Ὅσιος Φλαβιανός ἀπό νεαρή ἡλικία ἀκολούθησε τόν δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀσκήσεως. Λέγεται δέ ὅτι ἀνέβηκε στήν κορυφή ἐνός βουνοῦ καί πέρασε μόνος ἑξήντα καί πλέον χρόνια μέ νηστεία καί προσευχή. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Βίοι Αγίων Φεβρουαρίου
Ὅσιος Μαρουθᾶς ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.) καί ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας, ἐκτιμώντας τίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου, τόν ἀπέστειλε πρεσβευτή στό βασιλέα τῶν Περσῶν Σαπώρ Γ’ (383 – 388 μ.Χ.). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀπάλλαξε τή θυγατέρα τοῦ βασιλέως ἀπό τό πονηρό δαιμόνιο, πού τήν εἶχε κυριεύσει καί τήν βασάνιζε. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔδωσε θάρρος καί ζήτησε ἀπό τόν βασιλέα τῆς Περσίας τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στήν Περσία. Ἐκεῖνος ἱκανοποίησε ἀμέσως τό αἴτημα τοῦ Ὁσίου. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ὅσιος ἔκτισε πόλη ἐπ’ ὀνόματί τους, τή Μαρτυρόπολη, πού βρισκόταν στή Μεγάλη Ἀρμενία, κοντά στό Νυμαφαῖο ποταμό, καί ἀποθησαύρισε σέ αὐτήν τά ἱερά τους λείψανα.
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν ἡμέρα πού ἑορταζόταν ἡ ἐπέτειος τῶν ἐγκαινίων τῆς Μαρτυροπόλεως.
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἠλίας (Νικολάγιεβιτς) γεννήθηκε σέ κάποιο χωριό τῆς Μόσχας κατά τόν 19ο αἰώνα μ.Χ. Σπούδασε στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας καί νυμφεύθηκε τήν εὐσεβή Εὐγενία. Στήν συνέχεια χειροτονήθηκε ἱερεύς καί διακόνησε στό μικρό ναό ἑνός πτωχοκομείου καί στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Τολματσέφ τῆς Μόσχας, πρίν ξεσπάσει ἡ Ὀκτωβριανή ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1917 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος ἦταν εὐλαβέστατος ἱερέας. Ὁ ναός του ἦταν φάρος πνευματικοῦ φωτός γιά πολλούς πιστούς. Ἦταν ἔγγαμος, ἀλλά ζοῦσε ἀσκητική ζωή. Ἦταν τό 1932 μ.Χ., ὅταν ἡ μυστική Σοβιετική ἀστυνομία τόν συνέλαβε καί τόν φυλάκισε. Τόν ἐξόρισαν στήν περιοχή τοῦ ποταμοῦ Κράσναγια Βίσερα. Ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ὅλη τήν νύχτα τήν πέρασε μέ προσευχή καί δάκρυα. Κατά τό πρωί ὅμως ἀποκοιμήθηκε καί τότε εἶδε τήν Θεοτόκο στόν ὕπνο της πού τῆς εἶπε νά μήν φοβᾶται.
