Ἅγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στή Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τόν βοήθησαν νά λάβει τή θύραθεν παιδεία ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἡ ἀγάπη του γιά τόν Κύριο καί ἡ πνευματική του πρόοδος τόν μεταμόρφωσαν σέ σκεῦος ἐκλογῆς καί σέ ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ἅγιος ἔζησε τήν ἐποχή πού βασίλευσαν οἱ δύο υἱοί τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ μέν Κωνστάντιος στήν Κωνσταντινούπολη (Ἀνατολή), ὁ δέ Κώνστας στή Ρώμη (Δύση). Καί οἱ δύο διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχαν ἀνατραφεῖ μέ τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά ὁ μέν Κωνστάντιος εἶχε συνειδητά ἀποδεχθεῖ τόν Ἀρειανισμό, ὁ δέ Κώνστας παρέμεινε πιστός στίς δογματικές ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο εἶχαν ὡς κοινά χαρακτηριστικά τῆς θρησκευτικῆς τους πολιτικῆς, ἀφ’ ἑνός μέν τήν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική τους πολιτική εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τή συντήρηση, ἀλλά καί τήν διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξύ τῶν ὀπαδῶν καί τῶν ἀντιπάλων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις, αὐθαίρετες ἢ μή, στά ἐκκλησιαστικά πράγματα ὑπῆρξαν πηγή ἐντάσεως στίς ἀρειανικές ἔριδες τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στή νῆσο Σκόπελο ἀπό τόν θεῖο του Ἀχίλλειο († 15 Μαΐου, πολιοῦχος τῆς πόλεως Λάρισας), γιά νά ἐνισχύσει τούς ἐξόριστους πού βρίσκονταν ἐκεῖ καί νά τούς στερεώσει στήν ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μέ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστή τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ὁ Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τίς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 325 μ.Χ. μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἀχίλλειο. Ὅμως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου δέν ἐξέλιπαν καί συνέχισαν νά διαδίδουν τίς αἱρετικές δοξασίες τους. Ἐπικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχή στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κρίση καί κατά συνέπεια χωρισμός σέ δυό παρατάξεις, κάτι πού ἀνησύχησε ἰδιαίτερα τούς δύο αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καί Κώνστα. Τελικά οἱ δύο αὐτοκράτορες συμφώνησαν νά συγκληθεῖ στή Σαρδική (Σόφια). Πράγματι, ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε στή Σαρδική, τό ἔτος 343 μ.Χ. Στή Σύνοδο ἔλαβε μέρος καί ὁ Ἅγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τίς αἱρέσεις μέ τό λόγο του καί τήν τόλμη τῆς γνώμης του.
Μετά τή λήξη τῆς Συνόδου ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στή Σκόπελο. Ἀλλά καί πάλι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίσθηκε καί ταράχθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰουλιανό τόν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος θέλησε νά ἐπαναφέρει τή θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Στή διάρκεια τῶν διωγμῶν πού διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στή Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδας καί τῶν Σποράδων. Ἀμέσως κάλεσε τόν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καί τοῦ ὑπέδειξε νά ἀλλάξει πίστη καί νά ἀσπασθεῖ τήν εἰδωλολατρία. Ὅμως ὁ Ἅγιος περιφρόνησε τήν ὑπόδειξή του καί ἐνέμεινε μέ πνευματική ἀνδρεία καί σταθερότητα στήν πατρῴα εὐσέβεια. Στίς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιά τελευταῖα φορά ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στίς προτροπές του νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ὁ Ἅγιος δέν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στό στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καί ἄλλα φρικτά βασανιστήρια καί ἀκολούθως στή θέση «Παλαιό Γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπό τόν δήμιο ἡ τίμια κεφαλή του. Τήν νύχτα οἱ Χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καί τό ἐνταφίασαν μέσα στό δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκοπέλου προστάτης καί ποιμήν ἐνθεώτατος, ὤφθης Ἱεράρχα Ῥηγῖνε, ὡς τοῦ Πνεύματος σκήνωμα, καί αἵματι σοφέ μαρτυρικῷ, φοινίξας τήν ἁγίαν σου στολήν, διασώζεις ἐκ κινδύνων καί πειρασμῶν, τούς πίστοι ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τόν Ἱεράρχην τῆς Σκοπέλου καί διδάσκαλον
Καί τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καί ἰσοστάσιον
Μακαρίσωμεν Ῥηγῖνον τόν θεηγόρων·
Τῷ Χριστῷ γάρ ἱεράτευσεν ὡς ἄγγελος
Καί ἀθλήσας διασώζει πάσης θλίψεως
Τούς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Σκοπέλου θεῖος ποιμήν, Ῥηγῖνε παμμάκαρ, ὁ ἀθλήσας καρτερικῶς· χαίροις Ἐκκλησίας, ὁ φωτοφόρος λύχνος, σοφέ Ἱερομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.