Ἁγία Μάρτυς Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπό τή Γάζα, ἡ δέ Ἁγία Μάρτυς Οὐαλεντίνα καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Μόλις ξέσπασε διωγμός ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ Ἅγιες συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν στόν ἡγεμόνα Φιρμιλιανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νά μαστιγώσουν τήν Μάρτυρα Ἐνναθᾶ ἀνηλεῶς. Στή συνέχεια, τήν κρέμασαν σέ ξύλο καί τῆς ἔσκισαν τά πλευρά.
Ἡ Ἁγία Οὐαλεντίνα, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά βλέπει τήν ἀπανθρωπιά καί τή θηριωδία τοῦ ἡγεμόνος, φανερώθηκε καί αὐτή ὡς Χριστιανή. Βιαζόμενη νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα, ἀνέτρεψε τόν βωμό τῶν εἰδώλων καί τόν κατέστρεψε. Ὁ τύραννος, μόλις εἶδε τήν ἐνέργεια αὐτή τῆς Ἁγίας Οὐαλεντίνης, τήν παρέδωσε σέ φρικώδη βασανιστήρια.
Ἀλλά τό συνεχιζόμενο μαρτύριο τῶν δύο Ἁγίων παρθένων γυναικῶν, προκάλεσε τήν ἐμφάνιση καί ἄλλου ἀθλητή τῆς πίστεως. Ἦταν ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεώρησε καθῆκον του νά στηλιτεύσει τήν ἀχόρταγη θηριωδία τοῦ ἔπαρχου Φιρμιλιανοῦ. Τότε ὁ ἔπαρχος κορύφωσε τήν κακουργία του. Κατά διαταγή του οἱ δύο Ἁγίες ὁδηγήθηκαν σέ θάνατο διά πυρός καί ὁ Ἅγιος Παῦλος ἀποκεφαλίσθηκε.
Ὁ πόθος τους ἐκπληρώθηκε καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀνέβησαν στά ἀθάνατα καί μακάρια σκηνώματα τοῦ Χριστοῦ.
Βίοι Αγίων Φεβρουαρίου
Ὅσιος Λογγίνος τοῦ Κορυάζχεμκ καταγόταν ἀπό τήν Ρωσία. Ἀσκήτεψε ἀρχικά στή μονή Ἁγίου Παύλου τῆς Ὀμπνόρα καί στή συνέχεια στή μονή τῶν Ἁγίων Βορίδος καί Γκλέμπ τοῦ Σολβυτσέγκοντ καί στή μονή τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τῆς περιοχῆς Κομέλ. Ἀπό ἐκεῖ, ἀκολουθούμενος ἀπό τόν μοναχό Συμεών, ᾖλθε σέ ἐρημητήριο πού ἦταν στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κορυαζχέμα. Ἐκεῖ ἀνήγειρε κελιά καί ναό ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Νικόλαο.
Ὁ Ὅσιος Λογγίνος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1540. Μετά 16 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση αὐτοῦ, τό τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε μέσα στό ναό.
Ἅγιος Νικηφόρος ἔζησε στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Βαλεριανοῦ (253 – 259 μ.Χ.) καί Γαληίνου (259 – 268 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια.