Μετά δύο χρόνια, ἡ πρεσβυτέρα τόν ἐπισκέφθηκε στόν τόπο τῆς ἐξορίας καί τοῦ ἔφερε ἕνα Εὐαγγέλιο καί ἕνα μικρό φιαλίδιο μέ ἁγιασμό. Οἱ φύλακες ἅρπαξαν ἀμέσως τό Εὐαγγέλιο. Ὅταν τήν ρώτησαν τί περιεῖχε τό φιαλίδιο, ἐκείνη τούς ἀπάντησε ὅτι γι’ αὐτούς ἦταν ἁπλό νερό, ἀλλά γιά ἐκείνη καί τόν σύζυγό της ἦταν κάτι ἱερό. Τό φάρμακό τους. Ὁ Ἅγιος φαινόταν σάν νά τόν εἶχαν βασανίσει. Δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά λειτουργεῖ καί αὐτό τόν ἔθλιβε ἀφάνταστα. Ἄρχισε νά διηγεῖται στήν Εὐγενία τό μαρτύριό του. Ὅταν μετέφεραν ἐκεῖνον καί πολλούς ἄλλους στόν τόπο τῆς ἐξορίας, τούς ἀνάγκασαν νά περπατοῦν ἐπάνω στό χιόνι πού εἶχε λιώσει ἐπιφανειακά. Τό λεπτό στρῶμα τοῦ πάγου ἔσπαζε κάτω ἀπό τά πόδια τους καί οἱ «κατάδικοι» βυθίζονταν μέσα στό χιόνι μέχρι τή μέση. Βρεγμένοι μέχρι τό κόκαλο, χωρίς νά ἔχουν φάει ἢ πιεῖ τίποτα ὅλη τήν ἡμέρα, ἀναγκάστηκαν νά περάσουν τή νύχτα μέσα σέ μία καλύβα. Οἱ ἐξουθενωμένοι ἄνδρες ἀμέσως ἔπεσαν στό πάτωμα καί ἀποκοιμήθηκαν σάν πεθαμένοι. Μόνο ὁ Ἅγιος ἔμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στά βαθιά μεσάνυχτα μία κραυγή ἀκούσθηκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Κύριε, γιατί μέ ἐγκατέλειψες; Σέ ὑπηρέτησα τόσο πιστά. Ὁλόκληρη τήν ζωή μου τήν ἀφιέρωσα σέ Σένα. Πόσες φορές διάβασα τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο καί τούς Κανόνες. Μέ πόση εὐλάβεια ὑπηρετοῦσα στήν Ἐκκλησία. Γιατί, Κύριε, μέ ἐγκατέλειψες καί ὑποφέρω τόσο πολύ; Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἅγιε ἱεράρχα Νικόλαε, ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! Μετά ἀπό ὅλες τίς προσευχές μου σέ σᾶς, γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Ξαφνικά μία θεία ἐπίσκεψη, σάν φλόγα, ἄγγιξε τήν πονεμένη ψυχή του καί τήν πλημμύρισε μέ μία ὑπερκόσμια παρηγοριά. Τό φῶς τῆς πίστεως φώτισε μυστικά τήν καρδιά του καί ἄναψε μέσα του μία ἀνέκφραστη καί ἀκατανίκητη ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἡ ὁποία ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Ὅταν ξημέρωσε, ἦταν νέος ἄνθρωπος, ἀναγεννημένος σάν νά εἶχε βαπτισθεῖ στήν φωτιά.
Καθώς ἀποχαιρετοῦσε τήν πρεσβυτέρα Εὐγενία, ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε: «Ξέρεις, ἡ καρδιά μου φλέγεται γιά τόν Χριστό. Νομίζω ὅτι ᾖλθα ἐδῶ, γιά νά καταλάβω ὅτι δέν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιό θαυμαστό ἀπό Αὐτόν. Θά ἤθελα νά πεθάνω γι’ Αὐτόν!».
Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα ἔφθασε πίσω στή Μόσχα ἔμαθε ὅτι στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἄναψε πυρκαγιά καί ὁ Ἅγιος ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρός μαζί μέ ἕνδεκα ἄλλους Χριστιανούς.
