Ἅγιος Φώτιος ὁ Ἰσαπόστολος καὶ Ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (6 Φεβρουαρίου)

15 Μέγας Φώτιος ἔζησε κατά τούς χρόνους πού βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαήλ (842 – 867 μ.Χ.), υἱός τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδών (867 – 886 μ.Χ.) καί ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός (886 – 912 μ.Χ.), υἱός τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περί τό 810 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό εὐσεβή καί ἐπιφανή οἰκογένεια, πού ἀγωνίσθηκε γιά τήν τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καί Εἰρήνη καί καταδιώχθηκαν ἐπί τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στίς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφός τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) καί περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπό τό λαιμό ἀνά τίς ὁδούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τήν περιουσία του καί ἐξορίσθηκε μετά τῆς συζύγου του καί τῶν παιδιῶν του σέ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπό τίς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.
Ὁ ἱερός Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στά ἀνώτατα πολιτικά ἀξιώματα. Ὅταν μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σέ αὐτόν, τό ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερός Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του καί τήν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπό τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καί Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχός καί ἀκολούθως ἔλαβε κατά τάξη τούς βαθμούς τῆς ἱεροσύνης.
Ὁ ἱερός Φώτιος μέ συνοδικά γράμματα ἀνακοίνωσε, κατά τά καθιερωμένα, τά τῆς ἐκλογῆς του στούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καί τόνισε τήν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλά πρίν ἀκόμα προλάβει νά τήν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξύ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν».
Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στό ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τόν ἱερό Φώτιο καί ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τόν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικές τίς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καί τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπό τόν θρόνο, δέν ἦταν πλέον Πατριάρχης καί ὅτι ἐάν διεκδικοῦσε καί πάλι τήν ἐπιστροφή του στόν πατριαρχικό θρόνο, τότε αὐτόματα θά ὑφίστατο τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως καί τοῦ ἀφορισμοῦ.

Ὁ μεγάλος αὐτός πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἱερούργησε, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, τό Εὐαγγέλιο. Ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἀναζωπύρωση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως, πού περιφρουρεῖ τήν πνευματική ἀνεξαρτησία καί αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπό εἰσαγωγές ἐθίμων ξένων πρός τήν ἰδιοσυγκρασία τους, μέ σκοπό τήν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητος καί τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Διότι γνώριζε ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρός ἐνός λαοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ἡ φθορά τῆς πολιτισμικῆς του ἰδιοπροσωπίας καί ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἱερός Φώτιος γνώριζε τήν ἱεραποστολική δραστηριότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ἀναφέρεται πολλές φορές στό ἔργο αὐτό καί μάλιστα ἐπηρεάστηκε ἀπό αὐτή στό θέμα τῆς χρήσεως τῶν ἐπιτόπιων γλωσσῶν καί τῶν μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων. Ἐπί ἡμερῶν του ἐκχριστιανίσθηκε τό ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τό ὁποῖο μυσταγώγησε πρός τήν ἀμώμητη πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τό ἀναγέννησε μέ τό λουτρό τοῦ θείου Βαπτίσματος.
Ὁ ἱερός Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους καί ἐπιτυχεῖς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐναντίον τῶν Μανιχαίων, τῶν Εἰκονομάχων καί ἄλλων αἱρετικῶν καί ἐπανέφερε στούς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πολλούς ἀπό αὐτούς.
«Ἅπαντα μέν τά ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καί ἀφανίζεται. Ἀρετή δέ… καί χρόνου καί παθῶν καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται· εἰ δέ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καί τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζῇ καί θάλλει καί τό οἰκεῖον κλέος καί τήν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοίς τοῦ φθόνου, λαμπρότερόν τε καί θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».
Ὁ λόγος αὐτός, ἀπόσταγμα τῆς βαθιᾶς πίστεως καί τῆς κατά Θεόν σοφίας τοῦ Ἰσαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, «μυρίαις ἀρεταῖς ἐξανθήσαντος καί πάσῃ γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα ἐφαρμόζεται σέ αὐτόν τόν εἰπόντα, τόν ὁποῖο ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους, ὁμολόγησαν αὐτόν Ἅγιο καί Ἰσαπόστολο «τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ὡς «ἀοίδιμον μέν τοῖς διωγμοῖς, δεδοξασμένον δέ τοῖς θανάτοις».