Δυστυχῶς, ἕνας ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, πού ὀνομαζόταν Σαπρίκιος, ἔθρεψε στήν ψυχή του ἀνεξήγητο μίσος κατά τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐνέμενε στήν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἀποστροφή τοῦ ἱερέως Σαπρικίου τόν λυποῦσε χωρίς νά τόν παροργίζει. Καί προσευχόταν μέ ὅλη του τήν καρδιά πρός τόν Θεό, γιά νά μαλακώσει ἡ σκληρότητα τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὅταν τό ἔτος 257 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν, συνελήφθησαν πολλοί μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Σαπρίκιος. Μόλις ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε τό γεγονός, ἔτρεξε κοντά του καί παρακάλεσε τόν Σαπρίκιο νά τοῦ δώσει τόν ἀσπασμό καί τήν εὐλογία του. Ὁ Σαπρίκιος τόν κοίταξε περιφρονητικά καί ἀρνήθηκε, λησμονώντας ὅτι ἡ πίστη χωρίς τήν ἀγάπη δέν ὠφελεῖ. Καί ὅμως ὁ Ἅγιος Νικηφόρος δέν ἀπελπίσθηκε. Καί ὅταν εἶδε τόν Σαπρίκιο νά ὑποφέρει μέ καρτερία τούς βασανισμούς, ζήτησε ἀκόμη περισσότερο τήν συνδιαλλαγή μέ αὐτόν, πού ἔφερε στό σῶμά του τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ. Τόν πλησιάζει καί πάλι, ἀσπάζεται τίς πληγές του καί τόν ἱκετεύει νά τόν συγχωρήσει. Ὁ Σαπρίκιος καί κατ’ αὐτήν ἀκόμη τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἀπέκρουε ἀπό τήν καρδιά του τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση. Ἡ ἀγάπη εἶχε φονευθεῖ ἐντός του. Γι’ αὐτό καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἐγκατέλειψε. Λίγο πρίν τήν ὥρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ δειλιάζει καί προχωρεῖ στά ἔσχατα τῆς ἀπώλειας. Ἀρνεῖται τόν Χριστό καί ζητᾶ νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου πλημμύρισε ἀπό θλίψη καί ἀμέσως ἄρχισε νά παρακαλεῖ τόν Σαπρίκιο νά ἀναλάβει τήν γενναιότητά του. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν εἰδωλολάτρη ἔπαρχο ὡς ὁμολογία Χριστοῦ.
Ἔτσι διέταξε νά ἀποκόψουν τήν τίμια κεφαλή τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος μετέβη στά οὐράνια σκηνώματα, συγκοινωνός καί κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθείς τήν ψυχήν, τοῦ νόμου τῆς χάριτος, ἐκπληρωτής ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι· ὅθεν καί τόν πλησίον, ὡς σαυτόν ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καί τόν ὄφιν καθεῖλες· ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοίᾳ, ἡμᾶς διατήρησον.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθείς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τήν κακίαν τοῦ μίσους, καί ξίφει τήν κάραν σου, ἐκτμηθείς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπέρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τήν ἔνδοξον μνήμην σου.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖς ἀοίδιμε, τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ, καί τόν τούτου ἔνδοξε, Σταυρόν ἐπ’ ὤμων βαστάσας, ἤσχυνας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἤθλησας μέχρι θανάτου καί ἀληθείας· διά τοῦτο ἀνεδείχθης, ὁπλίτης μύστης, Θεοῦ τῆς Χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Πλήρης ὢν ἀγάπης τῆς πρός Θεόν, ἠγάπησας μάκαρ, τόν πλησίον ὡς σεαυτόν· ὅθεν καί ἀθλήσας, τοῦ μίσους τόν ἐργάτην, καθεῖλες Νικηφόρε, Χριστῷ πειθόμενος.
ἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάρκελλος καί Παγκράτιος ἔζησαν κατά τόν 1ο αἰῶνα μ.Χ., κατάγονταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια καί ὑπῆρξαν μαθητές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἦταν προηγουμένως ὀπαδός τοῦ Σίμωνος τοῦ Μάγου, ᾖλθε ὅμως στήν ἀληθινή πίστη διά τῆς διδασκαλίας καί τῶν θαυμάτων τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τόν ὁποῖο ἀπό τότε ἀκολούθησε στίς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Συρακουσῶν Σικελίας καί, ἀφοῦ ὁδήγησε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πολλούς εἰδωλολάτρες, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ἐπισκέφθηκε μέ τόν πατέρα του, Ἅγιο Μάρκελλο, τά Ἱεροσόλυμα καί βαπτίσθηκε ἐκεῖ σέ νεαρή ἡλικία. Ἀκολούθησε καί αὐτός τόν Ἀπόστολο Πέτρο στήν Ἀντιόχεια καί ἀπό ἐκεῖ στήν Κιλικία, ὅπου συνάντησε τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί χειροτονήθηκε ἀπό αὐτόν Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου τῆς Σικελίας. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κήρυττε μέ ἐνθουσιασμό στά πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδήγησε στόν Χριστό τόν ἡγεμόνα τοῦ τόπου Βονιφάτιο. Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ ἐθνικοί τῆς Σικελίας τόν συνέλαβαν, τόν κρέμασαν καί τόν ἔκαψαν ζωντανό. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του καί στίς 9 Ἰουλίου.