Ἅγιος Ὀνήσιμος, ἕνας ἀπό τούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἦταν δοῦλος στό σπίτι τοῦ Ρωμαίου ἄρχοντα Φιλήμονος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Φρυγία καί ἔγινε Χριστιανός ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ Ὀνήσιμος ἔφυγε κρυφά ἀπό τόν κύριό του καί μετέβη στή Ρώμη σέ ἐπίσκεψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἔτσι ἀφιερώθηκε στή Διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Παῦλος τόν ἀπέστειλε πίσω στόν Φιλήμονα μέ ἐπιστολή του, στήν ὁποία ἀνέφερε γιά τόν Ἅγιο Ὀνήσιμο τά ἀκόλουθα: «Τέτοιος πού εἶμαι, ἐγώ ὁ Παῦλος ὁ ἡλικιωμένος, καί τώρα φυλακισμένος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σέ παρακαλῶ γιά τό παιδί μου, τόν Ὀνήσιμο, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε σοῦ ἦταν ἄχρηστος, τώρα ὅμως εἶναι χρήσιμος καί σέ ἐσένα καί σέ ἐμένα. Σοῦ τόν ἀποστέλλω πάλι καί σύ δέξου αὐτόν πού εἶναι ἡ καρδιά μου. Θά ἤθελα νά τόν κρατήσω κοντά μου, γιά νά μέ ὑπηρετεῖ, ἀντί σοῦ, στήν φυλακή πού εἶμαι χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά δέν ἤθελα νά κάνω τίποτε χωρίς τήν δική σου συγκατάθεση, γιά νά μήν γίνει ἡ ἀγαθή σου πράξη ἀναγκαστικά ἀλλά μέ τήν θέλησή σου. Ἴσως γι’ αὐτό ἀποχωρίσθηκε προσωρινά ἀπό ἐσένα, γιά νά τόν ἔχεις παντοτινά, ὄχι πλέον σάν δοῦλο, ἀλλά περισσότερο ἀπό δοῦλο, σάν ἀδελφό ἀγαπητό, ἰδιαίτερα γιά μένα, πόσο μᾶλλον γιά σένα καί σάν ἄνθρωπο καί σάν Χριστιανό. Ἐάν λοιπόν, μέ θεωρεῖς φίλο, δέξου τον σάν νά ἤμουν ἐγώ».
Ὁ Ἀπόστολος Ὀνήσιμος ἐπανέκαμψε στή Ρώμη πρός τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τόν διακονοῦσε. Μετά τό μαρτύριο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου συνελήφθη ὑπό τοῦ ἐπάρχου Ρώμης Τερτύλου καί ἐξορίσθηκε στούς Ποτιόλους τῆς Ἰταλίας. Ὅμως ὁ Ὀνήσιμος συνέχισε μέ ζῆλο νά κηρύττει τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἔπαρχος Τέρτυλος ἐπισκέφθηκε τόν τόπο ἐξορίας του καί πληροφορήθηκε τή χριστιανική του δράση, διέταξε νά συλληφθεῖ ὁ Ἅγιος καί νά βασανισθεῖ. Τόν κτύπησαν ἀλύπητα καί μέ ραβδισμούς τοῦ ἔσπασαν τά σκέλη. Στό τέλος, μετά ἀπό φρικώδεις βασάνους, ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος μαρτύρησε καί ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τό τίμιο λείψανό του παρέλαβε καί ἐνταφίασε μία πλούσια ἀλλά εὐσεβής Ρωμαία Χριστιανή.
Ναός πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου εἶχε ἀνεγερθεῖ κατά τόν 10ο αἰῶνα μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς Ἐρήμου πολίτης.
Ταῖς ἀκτῖσι τοῦ Παύλου φωτισθείς τήν διάνοιαν, ὤφθης ὑπηρέτης τοῦ Λόγου καί Ἀπόστολος ἔνθεος· καί ὄνησιν ἐβράβευσας ζωῆς, Ὀνήσιμε θεράπον τοῦ Χριστοῦ, διά λόγων καί θαυμάτων θεοπρεπῶν, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ σέ δοξάσαντι φαιδρῶς, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀκτίς ἐξέλαμψας τῇ οἰκουμένῃ, ταῖς βολαῖς λαμπόμενος, ἡλίου μάκαρ παμφαοῦς, Παύλου τοῦ κόσμον φωτίσαντος· διό σε πάντες, τιμῶμεν Ὀνήσιμε.
Μεγαλυνάριον.
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, ὤφθης ἀληθείας, θεηγόρος μυσταγωγός· ὑπέρ ἧς προθύμως, Ὀνήσιμε ἀθλήσας, ὀνήσιμον πηγάζεις, χάριν τοῖς χρήζουσι.
