Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ τῆς Ἑλλάδος (7 Φεβρουαρίου)

15ἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά ἀπό τόν πατέρα του, εἶχαν γεννηθεῖ στήν Αἴγινα, τήν ὁποία ὅμως, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν, ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν, γύρω στά ἔτη 865 – 870 μ.Χ. Ἔτσι, ἀπό τήν Αἴγινα κατέφυγαν στήν ἐπαρχία τοῦ Χρυσοῦ (ἢ Χρισοῦ, δηλαδή τῆς ἀρχαίας Κρίσσας) τῆς Φωκίδος καί ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικά στό παράλιο ὄρος τοῦ Ἰωάννου ἢ τοῦ Ἰωαννίτζη ἐπιλεγόμενο.
Ἀλλά, ἐπειδή καί ἐκεῖ δέν βρῆκαν ἀσφάλεια, ἀφοῦ καί τίς παραθαλάσσιες ἐκεῖνες περιοχές λυμαίνονταν καί λεηλατοῦσαν οἱ Σαρακηνοί πειρατές μέ τίς συχνές ἐπιδρομές τους, ἀναγκάσθηκαν πάλι οἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ νά ἐγκαταλείψουν καί τό ὄρος τοῦ Ἰωαννίτζη. Στή συνέχεια μετακινήθηκαν καί κατέφυγαν κοντά σέ ἕνα λιμάνι, στήν σημερινή Ἰτέα, πού ὀνομαζόταν Βαθύς. Ἐκεῖ γέννησαν τόν πατέρα τοῦ Ὁσίου, τόν ὁποῖο ὀνόμασαν Στέφανο.
Καί πάλι ὅμως οἱ προπάτορες τοῦ Ὁσίου, σάν κάποιο θεϊκό νεῦμα νά τούς καλοῦσε, μετοίκησαν ἀπό τόν τόπο αὐτό καί διάλεξαν τελικά ὡς τόπο διαμονῆς τους τό Καστόριον τῆς Φωκίδος, τό νεότερο Καστρί, κοντά στούς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ὁ υἱός Στέφανος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε τήν Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ Ὁσίου, πού ἦταν καί αὐτή ἀπό τό ἴδιο νησί, τήν Αἴγινα καί ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια.
Ὁ Στέφανος καί ἡ Εὐφροσύνη, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησαν ἀπό τόν γάμο τους αὐτό, ἑπτά παιδιά: τόν Θεόδωρο πρῶτο, τή Μαρία δεύτερη, τόν Λουκᾶ τρίτο, τήν Καλή τέταρτη πού ἐνδύθηκε καί αὐτή τό ἀγγελικό σχῆμα, τόν Ἐπιφάνιο πέμπτο πού καί αὐτός ὡς μοναχός ἀφιερώθηκε στόν Θεό καί δύο ἀκόμη ἄλλα παιδιά πού πέθαναν σέ νηπιακή ἡλικία. Στό Καστόριον λοιπόν τῆς Φωκίδος γεννήθηκε στά τέλη τοῦ 896 ἢ στίς ἀρχές τοῦ 897 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Λουκᾶς.
Ὁ Λουκᾶς, ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ἔδειχνε τήν τάση καί τήν θεϊκή κλίση καί κλήση του πρός τόν θρησκευτικό καί μοναχικό βίο. Διακρινόταν γιά τήν ἀπέραντη ἀγάπη του πρός τούς φτωχούς καί τήν παροιμιώδη φιλανθρωπία του, πού ἔφθανε μέχρι τοῦ σημείου νά μοιράζει τά ροῦχα του σέ κάθε ἐνδεή τόν ὁποῖο συναντοῦσε στόν δρόμο του καί νά ἐπιστρέφει στό σπίτι του σχεδόν γυμνός, χωρίς νά ὑπολογίζει γιά τίποτε τίς ἐπιπλήξεις καί παρατηρήσεις τῶν γονέων του. Μέ κάθε τρόπο ἐκδήλωνε τήν ἀφοσίωση καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. Ἔτσι, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας τό ἀφιέρωνε στήν προσευχή καί πολύ λίγο στόν ὕπνο. Δέν παρέλειπε ὅμως καθόλου καί τά καθήκοντά του πρός τούς φυσικούς του γονεῖς, τούς ὁποίους σεβόταν, ἀγαποῦσε, τιμοῦσε καί ἐξυπηρετοῦσε μέ κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στίς ποιμενικές καί γεωργικές τους ἐργασίες. Μόλις στήν τρυφερή ἡλικία τῶν 12 – 13 ἐτῶν, κατά τό ἔτος 908 – 909 μ.Χ., ἔχασε τόν πατέρα του καί ἔμεινε ὀρφανός.

