἱ κάρες τῶν τριῶν ἀπό τούς τέσσερις μάρτυρες φυλάσσονται στόν ὁμώνυμο ναό τοῦ Ρεθύμνου.

Ἀπό τό χωριό Ἁλικιανός τῆς Κυδωνίας κατάγονταν ὁ νεομάρτυρας Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κρητικός ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στίς 24 Μαΐου 1846. Ἦταν γιός τοῦ Νικολάου Δεβολῆ καί τῆς Αἰκατερίνας. Ὁ Ἅγιος κατά τήν ἐπανάσταση τῆς Κρήτης τό 1866 συνελήφθη μαζί μέ ἄλλους ἐπαναστάτες ἀπό τούς Τούρκους οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά τόν ἀναγκάσουν νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νά προδώσει τήν πίστη του γιά νά σώσει τή ζωή του. Βασανίστηκε ἀπό τούς Τούρκους καί θανατώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό στά 1867. Ἡ ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 7 Φεβρουαρίου.

Σφακιανός ἦταν ὁ Ἅγιος Ἐμμανουήλ, ὁ ὁποῖος ἐξισλαμίστηκε βίαια ἀπό τούς Τούρκους. Κατάφερε ὅμως νά δραπετεύσει καί νά πάει στή Μύκονο ὅπου ξεκίνησε μία νέα ζωή. Παντρεύτηκε ἀπέκτησε ἔξι παιδιά καί συνέχισε νά ζεῖ σάν Χριστιανός. Ὅμως ἡ γυναίκα τοῦ τόν πρόδωσε καί αὐτός ἔφυγε μέ τά παιδιά του. Ὁ ἀδερφός τῆς γυναίκας τοῦ θέλοντας νά τόν ἐκδικηθεῖ τόν πρόδωσε στόν Τοῦρκο πλοίαρχο τοῦ νησιοῦ, ὅτι ἄν καί ἐξισλαμισμένος ἐπέστρεψε στή Χριστιανική πίστη. Ὁ Τοῦρκος ἡγεμόνας τόν καταδίκασε σέ θάνατο καί ὅρισε νά τόν ἐκτελέσουν σέ μία τοποθεσία πού ὀνομάζονταν Παλιά Βρύση. Ὁ δήμιος ἀρνήθηκε νά ἐκτελέσει τήν καταδίκη καί τότε ἕνας ἄλλος ἀξιωματικός θανάτωσε τόν Ἅγιο μέ ἀποκεφαλισμό στίς 15 Μαρτίου 1792. Οἱ Τοῦρκοι ἔδεσαν τό λείψανό του μέ πέτρες καί τό ἔριξαν στή θάλασσα. Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται τή μέρα τοῦ μαρτυρίου του, στίς 15 Μαρτίου.

Φρικτά βασανίστηκε στή Σμύρνη καί ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Νεομάρτυρας, ὁ ὁποῖος κατάγονταν ἀπό τήν Κρήτη. Ἐξισλαμίστηκε βίαια ἀπό τούς Τούρκους ὅμως κατάφερε νά δραπετεύσει καί νά πάει στή Σμύρνη καί ἀκολούθως στήν Κωνσταντινούπολη. Κήρυξε τό Εὐαγγέλιο καί ἐνδυναμωμένος ἀπό τόν δάσκαλο τοῦ Μελέτιο Συρίγο ἐπέστρεψε στή Σμύρνη. Οἱ Τοῦρκοι τόν συνέλαβαν καί τόν βασάνισαν ζητώντας του νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του. Ὅμως ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀρνήθηκε καί ἀποκεφαλίστηκε στίς 14 Μαΐου 1643. Τό λείψανο τοῦ παρέλαβαν Χριστιανοί τῆς Σμύρνης καί τό ἔθαψαν στό ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς της πόλης. Ἡ μνήμη τοῦ γιορτάζεται στίς 14 Μαΐου.