Ὅσιος Εὐσέβιος ἔζησε κατά τόν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀρχικά πῆγε σέ κάποιο μοναστήρι καί ἐκάρη μοναχός. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε στή ράχη ἑνός βουνοῦ κοντά στήν πόλη Ἀσιχᾶ, ὅπου ἀσκήτεψε. Ἐκεῖ περιέφραξε μέ πέτρες ἕνα μέρος χωρίς σκεπή καί πέρασε τόν βίο του μέ νηστεία καί σωματικές ταλαιπωρίες, ὥστε κατέπεσαν οἱ σάρκες του καί ἔμειναν μόνο τά ὀστά.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ὁδήγησε πολλούς ἀνθρώπους στόν Ὅσιο, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του. Γιά νά ἀποφύγει τόν θόρυβο καί νά διατηρήσει τήν ἡσυχία στόν πνευματικό του ἀγῶνα, ἔφυγε ἀπό τόν τόπο αὐτό καί μετοίκησε σέ μονή πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Καί στόν νέο τόπο τῆς ἀσκήσεώς του ζοῦσε μέ προσευχή καί αὐστηρή ἄσκηση. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ ἡλικία 90 ἐτῶν.
Ὅσιος Ἄνθιμος, κατά κόσμο Ἀργύριος Κ. Βαγιάνος, γεννήθηκε τήν 1η Ἰουλίου 1869 στήν περιοχή τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Λιβαδίων. Οἱ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι γονεῖς του, Κωνσταντίνος καί Ἀργυρῶ, φρόντισαν νά δώσουν Χριστιανική ἀγωγή στό τέκνο τους. Καί ὁ νεαρός Ἀργύριος δωρεοδέκτης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ πνεῦμα σοφίας, ἦταν προορισμένος ἀπό τόν Θεό νά ἀναδειχθεῖ σκεῦος ἐκλογῆς καί νά γίνει μέγας παιδαγωγός εἰς Χριστόν. Ἡ ὅλη παιδιόθεν ἀνάπτυξη καί ἀνατροφή του τελοῦσε προφανῶς ὑπό τήν ἰσχυρή καί βαθιά ἐπίδραση τοῦ χριστιανικοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος.
Γράμματα δέν ἔμαθε πολλά. Περιορίσθηκε στίς ἁπλές γνώσεις τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἔτσι χωρίς τίς θεωρητικές γνώσεις τῆς ἐγκοσμίου καταξιώσεως, ἀλλά μέ εὐφυΐα καί διεισδυτικότητα πνεύματος καί μέ ἰδιαιτέρως ἔντονη τήν ἐπιθυμία γιά βίο πνευματικό, προχωρᾶ ἀταλάντευτος στήν ἐνάρετη ζωή μέ τήν πολύτιμη δωρεά τῆς ἀκλόνητης πίστεως.
Ὁ θεῖος ἔρως τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καί τῆς βοῆς του καί στή μοναχική πολιτεία, ἀπό ὅπου ἐξέλαμψαν οἱ ἀρετές του. Ἀφορμή γιά νά ἀκολουθήσει τήν μοναχική ὁδό ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψή του στή Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Χίου γιά τήν ἐπισκευή ἰδιόκτητης εἰκόνας τῆς Παναγίας. Μέ αὐτή τήν εἰκόνα ἔκτοτε συνέδεσε ἄρρηκτα ὁλόκληρη τήν ζωή του. Ἡ Παναγία ἔγινε γιά ἐκεῖνον πηγή ἀνεξάντλητης δυνάμεως στούς μετέπειτα σκληρούς ἀγῶνες του, ἀλλά καί πηγή δροσιᾶς καί ἀνακουφίσεως. Ὁδηγός του στόν ἀσκητικό βίο ὑπῆρξε ὁ σεβάσμιος Γέροντας τῆς Σκήτης Παχώμιος, ἀπό τόν ὁποῖο ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός καί μετονομάσθηκε Ἄνθιμος.