Ὅταν κάποια φορά φιλοξενήθηκαν στό σπίτι του ἀπό τήν μητέρα του δύο μοναχοί, πού κατευθύνονταν ἀπό τήν Ρώμη πρός τά Ἱεροσόλυμα, ὁ Λουκᾶς θεώρησε τό γεγονός αὐτό εὐκαιρία, γιά νά ἐκπληρώσει τό ζωηρό καί ἐνδόμυχο πόθο του νά ἀσπασθεῖ καί αὐτός τό μοναχικό βίο. Ἔτσι, κρυφά ἀπό τήν μητέρα του, ἀκολούθησε τούς δύο μοναχούς. Αὐτοί, ὅταν ἔφθασαν στήν Ἀθήνα, τόν ἄφησαν ἐκεῖ, στό μοναστήρι ὅπου κατέλυσαν πιθανότατα, στή μονή τῆς Παντάνασσας στό Μοναστηράκι, ἐνῶ οἱ ἴδιοι συνέχισαν τήν πορεία τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, σέ ἡλικία 14 ἐτῶν, στά τέλη τοῦ 910 ἢ στίς ἀρχές τοῦ 911 μ.Χ., κείρεται μοναχός καί περιβάλλεται μέ τό σχῆμα τῶν μοναχῶν.
Ὁ ἡγούμενος ὅμως τῆς μονῆς ἀναγκάζεται καί τόν στέλνει πίσω στήν μητέρα του, καθώς, κατά θαυματουργικό τρόπο, τήν βλέπει στό ὄνειρό του νά θρηνεῖ ἀπελπισμένη καί νά τοῦ καταλογίζει βαρύτατες εὐθύνες, γιατί τῆς στέρησε καί κατακρατεῖ τό μονάκριβο παιδί της, τήν μόνη παρηγοριά τῆς χηρείας καί τῆς δυστυχίας της. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπιστρέφει στήν μητέρα του, στό πλευρό τῆς ὁποίας συμπαραστέκεται μέ μεγάλη προθυμία καί στοργή, βοηθώντας καί ἐξυπηρετώντας την σέ κάθε της ἀνάγκη.
Μετά ἀπό τέσσερις μῆνες, μέ τήν συγκατάθεση πιά καί τήν εὐχή τῆς μητέρας του, ἐγκαταλείπει ὁριστικά τά ἐγκόσμια, ἀκολουθεῖ τό θεῖο νεῦμα καί ἀποσύρεται ὡς μοναχός στό ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ, στά νότια τῆς Δεσφίνας τῆς Φωκίδος, στόν Κορινθιακό κόλπο. Ἐκεῖ κοντά στή θάλασσα, ὅπου ὑπῆρχε καί ὁ ναός τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἔστησε τό ἀναχωρητήριό του καί παρέμεινε γιά μία ἑπταετία (911 – 918). Στήν ἐρημική τοποθεσία τοῦ Ἰωαννιτζῆ, ἐκτός ἀπό τήν προσήλωσή του στόν Θεό μέ τίς ἀτέλειωτες προσευχές, νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί τήν σθεναρή καί σταθερή ἀντίστασή του στούς παντοδαπούς πειρασμούς, ἀνέπτυξε καί σπουδαία κοινωνική καί φιλανθρωπική δράση. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπόλαυσαν τήν ζεστασιά τῆς φιλοξενίας του, τή θέρμη τῶν παραμυθητικῶν του λόγων. Πολλοί εὐεργετήθηκαν ἀπό τίς θαυματουργικές του ἐνέργειες καί τήν προορατική του δύναμη, ἐνδυναμώθηκαν καί στερεώθηκαν στήν χριστιανική τους πίστη μέ τό θαυμαστό καί πειστικό παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν καί ἀκολούθησαν τό δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἐνῶ βρισκόταν ἐκεῖ, προεῖπε καί τήν ἐπιδρομή τῶν Βουλγάρων τοῦ Συμεών στήν κυρίως Ἑλλάδα, πού ἔγινε στίς ἀρχές ἢ τά μέσα τοῦ 918 μ.Χ. καί τόν ἐξανάγκασε, καθώς καί τούς συμμοναστές καί τούς ἄλλους γνωστούς του, νά ἐγκαταλείψει τό ἐρημητήριό του στοῦ Ἰωαννιτζῆ τό ὄρος καί νά φθάσει στήν ἀπέναντι Πελοποννησιακή ἀκτή, κοντά στήν Κόρινθο, γιά λόγους ἀσφαλείας. Ὁ νεαρός, τότε, Λουκᾶς ἦταν 21 περίπου χρόνων.