Ἅγιος Φιλάγριος ἔζησε κατά τόν 1ο αἰῶνα μ.Χ. καί ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καί ἀρχιεράτευσε στήν Κύπρο. Ἐκεῖ, ἀφοῦ δίδαξε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁδήγησε πολλούς ἐθνικούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέμεινε πολλές διώξεις ὑπέρ τῆς ἀληθοῦς πίστεως. Στόν κώδικα τῆς Πετρουπόλεως ἀναγράφεται: «Φιλαγρίου ἐπισκόπου Κύπρου τοῦ εἰς Κούριν». Ἴσως νά ἦταν Ἐπίσκοπος Κουρέων τῆς Κύπρου. Ὡς Ἐπίσκοπο Κύπρου τιμᾶ τόν Ἅγιο καί ἡ Μητρόπολη Λεμεσοῦ. Ὅμως κατά τόν Ἀρχιμανδρίτη Κυπριανό ὁ Ἅγιος Φιλάγριος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Σόλων. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στό Χρονικόν του (15ος αἰῶνας μ.Χ.) τόν θεωρεῖ Ἐπίσκοπο Πάφου.
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς δαίμονες καί ἀπό τούς πονηρούς καί ἄπιστους ἀνθρώπους πού δέν σέβονταν τόν Κύριο, εὐχαριστώντας τόν Θεό μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή, κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη στήν Σολέα τῆς Κύπρου.
Ὅσιος Ρωμανός καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ρωσό τῆς Κιλικίας, ἀλλά διῆλθε τόν βίο τῶν εὐσεβῶν ἀγώνων του στήν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ, στούς πρόποδες ἑνός βουνοῦ, ἔκτισε μικρό κελί, στό ὁποῖο ἀσκήτευε. Γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου του, ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε πλούσια τήν Χάρη του καί τόν τίμησε μέ τήν δύναμη τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔφερε πρός αὐτόν πλήθη πιστῶν, πού ζητοῦσαν τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του. Ἔτσι πολλές φορές ὁ Ὅσιος θεράπευε πολλούς πού ἔπασχαν ἀπό βαριές ἀσθένειες καί μέ τήν προσευχή του ἀπέκτησαν παιδιά πολλές στεῖρες γυναῖκες.
Τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, μέ τό ὁποῖο τόν προίκισε ὁ Θεός, δέν τόν ὁδήγησε ποτέ στήν ὑπερηφάνεια. Ἀντίθετα μάλιστα. Συχνά ὁ Ἅγιος ἐπαναλάμβανε τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἀναφέρει ὅτι ἐκεῖνος πού νομίζει ὅτι στέκεται, ὀφείλει νά προσέχει νά μήν πέσει. Καί ἔλεγε, ἐπίσης, ὅτι τό σπουδαῖο δέν εἶναι νά κάνεις θαύματα, ἀλλά νά ἐργάζεσαι τήν δικαιοσύνη καί νά φυλάττεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ρωμανός, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τά Εὐχάϊτα καί ἔζησε στήν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου, στήν ἀρχαία χώρα τῆς Βιθυνίας, ἐπί Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.). Κατεῖχε ἀνώτερο βαθμό στό στρατό τῆς Ἀνατολῆς. Στό Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν «στρατιωτικός ἔνδοξος, ὡραῖος τήν παράστασιν, εἴλκυεν εἰς φιλίαν τούς πάντας καί διά τῆς λαμπρότητος τοῦ λόγου σαγήνευε τούς ἀκούοντας».