Ὑποτάσσεται στόν Γέροντα Παχώμιο καί μέ τίς ἀδιάλειπτες προσευχές καί νηστεῖες καί μέ τούς σκληρούς ἀγῶνες του ἀναδεικνύεται, μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, μεγάλος στήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή. Μέ τήν σωματική καί πνευματική του ὅμως αὐτή ἄσκηση ἐξαντλήθηκε καί ἀσθένησε. Τότε μέ τήν εὐλογία τοῦ Παχωμίου ἐπιστρέφει στό σπίτι του, ὅπου ἐγκαθίσταται γιά ἀνάρρωση. Ὅμως ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος δέν ἐγκατέλειψε τήν ἄσκηση. Μόλις ἀποκαταστάθηκε μερικῶς ἡ ὑγεία του ἀποσύρθηκε σέ μικρό ἀπομονωμένο κελί μέσα στά πατρικά του κτήματα, στά Λιβάδια τῆς Χίου, συνεχίζοντας τούς πνευματικούς του ἀγῶνες. Ἐκεῖ μόναζε ἀσκώντας ταυτοχρόνως καί τήν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, γιά νά βοηθᾶ τούς φτωχούς γονεῖς του καί νά ἐλεεῖ τοῦ πάσχοντες.
Στό κελί του αὐτό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν μελέτη τοῦ βίου μεγάλων ἀσκητῶν λάμβανε δύναμη, προέκοπτε σέ πνευματική οἰκοδομή, ἀλλά καί προκαλοῦσε καί τή δαιμονιώδη λύσσα τοῦ πονηροῦ. Ὁ Ὅσιος ἀγωνιζόταν σκληρά καί ἀποτελεσματικά, διεξήγαγε πολυμέτωπους ἀλλά νικηφόρους ἀγῶνες κατά τοῦ πονηροῦ μέ τήν πύρινη προσευχή καί καθημερινά ἀνερχόταν τήν εὐλογημένη κλίμακα τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἁγιότητας. Ἀργότερα, σέ ἡλικία 40 ἐτῶν, τό ἔτος 1909, κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Παχωμίου, Ἱερομόναχο Ἀνδρόνικο.
Ὁ ἐνάρετος ὅμως ἀσκητής Ἄνθιμος ἦταν σκεῦος ἐκλογῆς καί ἕτοιμος γιά τό ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης. Καλεῖται λοιπόν στό Ἀδραμύττιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τόν ἀνάδοχό του Στέφανο Διοματάρη τό 1910 γιά τόν σκοπό αὐτό. Ἡ χειροτονία τοῦ Ἁγίου δέν ἦταν κάτι τό συνηθισμένο. Στήν περίπτωσή του εἴχαμε θεία συγκατάθεση πού ἀπεκάλυψαν οἱ θεοσημίες εὐδοκίας κατά τό τέλος τῆς χειροτονίας. Σεισμός, ἀστραπές, βροντές, κατακλυσμιαία βροχή συμβαίνουν τήν ἱερή ἐκείνη ὥρα. Τά κανδήλια τοῦ ναοῦ κινοῦνται, ἐνῷ ἕνα ἀπό αὐτά καταπίπτει. Μετά δέ τή χειροτονία ἐπικρατεῖ γαλήνη, ἠρεμία, χαρά Θεοῦ. Τά φυσικά αὐτά φαινόμενα ἀποκαλύπτουν καί μαρτυροῦν τήν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ καί τή θεία συγκατάνευση.
Ὅσο καιρό παρέμενε στό Ἀδραμύττιο, ἀκτινοβολοῦσε ἐκθαμβωτικά μέ τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητά του, ἡ ὁποία ἴσχυσε νά θεραπεύσει δαιμονιζόμενο τῆς περιοχῆς, κάτι πού δέν κατόρθωσαν οἱ συλλειτουργοί του. Αὐτή λοιπόν ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία προκάλεσε τό πάθος τῆς ἀντιζηλίας τῶν συλλειτουργῶν του. Ἐκεῖνος θέλοντας νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό τό πάθος αὐτό, ἐγκατέλειψε τό Ἀδραμύττιο τό 1911 καί μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί τοῦ ἐπιδαψίλευσαν πολλές τιμές.