Τό θεολογικό του ἔργο δικαίωνε τούς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίωνε τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἐνέπνεε τήν Ἐκκλησιαστική συνείδηση γιά τήν συνεχή ἐγρήγορση τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στό πρόσωπό του τόν ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τόν ἐκφραστή τοῦ αὐθεντικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Σέ οἱονδήποτε στάδιο τοῦ βίου καί ἂν παρακολουθήσουμε τόν ἱερό Φώτιο, εἴτε στήν βιβλιοθήκη, ἐπιδιδόμενο σέ μελέτες, εἴτε ὡς καθηγητή τῆς φιλοσοφίας στό πρῶτο Πανεπιστήμιο τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης τῆς Μαγναύρας σέ μία ἐποχή πού ἡ Δύση ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στό τέλμα τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, εἴτε ὑπουργούντα σέ ἀξιώματα μεγάλα καί περιφανή τῆς Πολιτείας, εἴτε κοσμοῦντα τόν ἁγιότατο Πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξασκούμενο στήν ἐλεημοσύνη καί τή φιλανθρωπία, εἴτε ὑφιστάμενο τήν παραγνώριση τῶν ἀνθρώπων καί τίς σκληρές στερήσεις δυό ἐξοριῶν, παντοῦ ἀναγνωρίζουμε τόν μαχόμενο ὑπέρ τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς «ἀποστολικῆς τε καί πατρικῆς παραδόσεως» καί «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τό περιεχόμενο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας αὐτοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς πρώιμης ἁγιοποιήσεως τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γάρ ἦν ὁ μακάριος, ὁ φωτός ἀκτῖσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τά πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθείς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπέρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καί ἐξορίᾳ, τούτοις δή τοῖς ἀθλητικοῖς ἐκ προοιμίου ἀγῶσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὗ καί ἡ ζωή θαυμαστή καί τό τέλος ἐπέραστον, ὑπό Θεοῦ τοῖς θαύμασι μαρτυρουμένη».
Ἡ ζωντανή Ὀρθόδοξη πίστη, κατά τόν ἱερό Πατέρα, ἡ πίστη τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς Χριστιανικῆς μας ὑποστάσεως καί ἐπιβάλλει τήν συνεχή προσπάθεια γιά τό «ἀνακεφαλαιώσασθαι τά πάντα ἐν Χριστῷ, τά ἐπί τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς», γιά τήν πραγμάτωση τῆς «καινῆς κτίσεως», πού ἐπιτυγχάνεται μέ τή δυναμική γεφύρωση, σύνδεση καί ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θείου καί ἀνθρώπινου στοιχείου. Ὁ Χριστός ἑνώνει στό πρόσωπό Του τή θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν ἐν Χριστῷ ἕνα κοινό τρόπο ὑπάρξεως καί αὐτός ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀρχή. Φανερώνεται σέ ἐμᾶς, ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδή ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νά ζήσουμε, νά πληρωθεῖ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιά ζωή πού βασανίζει τήν ὕπαρξή μας, νά ζήσουμε ὅλες τίς δυνατότητες τῆς ζωῆς νικώντας τήν ἀναπηρία καί τόν θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὑπάρξεως. Ἀρκεῖ νά ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ἁμαρτία καί ἀποτυχία του καί νά ζήσει τήν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀληθινή Χριστιανική ζωή εἶναι ἡ γέφυρα πού συνδέει τόν οὐρανό μέ τήν γῆ, ἡ συνεχής πηδαλιούχηση τοῦ πορθμείου ἐκείνου, τό ὁποῖο, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Φώτιος, ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί «διαπορθμεύει ἡμῖν τήν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδή καί θείαν εὐμένειαν» καί Χάρη. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ἀληθινό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ ἀναγέννηση, ἕνωση, μετοχή καί κοινωνία μέ τόν Χριστό διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό Ὀρθόδοξο, λοιπόν, ἦθος, πού εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ προσώπου μέ τόν Θεό Πατέρα ἐν Χριστῷ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁ ἁγιασμός τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στήν ὁδό τῆς θεώσεως ἀρχίζει νά ὑπάρχει μόνο ὅταν ἔχουμε ὡς προϋπόθεση τήν ὀρθή πίστη, τήν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό οὐδέποτε ὁ Ἅγιος ἀνέχθηκε ὁποιαδήποτε παρασιώπηση ἢ παραφθορά τῆς ἀλήθειας.
Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Φώτιος πρός τόν Πάπα Νικόλαο: «τά οἰκουμενικαῖς καί κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διά τῆς ἐπιμελοῦς φυλάξεως τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καί αἵρεσις ἀπελαύνεται· τό δέ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καί ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταῖς εὐσεβούντων ψυχαῖς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Ἔτσι ἡ μία γενεά, μετά φόβου Θεοῦ, παραδίδει στήν ἐπερχόμενη τά τῆς πίστεως πολύτιμα κεφάλαια πού ἔλαβε, μέ πλήρη συναίσθηση ὅτι καί ἡ ἐπερχόμενη θά διατηρήσει ἀλώβητη τήν πίστη. Σέ μία ὁμιλία του ὁ Ἅγιος ἐξαίρει τή σπουδαιότητα τῆς συνεχιζόμενης ἀνελλειπῶς διαδοχῆς:
«Πρό τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρό ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τάς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τήν Πρώτην ὑπογραμμόν καί τύπον ἐδέξατο, τῆς δέ Τρίτης αὐτή μετά τήν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναί δή καί Τετάρτην ταυταῖς ἐπλούτει μιμήσασθαι καί ταῖς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἱ προλαβοῦσαι διδάσκαλοι».
Ἡ ἀπαρίθμηση ἐδῶ τῶν Συνόδων δέν εἶναι συμπτωματική. Γιά τόν Ἅγιο, τόν τῆς ἀπλανοῦς γνώσεως κανόνα, τό παρελθόν, ἡ παράδοση, τά γενόμενα στό ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελοῦν ἁπλά ἱστορικά γεγονότα. Μᾶλλον ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα, τύπο γιά τό μέλλον τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Γι’ αὐτό καί δέν ἐπιμένει μόνο στήν ἱστορική παράδοση ἢ μετάδοση, οὔτε μόνο γιά τόν κληρονομικό χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας, ἀλλά πρό παντός γιά τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, γιά τήν ταυτότητα καί τήν συνέχεια τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά τή ζωή της μέσα στή χάρη, γιά τό παρόν μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ἤδη τό μέλλον, γιά τό μυστήριο τῆς πίστεως.
Ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα καί ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας συμπληρώνονται καί καταξιώνονται μέ τήν ἀποστολικότητά της. Στήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἁγιασμός καί ἡ καθολική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ἄμεσα μέ τήν ἀποστολικότητα: «Ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι Σύ με ἀπέστειλας». Ἔτσι ἡ ἀποστολικότητα γίνεται ὀντολογικό γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζει καί τά ἄλλα γνωρίσματά της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, γιατί συνεχίζει τήν ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων Του μέσα στόν κόσμο. Ὁ ἱστορικός σύνδεσμός της μέ τούς Ἀποστόλους καί ἡ βεβαίωση τοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μέ τήν ἀναγωγή τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τῶν Ἐπισκόπων στούς Ἁγίους Ἀποστόλους ἀποτελοῦν τά ἐξωτερικά τεκμήρια τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητας καί διαδοχῆς. Τό ἠθικό δέ αἴτημα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποχρέωση γιά πιστότητα στήν ἀποστολική παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τήν ταυτότητα καί ἑνότητα τοῦ ζῶντος Σώματος. «Τοῦτο γάρ τῶν Ἀποστόλων τό κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τό φρόνημα».
Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος Φώτιος ὑπέρ «τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν…, τῆς ἀχράντου καί εἰλικρινοῦς λατρείας, καί τῶν περί αὐτήν μυστηρίων», στήν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, τό 867 μ.Χ., πού ἀπευθυνόταν πρός τούς κατά Ἀνατολάς Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες, στρέφεται στήν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, «κατά πάσης αἱρέσεως», πού ἀποτελεῖ τήν ἑνότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί συγχρόνως καλεῖ ὅλους νά εἶναι ἄγρυπνοι ἐναντίον κάθε δυσέβειας. Ὁ Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ὅτι κάθε ἐκτροπή ἀπό τήν ἀληθή πίστη ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἔκπτωση ἀπό τήν πνευματικότητα, κατακρίνει «τό τῆς γνώμης ἠρρωστηκός καί ἀστήρικτον» καί καταδικάζει, ὡς «ἁμαρτίαν πρός θάνατον», κάθε ἐκτροπή ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί τήν «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ἢ «καταφρόνησιν» ἀπό ἐκείνους πού «κατά τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δέ κατά τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καί Δεσπότου παρατείνουν τήν ἀπόνοιαν». Ἐπί τῆς βάσεως αὐτῆς ἀντέκρουσε ὄχι μόνο τούς εἰκονομάχους ἀλλά καί τίς παπικές ἀξιώσεις καί τό γερμανοφραγκικό δόγμα τοῦ filioque, τό ὁποῖο διασαλεύει τήν κοινωνία τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καί ἐνεργειῶν καί δέν ἔχει θέση μέσα στήν κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινότητος τῶν ἀδελφῶν.