Στήν Πελοπόννησο παρέμεινε μία ὁλόκληρη δεκαετία (918 – 928 μ.Χ.), στό χωριό Ζεμενό τῆς Κορινθίας καί στό εὐκτήριο τοῦ Μάρτυρος Προκοπίου. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του προσέφερε μέ πολύ μεγάλη προθυμία κάθε εἴδους ὑπηρεσία καί ἐξυπηρέτηση στόν γέροντα στυλίτη ἐρημίτη πού μόναζε ἐκεῖ, ἡ αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή τοῦ ὁποίου τόν παραδειγμάτισε στήν κατά Θεόν ζωή καί τόν δίδαξε πολλά.
Μετά τόν θάνατο τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Συμεών (17 Μαΐου 927 μ.Χ.) καί τήν σύναψη συνθήκης εἰρήνης (Ὀκτώβριος 927 μ.Χ.) τοῦ υἱοῦ καί διαδόχου του Πέτρου μέ τούς Βυζαντινούς, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε πάλι στίς ἀπέναντι ἀκτές τῆς Φωκίδος, στό γνώριμο σ’ αὐτόν ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ. Ἐκεῖ ἔμεινε μία δωδεκαετία (928 – 939/940 μ.Χ.), ὀργάνωσε δραστήρια μοναστική κοινότητα καί ἐπιδόθηκε σέ νέους ἄθλους καί ἄλλα ἀσκητικά σκάμματα καί παλαίσματα. Κατά τό διάστημα τῆς δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονῆς του ἡ γύρω περιοχή γνώριζε ξανά τήν εὐεργετική δράση τῆς ἄκρας φιλανθρωπίας του, τῶν παραινέσεων καί θαυμάτων του.
Ἐπειδή ὅμως τό πλῆθος τῶν καθημερινῶν ἐπισκεπτῶν καί περαστικῶν εἶχε ἀρκετά κουράσει τόν μεγάλο ἀναχωρητή, διότι τοῦ κατέστρεφε τήν ἡσυχία καί γαλήνη τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει, ὁριστικά αὐτήν τήν φορά, τό ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ καί νά ἀναζητήσει καταφύγιο σέ ἐρημικότερους καί ἠσυχότερους τόπους. Ἔτσι διάλεξε τό λιμάνι Καλάμιον, ἀνατολικά τῆς Ἀντίκυρας τῆς Φωκίδος, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια (939/940 – 943 μ.Χ.). Ἐκεῖ, γύρω στό 941 μ.Χ., προεῖπε τήν κατάλυση τῆς Ἀραβοκρατίας καί τήν ἐπανάκτηση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Βυζαντινούς, πρᾶγμα πού ἔγινε εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, στίς 7 Μαρτίου τοῦ ἔτους 961 μ.Χ., στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Β’.
Περί τό ἔτος 943 μ.Χ., ἐξαιτίας νέων ἐπιδρομῶν, Οὔγγρων στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἐγκατέλειψε τό Καλάμιον καί μετεγκαταστάθηκε στό γειτονικό ξερό καί ἄνυδρο νησάκι Ἀμπελών, ὅπου παρέμεινε ἄλλα τρία χρόνια (943 – 946 μ.Χ.). Ἐκεῖ τόν ἐπισκεπτόταν συχνά καί ἡ ἀδελφή του μοναχή Καλή.
Οἱ φίλοι καί γνωστοί του, πού εἶχαν μέ ποικίλους τρόπους εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτόν καί δέν ἤθελαν νά τόν βλέπουν νά ὑποφέρει στό ξερονῆσι Ἀμπελών καί νά ἐνοχλεῖται ἐπιπλέον καί ἀπό τό πλῆθος τῶν περαστικῶν, ναυτικῶν κυρίως, τόν ἔπεισαν νά ἀφήσει τό νησί καί νά ἐγκατασταθεῖ, ὁριστικά πιά, στό Στείρι τῆς Φωκίδος, Βοιωτίας σήμερα. Βρισκόταν σέ τόπο ἠσυχότερο, μακριά ἀπό τήν βοή καί τήν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀλλά καί προικισμένο μέ φυσικές καλλονές καί ἀρετές, κατάλληλο γιά πνευματική ἄσκηση καί προσευχή. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἔζησε τά τελευταῖα ἑπτά χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του (946 – 953 μ.Χ.).