Ἐπιστρέψας στή Χίο τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος στό Λεπροκομεῖο. Ἐκεῖ ἄνοιξε τό νέο στάδιο τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἀγαθοεργοῦ δράσεώς του. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὑπαπαντῆς ἐπικεντρώνει τήν ὅλη του εὐεργετική δράση. Ἡ Κυρία Θεοτόκος διά τῆς μεσιτείας καί τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου ἐπιτελεῖ ἀναρίθμητα θαύματα θεραπείας ἀσθενῶν ἐπωνύμων καί ἀνώνυμων πιστῶν. Τό ἵδρυμα αὐτό μέ τούς δυστυχεῖς λεπρούς καθίσταται πνευματικό κέντρο σωματικῆς καί πνευματικῆς ὑγείας. Ἡ ὅλη διακονία του στό Λεπροκομεῖο καταδεικνύει τή βαθύτατη πίστη του καί τήν πολύτιμη προσφορά του.
Ἐδῶ φαίνεται καί τό μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὡς ἐφημέριος τοῦ ναοῦ συμπαρευρισκόταν, συνέτρωγε καί συνομιλοῦσε μέ τούς λεπρούς, τούς κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί μετά τή Θεία Λειτουργία κατέλυε!
Τότε μέσα σέ ἐκείνη τήν ἁγιάζουσα ἀτμόσφαιρα ὁραματίζεται τήν ἵδρυση Μονῆς, γιά νά στεγάσει πρόσφυγες καλόγριες προερχόμενες ἀπό τήν Μικρά Ἀσία. Καί προχωρεῖ στήν πραγμάτωση τῶν ὁραματισμῶν του. Ὑψώνει τόν μεγαλοπρεπή Ἱερό Παρθενῶνα τῆς Παναγίας Βοηθείας Χίου. Ἀπό τότε ἐγκαταστάθηκε στή Μονή μέ πλήρη ἀφοσίωση στήν Παναγία καί ἐκεῖ κατηύγαζε μέ τήν ἀσκητική του βιοτή τό πλῆθος τῶν ἀρετῶν καί τήν ἁγιότητά του καί τή μεσιτεία καί βοήθεια τῆς Θεοτόκου καί ποίμαινε μέ πλεονάζουσα στοργή καί ἀγάπη τό ποίμνιό του, ἐνίσχυε καί παρηγοροῦσε μέ τόν γλυκύ καί ἁπλό του λόγο καί θεράπευε ἀσθενεῖς καί πάσχοντες πού κατέφευγαν κοντά του.
Μέσα σέ αὐτή τή διά βίου διακονία, ὥριμος πλέον, πλήρης ἡμερῶν, σέ ἡλικία 90 ἐτῶν, μέ ὁσιότητα πού θύμιζε τούς μεγάλους ἀσκητές τῆς ἐρήμου, τέλεσε τήν τελευταῖα Θεία Λειτουργία τήν 27η Ἰανουαρίου 1960 καί λίγες ἡμέρες μετά κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ἅγιος Μαρτινιανός καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Ἀπό μικρός ποθοῦσε τόν βίο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἡσυχίας. Σέ ἡλικία 18 ἐτῶν ἀποσύρθηκε στό ὄρος τοῦ Κιβωτοῦ καί ζοῦσε ἐκεῖ ἀσκούμενος στήν προσευχή καί τήν νηστεία. Κάποια γυναίκα ἁμαρτωλή ἐμφανίστηκε μέ δολιότητα στή θύρα τοῦ κελιοῦ τοῦ Ἁγίου καί παρακαλοῦσε νά τήν δεχθεῖ γιά διανυκτέρευση μέσα στό κελί, διότι ἔχασε, ὅπως ἔλεγε, τό δρόμο καί κινδύνευε νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας.