Γι’ αὐτό καί ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε τόν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 867 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τόν Πάπα Νικόλαο γιά τίς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκίμασε τή διδασκαλία τοῦ filioque καί τά ρωμαϊκά ἔθιμα. Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολή τοῦ ἱεροῦ Φωτίου γιά τά θέματα αὐτά, μετά τή συνοδική κατοχύρωση τοῦ περιεχομένου της, κατέστη ἕνα σταθερό πλέον κριτήριο γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καί Δύσεως.
Ἡ δολοφονία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ τοῦ Γ’, στίς 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., ἀπό τόν Βασίλειο Α’ τόν Μακεδόνα, συνοδεύτηκε καί μέ κρίση στήν Ἐκκλησία. Ὁ νέος αὐτοκράτορας τάχθηκε ὑπέρ τῆς προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως καί Ρώμης καί ἀναζήτησε ἐρείσματα στούς «Ἰγνατιανούς». Ὁ ἱερός Φώτιος ὑπῆρξε τό θῦμα αὐτῆς τῆς νέας πολιτικῆς σκοπιμότητας τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐκθρόνισε τόν Ἅγιο Φώτιο καί ἀποκατέστησε στόν θρόνο τόν Πατριάρχη Ἰγνάτιο, στίς 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869 μ.Χ., πού συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀναθεμάτισε τόν Ἅγιο Φώτιο, ὅσοι δέ Ἐπίσκοποι χειροτονήθηκαν ἀπό αὐτόν ἢ παρέμεναν πιστοί σέ αὐτόν καθαιρέθηκαν καί ὅσοι ἀπό τούς μοναχούς ἢ λαϊκούς παρέμειναν ὀπαδοί του ἀφορίσθηκαν. Ὁ ἱερός Φώτιος καθ’ ὅλη τήν διαδικασία καί παρά τήν προκλητική στάση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα τήρησε σιγή, τούς ὑπέδειξε νά μετανοήσουν καί ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τήν ἀντικανονική ποινή. Στή συνέχεια ἐξορίστηκε καί ὑποβλήθηκε σέ ποικίλες καί πολλαπλές στερήσεις καί κακουχίες. Ἐπακολούθησε βέβαια ἡ συμφιλίωση τῶν δύο Πατριαρχῶν, Φωτίου καί Ἰγνατίου, ἀλλά ὁ θάνατος τοῦ Ἰγνατίου, στίς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877 μ.Χ., ἐπέτρεψε τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο μέχρι τό ἔτος 886 μ.Χ. κατά τόν ὁποῖο ἐξαναγκάστηκε σέ παραίτηση ἀπό τό διαδεχθέντα τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υἱό τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τόν Σοφό.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος κοιμήθηκε ὁσίως τό ἔτος 891 μ.Χ. ὄντας ἐξόριστος στήν ἱερά μονή τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπως ἄλλοτε ὁ θεῖος καί ἱερός Χρυσόστομος στά Κόμανα τοῦ Πόντου. Τό ἱερό καί πάντιμο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου ἐναποτέθηκε στήν λεγόμενη μονή τῆς Ἐρημίας ἢ Ἠρεμίας, πού ἦταν κοντά στήν Χαλκηδόνα. Παλιότερα ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στό Προφητεῖο, δηλαδή στό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, πού βρισκόταν στή μονή τῆς Ἐρημίας, ἐνῶ τώρα τελεῖται στήν ἱερά πατριαρχική μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος στή νῆσο Χάλκη, ὅπου ἱδρύθηκε καί ἡ Θεολογική Σχολή τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρός γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγής προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονή Φώτιε μέγιστε· οὐ γάρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τήν ὀφρύν, Ἑῴας τό θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστήρ ὁ τηλαυγέστατος, καί ὀρθοδόξων ὁδηγός ὁ ἐνθεώτατος, στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων. Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος, ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος. Ὧ καί κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καί τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καί ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.