Στήν ἀρχή διάλεξε ἕνα ἀπόμερο καί ἐρημικό χωριό, ἀνάμεσα σέ θάμνους καί ἔκτισε ἐκεῖ τό ταπεινό κελί του, γιά νά μήν τόν βρίσκουν εὔκολα οἱ περαστικοί. Αὐτόν λοιπόν, τόν ἥσυχο καί γαλήνιο τόπο, μέ τήν παρθένα ἄγρια ὀμορφιά του καί τήν κατανυκτική καί βαθύτατα στοχαστική σιωπή του, πέρα ἀπό τόν τάραχο τῶν ἐγκοσμίων, διάλεξε ὁ ἐρημοπολίτης Ὅσιος γιά νά στήσει τήν ἀσκητική του καλύβα καί, μέ τούς πνευματικούς του ἀγῶνες καί μόχθους, τίς ἀδιάλειπτες προσευχές καί ἀνύστακτες ἀγρυπνίες, νά πετύχει τήν ἄνοδό του στά οὐράνια δώματα καί τήν ἕνωσή του μέ τό θεῖο.
Σύντομα ὅμως καί ἐδῶ, στόν τόπο τῆς τελικῆς ἐγκαταβιώσεώς του ὀργάνωσε νέο μοναστικό κοινόβιο, μέ πλῆθος μαθητῶν καί συμμοναστῶν του. Ἀνάμεσα σέ αὐτούς ὀνομαστοί ὑπῆρξαν γιά τήν ὁσιακή τους βιωτή καί τήν ἀφοσίωση στόν γέροντά τους ὁ Πρεσβύτερος Γρηγόριος, ὁ Παγκράτιος καί ὁ Θεόδωρος.
Παρόλο πού ὁ Ὅσιος ἦταν ἐραστής τοῦ ἡσύχιου καί γαλήνιου βίου, μακριά ἀπό τήν κοσμική τύρβη, καθόλου δέν ἀπέφευγε τούς ἀνθρώπους. Ἡ φήμη τῶν ἀγαθοεργιῶν του, τῆς θερμῆς φιλοξενίας, τῆς φιλανθρωπίας καί κυρίως τῶν θαυματουργικῶν καί προφητικῶν θείων χαρισμάτων του συγκέντρωνε στό ἀπόμακρο Στείρι πλήθη πιστῶν καί ἐνδεῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ζητοῦσαν τήν συμβουλή καί τήν παραμυθία του, τούς ἐνθαρρυντικούς του λόγους, τήν βοήθειά του γιά τήν λύση κάθε λογής προβλημάτων καί γιά τήν ἱκανοποίηση πιεστικῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, προπάντων ὅμως τή λυτρωτική τῶν παραπτωμάτων τους καί θαυματουργική του ἐπέμβαση. Σέ κανέναν ἀπό αὐτούς δέν ἀρνιόταν τίποτε. Σέ ὅλους ἔδειχνε χαρούμενος, εὐπροσήγορος, αὐθόρμητος, πλημμυρισμένος ἀπό ἀγάπη καί συμπάθεια, πρόθυμος γιά κάθε εἴδους προσφορά καί βοήθεια, ἐκπληρώνοντας καί βιώνοντας σέ ὅλο του τό πλάτος καί τό βάθος τό θεϊκό λόγιο: «Ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Δέν ἦταν ὅμως μόνο οἱ ἁπλοί καί ἀνώνυμοι, οἱ ταπεινοί καί πονεμένοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ πού προσέφευγαν σέ αὐτόν. Τόν ἐπισκέπτονταν καί ἐπιφανέστατοι ἀξιωματοῦχοι καί δημόσιοι ἄνδρες τῆς ἐπίσημης Βυζαντινῆς κρατικῆς ἱεραρχίας, πρᾶγμα πού μαρτυρεῖ τήν ἀγαθή φήμη καί τό ὑψηλό κύρος καί ἀκτινοβολία πού διέθετε ὁ Στειριώτης ἀναχωρητής.
