Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κορνήλιος γεννήθηκε τό ἔτος 1501 στή Ρωσία ἀπό εὔπορη καί εὐγενή οἰκογένεια. Ἔλαβε τήν ἐκπαίδευσή του κοντά σέ ἕνα γέροντα μοναχό στή μονή Μιρόζ τοῦ Πσκώφ, στήν ὁποία τόν ἀπέστειλαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του.
Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί νά γίνει μοναχός. Τήν ἀπόφασή του αὐτή πραγματοποίησε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ καί ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν κατανυκτικότητα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί τό κάλλος τῆς φύσεως.
Σέ ἡλικία 28 ἐτῶν ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς καί μερίμνησε γιά τήν κατά Θεό προκοπή καί αὔξηση αὐτῆς. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε ἀπό δεκαπέντε σέ διακόσιους.
Παράλληλα ὁ Ὅσιος φρόντισε γιά τήν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς καί τήν ἀνέγερση ναῶν ἐντός αὐτῆς καί καλλιέργησε τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς μονῆς στούς λαούς τῶν Αἰστιῶν καί τῶν Σαετίων, πού ζοῦσαν στήν περιοχή. Διάδωσε τήν Ὀρθοδοξία, ἔκτισε ναούς, πανδοχεῖα, ὀρφανοτροφεῖα καί οἰκοτροφεῖα γιά τούς ἀσθενεῖς καί τούς πτωχούς. Κατά τήν διάρκεια φοβεροῦ λοιμοῦ στήν περιοχή τοῦ Πσκώφ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος, μιμούμενος τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα, συμπαραστεκόταν στούς ἀσθενεῖς φροντίζοντάς τους, τούς κοινωνοῦσε καί ἔψαλλε τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία σέ ἐκείνους πού ἀπέθνῃσκαν. Κατέγραφε μάλιστα τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων σέ ἕνα βιβλίο, πού τό ἀποκαλοῦσε «πρυμναία βίβλο» ἀπό τόν συμβολισμό τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, καί τά μνημόνευε στίς προσευχές του, ἀφοῦ τό βιβλίο αὐτό γιά τόν Ὅσιο σήμαινε τή μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
Κατά τόν Λιβονικό πόλεμο ὁ Ὅσιος κήρυττε τόν Χριστιανισμό στίς κατεχόμενες πόλεις, ἀνήγειρε ναούς καί βοηθοῦσε γενναιόδωρα τούς Αἰστίους καί Λιβονούς, οἱ ὁποῖοι χειμάζονταν ἀπό τόν πόλεμο. Μέσα στή μονή περιποιόταν μέ αὐταπάρνηση τούς τραυματίες καί ἀκρωτηριασμένους, ἐνταφίαζε τούς νεκρούς στά σπήλαια καί χάραζε τά ὀνόματά τους στό Συνοδικό τῆς μονῆς ὑπέρ τῆς αἰωνίας μνήμης αὐτῶν.
Ἀκόμη καί στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις ὁ Ὅσιος δέν δίστασε νά συμπαρασταθεῖ στούς πολεμιστές. Τό ἔτος 1570, εὐλόγησε τά Ρώσικα στρατεύματα πού πολιορκοῦσαν τήν πόλη τοῦ Θελίν καί τήν ἴδια μέρα οἱ πολιορκημένοι Γερμανοί παρέδωσαν πράγματι οἰκιοθελῶς τήν πόλη.
Ἐπιπλέον, σέ καιρό εἰρήνης, ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἀσχολήθηκε μέ τήν συγγραφή καί τή συλλογή βιβλίων γιά τήν βιβλιοθήκη τῆς μονῆς.
Ἡ μονή τῶν Σπηλαίων ἀναδείχθηκε φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τό Ρωσικό λαό καί προμαχώνας ἐναντίων τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωσίας. Ὅμως ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα τῶν ἐσωτερικῶν ταραχῶν πού ξέσπασαν στή χώρα καί ἀποκεφαλίσθηκε ἀπό τόν τσάρο Ἰβάν τόν Τρομερό τό ἔτος 1570, σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό Χρονικό πού συνέταξε ὁ ἱεροδιάκονος Πιτιρίμ.
Ὁ τσάρος ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα διαβολῆς καί συκοφαντιῶν καί ἀφοῦ μετανόησε μετέφερε ὁ ἴδιος τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στή μονή. Ὁ δρόμος τόν ὁποῖο διήνυσε ὁ τσάρος φέροντας στά χέρια του τό ματωμένο λείψανο τοῦ Ὁσίου ὀνομάσθηκε «ὁδός τοῦ αἵματος». Τό ἱερό σκήνωμα ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῶν Σπηλαίων, ὅπου καί παρέμεινε ἄφθορο ἐπί 120 χρόνια. Τό ἔτος 1690 ἀνεκομίσθη ἀπό τόν Μητροπολίτη Πσκώφ καί Ἰζμπόρκ Μάρκελλο στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Νέα ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων ἔγινε κατά τά ἔτη 1872 καί 1892, ὁπότε καί τά ἐναπέθεσαν ἐντός νέων θηκῶν.
Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί νά γίνει μοναχός. Τήν ἀπόφασή του αὐτή πραγματοποίησε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ καί ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν κατανυκτικότητα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί τό κάλλος τῆς φύσεως.
Σέ ἡλικία 28 ἐτῶν ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς καί μερίμνησε γιά τήν κατά Θεό προκοπή καί αὔξηση αὐτῆς. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε ἀπό δεκαπέντε σέ διακόσιους.
Παράλληλα ὁ Ὅσιος φρόντισε γιά τήν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς καί τήν ἀνέγερση ναῶν ἐντός αὐτῆς καί καλλιέργησε τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς μονῆς στούς λαούς τῶν Αἰστιῶν καί τῶν Σαετίων, πού ζοῦσαν στήν περιοχή. Διάδωσε τήν Ὀρθοδοξία, ἔκτισε ναούς, πανδοχεῖα, ὀρφανοτροφεῖα καί οἰκοτροφεῖα γιά τούς ἀσθενεῖς καί τούς πτωχούς. Κατά τήν διάρκεια φοβεροῦ λοιμοῦ στήν περιοχή τοῦ Πσκώφ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος, μιμούμενος τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα, συμπαραστεκόταν στούς ἀσθενεῖς φροντίζοντάς τους, τούς κοινωνοῦσε καί ἔψαλλε τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία σέ ἐκείνους πού ἀπέθνῃσκαν. Κατέγραφε μάλιστα τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων σέ ἕνα βιβλίο, πού τό ἀποκαλοῦσε «πρυμναία βίβλο» ἀπό τόν συμβολισμό τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, καί τά μνημόνευε στίς προσευχές του, ἀφοῦ τό βιβλίο αὐτό γιά τόν Ὅσιο σήμαινε τή μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
Κατά τόν Λιβονικό πόλεμο ὁ Ὅσιος κήρυττε τόν Χριστιανισμό στίς κατεχόμενες πόλεις, ἀνήγειρε ναούς καί βοηθοῦσε γενναιόδωρα τούς Αἰστίους καί Λιβονούς, οἱ ὁποῖοι χειμάζονταν ἀπό τόν πόλεμο. Μέσα στή μονή περιποιόταν μέ αὐταπάρνηση τούς τραυματίες καί ἀκρωτηριασμένους, ἐνταφίαζε τούς νεκρούς στά σπήλαια καί χάραζε τά ὀνόματά τους στό Συνοδικό τῆς μονῆς ὑπέρ τῆς αἰωνίας μνήμης αὐτῶν.
Ἀκόμη καί στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις ὁ Ὅσιος δέν δίστασε νά συμπαρασταθεῖ στούς πολεμιστές. Τό ἔτος 1570, εὐλόγησε τά Ρώσικα στρατεύματα πού πολιορκοῦσαν τήν πόλη τοῦ Θελίν καί τήν ἴδια μέρα οἱ πολιορκημένοι Γερμανοί παρέδωσαν πράγματι οἰκιοθελῶς τήν πόλη.
Ἐπιπλέον, σέ καιρό εἰρήνης, ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἀσχολήθηκε μέ τήν συγγραφή καί τή συλλογή βιβλίων γιά τήν βιβλιοθήκη τῆς μονῆς.
Ἡ μονή τῶν Σπηλαίων ἀναδείχθηκε φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τό Ρωσικό λαό καί προμαχώνας ἐναντίων τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωσίας. Ὅμως ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα τῶν ἐσωτερικῶν ταραχῶν πού ξέσπασαν στή χώρα καί ἀποκεφαλίσθηκε ἀπό τόν τσάρο Ἰβάν τόν Τρομερό τό ἔτος 1570, σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό Χρονικό πού συνέταξε ὁ ἱεροδιάκονος Πιτιρίμ.
Ὁ τσάρος ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα διαβολῆς καί συκοφαντιῶν καί ἀφοῦ μετανόησε μετέφερε ὁ ἴδιος τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στή μονή. Ὁ δρόμος τόν ὁποῖο διήνυσε ὁ τσάρος φέροντας στά χέρια του τό ματωμένο λείψανο τοῦ Ὁσίου ὀνομάσθηκε «ὁδός τοῦ αἵματος». Τό ἱερό σκήνωμα ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῶν Σπηλαίων, ὅπου καί παρέμεινε ἄφθορο ἐπί 120 χρόνια. Τό ἔτος 1690 ἀνεκομίσθη ἀπό τόν Μητροπολίτη Πσκώφ καί Ἰζμπόρκ Μάρκελλο στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Νέα ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων ἔγινε κατά τά ἔτη 1872 καί 1892, ὁπότε καί τά ἐναπέθεσαν ἐντός νέων θηκῶν.