Ὁ Ἅγιος ἐνεργώντας μέ φιλανθρωπία τήν φιλοξένησε στό ἐξωτερικό μέρος τοῦ ἐρημητηρίου του. Ἡ γυναίκα αὐτή ὅμως ἀπέβαλε τό προσωπεῖο καί ποικιλοτρόπως προκαλοῦσε τόν Ἅγιο. Ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής πρός κατανίκηση τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ἄναψε φωτιά καί ἔριξε τόν ἑαυτό του ἐντός αὐτῆς. Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε αὐτό, τά μάτια τοῦ πνεύματός της πού ἔβλεπαν μόνο τήν διαφθορά, ἀνέβλεψαν γιά πρώτη φορά. Ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα μετανόησε καί ἀφοῦ ἔφυγε ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Παύλα καί σώθηκε ζώντας ὁσιακά στή Βηθλεέμ.
Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανός ἀναχώρησε ἀπό τόν τόπο ἐκεῖνο καί μετέβη σέ ὕφαλο, μέσα στήν θάλασσα, ἀσκούμενος ἐκεῖ ἐπί δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπειδή ἔφθασε στόν ὕφαλο μία γυναίκα ναυαγός, ὁ Ὅσιος ἀπέφυγε τόν πειρασμό καί ἀσκούμενος περιπλανιόταν σέ διαφόρους τόπους. Ἔτσι ἔφθασε στήν Ἀθήνα, ὅπου καί κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη σέ βαθιά γεράματα περί τά τέλη τοῦ 5ου ἢ τίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. Ἐνταφιάσθηκε μέ τιμή ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως καί τό λαό.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου ἐτελεῖτο στό Ἀποστολεῖο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού ἦταν κοντά στήν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τήν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καί τῆς θαλάσσης τά κύματα, καί τῶν θηρῶν τά ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρός καί ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καί ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον, καί ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καί συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανόν τόν ἀεισέβαστον· αὐτός γάρ τόν ὄφιν κατεπάτησε.
Μεγαλυνάριον.
Ὁ διά γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καί συλήσας αὐτόν οἰκτρῶς, οὕτω καί σοί Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ σου.
ἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καί Πρίσκιλλα ἦσαν Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν ἐπί αὐτοκράτορος Κλαυδίου (41 – 54 μ.Χ.) καί κατέφυγαν στήν Κόρινθο. Κατάγονταν ἀπό τόν Πόντο, ὁ δέ Ἀκύλας ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἦσαν δέ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καί εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν Κόρινθο γιά νά διδάξει τήν ὀρθόδοξη πίστη, τό ζεῦγος τοῦ προσέφερε θερμή φιλοξενία καθώς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μέ τό κήρυγμά του. Τόσο τούς ἄγγιξε ὁ φλογερός καί σωτήριος λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὥστε ἀφοῦ κατηχήθηκαν καί ἐβαπτίσθηκαν ἀπό αὐτόν, ἀποφάσισαν νά τόν ἀκολουθήσουν στίς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τούς ἀγάπησε τόσο πολύ γιά τήν ἀρετή τους καί γιά τή θερμουργό πίστη τους στόν Χριστό, ὥστε τούς μνημονεύει καί στίς ἐπιστολές του.