Τόν ἐπισκέφθηκε ἔτσι ὁ γνωστός σέ ὅλους τούς συγχρόνους του Πόθος, στρατηγός τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο εἶχε τότε ὡς ἕδρα τήν πόλη τῶν Θηβῶν. Ὁ Ὅσιος τοῦ ἔσωσε, κατά θαυματουργικό τρόπο, τόν ἑτοιμοθάνατο στήν Κωνσταντινούπολη υἱό του.
Στενότατες ἐπίσης ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τοῦ Ὁσίου μέ τόν ἄλλο στρατηγό τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, «τόν ἐπιφανή καί περίβλεπτον Κρηνίτη», πιθανότατα ἄμεσο διάδοχο τοῦ Πόθου στό ἀξίωμα αὐτό. Ἡ γνωριμία τῶν δύο ἀνδρῶν, τοῦ ταπεινοῦ ἐρημίτου καί ἁπλοῦ στρατιώτου τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ἕνα μέρος καί τοῦ ὑψηλοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντος καί στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου ἀπό τό ἄλλο μέρος, πολύ γρήγορα ἐξελίχθηκε σέ θερμή φιλία καί ἀγάπη.
Ἔτσι ὁ Κρηνίτης, σέ ὅλο τό διάστημα πού παρέμεινε ὡς στρατηγός στήν Θήβα, προσέφερε στόν Ὅσιο κάθε λογής ὑπηρεσία καί ἐξυπηρέτηση μέ μεγάλη προθυμία, χωρίς καθόλου νά ὑπολογίζει οὔτε κόπους οὔτε χρηματικές δαπάνες. Ἀνάμεσα καί σέ ἄλλες προσφορές, μεγάλη ὑπῆρξε ἡ προσωπική καί ἡ οἰκονομική συμβολή του στήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Δέν πρόκειται γιά τήν κρύπτη πού τιμᾶται σήμερα στή μνήμη τῆς Μεγαλομάρτυρος καί βρίσκεται κάτω ἀπό τό Καθολικό τῆς Μονῆς, ἀλλά γιά τόν παράπλευρα στό Καθολικό τῆς Μονῆς Ναό τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη ὁ Ὅσιος, ἀνάμεσα στά χρόνια 947 καί 952 μ.Χ.
Ὅταν προαισθάνθηκε τό ἐρχόμενο τέλος του, χωρίς νά ἀνακοινώσει σέ κανέναν τίποτε σχετικό, βγῆκε ἀπό τό κελί του καί ἀποχαιρέτισε μέ συγκίνηση καί ἀσπασμούς ὅλους τούς περιοίκους, φίλους καί γνωστούς του. Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἀσθένησε. Τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἀσθένειάς του ἔγινε φανερό ὅτι ὁ Ὅσιος βάδιζε πρός τήν ἔξοδο ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο γιά νά καταλήξει ἐκεῖ «ἔνθα οὐκ ἔστι λύπη, οὐ πόνος, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος». Οἱ γύρω κάτοικοι πού τό ἔμαθαν, παρά τήν σφοδρή βαρυχειμωνιά καί τά χιόνια, ἔτρεξαν στό κελί τοῦ ἑτοιμοθάνατου Ὁσίου, γιά νά δοῦν γιά τελευταία φορά, μέ τή σωματική του παρουσία, τόν μεγάλο εὐεργέτη, τόν προστάτη τους καί ἰσχυρό μεσίτη πρός τόν Θεό. Μέ συγκινητικές ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί δάκρυα τοῦ συμπαραστάθηκαν στίς τελευταῖες του στιγμές.
Τό βράδυ τῆς 7ης Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 953 μ.Χ. ὁ Ὅσιος, σέ ἡλικία 56 ἐτῶν ἄφησε τήν τελευταία του πνοή καί παρέδωσε μέ ἠρεμία καί γαλήνη τό πνεῦμα του στόν Θεό, γιά νά ἀπολαύσει ἐκεῖ τούς καρπούς τῶν ἄθλων καί καμάτων του ἐπί τῆς γῆς. Τό πρωί τῆς ἑπομένης ἡμέρας, 8ης Φεβρουαρίου, ὁ πρεσβύτερος Γρηγόριος μέ τούς λοιπούς μοναχούς, ἀφοῦ προσκάλεσε καί τούς γύρω χωρικούς, ἐνταφίασε τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου στό δάπεδο τοῦ κελιοῦ του, στόν εἰδικά διαμορφωμένο χῶρο, ὅπου ἀκριβῶς τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ ἴδιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, προφητεύοντας μάλιστα ὅτι ὁ τόπος ἐκεῖνος ἔμελλε νά δοξαστεῖ.
Περί τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 953 μ.Χ., ἕξι μῆνες μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, ὁ μοναχός Κοσμᾶς ἀπό τήν Παφλαγονία, πού ταξίδευε πρός τήν Ἰταλία, σταμάτησε μετά ἀπό Θεϊκό ὄνειρο στό Στείρι, στή μονή ὅπου μέ ἰδιαίτερη φροντίδα καί ἀγάπη ἐπιμελήθηκε καί καλλώπισε τό νωπό τάφο τοῦ Ὁσίου. Τόν ἀνύψωσε λοιπόν μέ ἐπιχωμάτωση, τόν ἕντυσε μέ ἐγχώριες πλάκες καί τόν περιέβαλε μέ κιγκλίδες.
Δύο χρόνια ἀργότερα, γύρω στά μέσα τοῦ ἔτους 955 μ.Χ., μαθητές καί συμμοναστές τοῦ Ὁσίου, σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τόν πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν καί διακόσμησαν τό Ναό τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, πού εἶχε ἀκόμη ὁρισμένες ἀτέλειες. Ἔκτισαν ἐπιπλέον κελιά γιά τούς μοναχούς, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμός εἶχε αὐξηθεῖ, καθώς καί ξενῶνες γιά τήν ὑποδοχή καί ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν καί ἐπισκεπτῶν. Τέλος, τό κελί τοῦ Ὁσίου, ὅπου βρισκόταν καί ὁ τάφος του, τό μετέτρεψαν σέ ὡραιότατη Ἐκκλησία σταυρικοῦ σχήματος.
Ὁ τάφος μέ τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου ἔγινε πόλος ἕλξεως πλήθους πιστῶν καί πηγή ἀκένωτη θαυματουργικῶν ἰάσεων.
Ὁ μικρός σταυρόσχημος Ναός μέ τόν τάφο τοῦ Ὁσίου δέν ἐπαρκοῦσε ὅμως γιά νά καλύψει τίς λατρευτικές ἀνάγκες καί νά ἐξυπηρετήσει τά συνεχῶς αὐξανόμενα πλήθη τῶν πιστῶν πού συνέρρεαν ἐκεῖ, γιά νά καταθέσουν θερμό τό δάκρυ τοῦ πόνου τους καί νά ζητήσουν τήν προστασία καί ἀντίληψη τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ καί τήν λυτρωτική του ἐπέμβαση γιά κάθε λογής σωματικά τους πάθη καί τίς ψυχικές ἀλγηδόνες.
Γι’ αὐτό στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., μέ πρωτοβουλία τοῦ καθηγουμένου τῆς μονῆς, τοῦ εὐσεβέστατου ἱερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε τό σταυρόσχημο εὐκτήριο καί στήν ἴδια θέση, ἀλλά σέ μεγαλύτερο χῶρο ὡς πρός τήν ἔκταση, ἀνεγέρθηκε τό σημερινό ἐπιβλητικό καθολικό τῆς μονῆς, μέ τήν περίλαμπρη γλυπτική ζωγραφική καί ψηφιδωτή του διακόσμηση, στό ὁποῖο φυλάσσεται τό Ἱερό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἑλλάδος τό κλέος, καί Ὁσίων τό καύχημα, καί τόν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καί οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ᾠδαίς, Λουκᾶν τόν θεοφόρον εὐσεβῶς· τῷ Χριστῷ γάρ οἰκειοῦται διαπαντός, τούς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὁ ἐκλεξάμενος Θεός πρό τοῦ πλασθῆναί σε, εἰς εὐαρέστησιν αὐτοῦ οἷς οἶδε κρίμασι, προσλαβόμενος ἐκ μήτρας καθαγιάζει, καί οἰκεῖον ἑαυτοῦ δοῦλον δεικνύει σε, κατευθύνων σου Λουκᾶ τά διαβήματα, φιλάνθρωπος, ὁ ᾧ νῦν χαίρων παρίστασαι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡσυχίας λύχνος λαμπρός, καί τῆς ποιμανσίας, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, ὑπογραμμός καί τύπος, Λουκᾶ θαυματοφόρε, Ἑλλάδος καύχημα.