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στή Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ἀπέστειλε ἀπό ἐκεῖ στό νησί τῆς Λευκάδος τό συνεργάτη του Ἀπόστολο Ἀκύλα. Ὁ νέος κήρυκας τῆς πίστεως ἀποβιβάσθηκε στό τότε ρωμαϊκό λιμάνι, πού ἐξυπηρετοῦσε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Ἀμβρακικό, στή σημερινή παραλία τοῦ Ἅη – Γιάννη. Σέ ἕνα σπήλαιο τῆς παραλίας, λόγῳ τοῦ χειμῶνος, ὁ Ἅγιος Ἀκύλας συγκέντρωσε τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, πού ἐποθοῦσαν νά διδαχθοῦν τή νέα διδασκαλία. Σύντομα ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ἀνεχώρησε ἀπό τή Λευκάδα γιά τήν Ἔφεσο καί τόν διαδέχθηκε ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καί Πρίσκιλλα ἐργάσθηκαν γιά τήν διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καί μέ τή μεγάλη τους πίστη στόν Χριστό ἐπιτέλεσαν πολλά θαύματα. Κατά τήν παράδοση ἔλαβαν καί αὐτοί μαρτυρικό τέλος, καταδικασθέντες στόν διά ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο. Ἄλλοι Συναξαριστές θεωροῦν, ὅτι ἐτελείωσαν τό βίο τους μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας τιμᾶται ἰδιαίτερα στή νῆσο τῆς Λευκάδος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χριστόν ἀγαπήσαντες καί φωτισθέντες τόν νοῦν, τῇ πίστει ἐνούμενοι καί συζυγίᾳ σεμνῇ, Ἀκύλας καί Πρισκίλλα ἦσαν μέν προεστῶτες ἐκκλησίας κατ’ οἶκον, Παύλου δέ τοῦ φωστῆρος συνεργοί καί προστᾶται. Διό αὐτούς τιμήσωμεν καί μιμησώμεθα.
Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Τιβερίου Α’ τοῦ Θρακός (578 – 582 μ.Χ.), Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.) καί Φωκᾶ (602 – 610 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τήν Συρία καί διακόνησε ὡς Πρεσβύτερος στήν Ἀντιόχεια. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (579 – 607 μ.Χ.) λίγο πρίν ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα (609 – 620 μ.Χ.) καί διῆλθε τήν ἀρχιερατική του διακονία μέ εὐσέβεια καί φόβο Θεοῦ. Ἐργάσθηκε μέ θέρμη ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί κατά τῶν αἱρετικῶν πού ταλάνιζαν τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἔγραψε κατ’ αὐτῶν. Τό δέ 588 μ.Χ. συγκρότησε τοπική Σύνοδο κατά τῶν αἱρετικῶν Σαμαρειτῶν. Ἦταν στενός φίλος τοῦ Πάπα Ρώμης Γρηγορίου Α’ (590 – 604 μ.Χ.) καί συνέπραξε μέ αὐτόν σέ πολλές ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στήν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Νεστορίου καί τοῦ Εὐτυχοῦς, κατά τῶν ὁποίων ἀποφάσισαν, ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συνῆλθε στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. καί ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα τό 451.
Σύμφωνα μέ τό Συναξάρι, ὅταν ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος διάβασε τήν περίφημη ἐπιστολή, μέ τήν ὁποία ὁ Πάπας Λέων Α’, τό ἔτος 449 μ.Χ., διατύπωσε ὀρθοδόξως τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη καί τήν ὁποία εἶχε ἀποστείλει πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό (446 – 449 μ.Χ.), ὄχι μόνο τήν ἐπαίνεσε καί τήν ἀποδέχθηκε, ἀλλά καί διακήρυξε τό περιεχόμενό της πρός ὅλους. Ὁ Θεός, λοιπόν, θέλοντας νά τιμήσει καί τούς δύο αὐτούς θεράποντες, τόν Λέοντα καί τόν Εὐλόγιο, ἔστειλε ἕναν ἄγγελό του στόν Εὐλόγιο, μέ τήν μορφή τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος εὐχαριστοῦσε τόν Ἅγιο Εὐλόγιο πού ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 607 μ.Χ. Σῴζονται ἑπτά κεφάλαια ἀπό τό δογματικό ἔργο αὐτοῦ «Περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποσπάσματα ἀπό λόγο «Περί Τριάδος καί τῆς Θείας Οἰκονομίας». Σῴζεται, ἐπίσης, λόγος «Εἰς τά Βαΐα καί εἰς τόν πῶλον», ἀμφιβόλου ὅμως γνησιότητας.