Ὅταν ὁ Λικίνιος διέτριβε στή Νικομήδεια, ἄκουσε περί τοῦ Θεοδώρου ὅτι εἶναι Χριστιανός καί βδελύσσεται τά εἴδωλα. Ἀμέσως ἀπέστειλε στήν Ἡράκλεια ἀνώτερους ἀξιωματούχους, γιά νά τόν συνοδεύσουν μέ τιμή στή Νικομήδεια. Ἀλλά ὁ Θεόδωρος διεμήνυσε διά τῶν ἰδίων ἀπεσταλμένων στόν Λικίνιο, ὅτι γιά πολλούς λόγους ἡ παρουσία του στήν Ἡράκλεια ἦταν συμφέρουσα καί τόν προέτρεπε νά μεταβεῖ ἐκεῖ. Ἀποδεχθεῖς τήν πρόταση ὁ Λικίνιος μετέβη στήν Ἡράκλεια, ὅπου τόν προϋπάντησε μέ λαμπρότητα ὁ Θεόδωρος, πρός τόν ὁποῖο ὁ Λικίνιος ἅπλωσε τό χέρι, ἐλπίζοντας ὅτι διά τοῦ Θεοδώρου θά προσείλκυε τούς Χριστιανούς στή θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Κάποια ἡμέρα, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ Λικίνιος προέτρεψε τόν Θεόδωρο νά θυσιάσει στά εἴδωλα.
Ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε καί ζήτησε νά τοῦ δοθοῦν τά χρυσά καί ἀργυρά ἀγαλματίδια τῶν θεῶν, γιά νά προσφέρει αὐτά θυσία στόν οἶκο του ἰδιωτικά καί μετά νά προσφέρει δημόσια τίς θυσίες. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ἔλαβε τά ἀγαλματίδια τά ὁποῖα κομμάτιασε καί μοίρασε τά χρυσά καί ἀργυρά αὐτῶν στούς πτωχούς. Ὁ ἑκατόνταρχος Μαξέντιος εἶδε τήν κεφαλή τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης στά χέρια ἐνός πτωχοῦ καί κατέδωσε τό γεγονός στόν Λικίνιο, ὁ ὁποῖος θεώρησε τόν Θεόδωρο ὡς ἐμπαίκτη καί καταφρονητή τῶν εἰδώλων. Γιά τόν λόγο αὐτό τόν συνέλαβαν καί ἀμέσως ἄρχισαν νά τόν ὑποβάλλουν σέ πολυειδεῖς τιμωρίες. Τόν κτυποῦσαν, ἔκαιγαν καί ἔγδερναν τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Στήν συνέχεια οἱ δήμιοι τόν σταύρωσαν καί διαπέρασαν τά πόδια, τά χέρια καί τά κρυφά μέλῃ του διά περόνης, τόξευσαν τό πρόσωπό του μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά ἐκχυθοῦν τά μάτια του καί τόν ἄφησαν ἐπάνω στόν σταυρό. Ὁ Λικίνιος, φοβούμενος τήν ὀργή τοῦ ὄχλου, διέταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ὁ φόβος παρεχώρησε τήν θέση του στή χαρά καί ἡ λύπη καί ὁ κόπος στήν ἀνάπαυση.
Τό σεπτό σκήνωμά του μετετέθη, στίς 8 Ἰουνίου, ἀπό τήν Ἡρακλεία στό προγονικό κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στά Εὐχάϊτα, κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τήν ὁποία ἐξέφρασε πρό τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στόν γραμματέα του Οὔαρο. Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει στίς 8 Ἰουνίου τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγός Βασιλέως, περικαλλής γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γάρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καί κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τά στίφη, καί νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεί μακαρίζομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἀνδρείᾳ ψυχῆς, τήν πίστιν ὁπλισάμενος, καί ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τόν ἐχθρόν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σύν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μή παύση, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἡμῶν ἀντίληψις.
Προφήτης Ζαχαρίας εἶναι ὁ ἑνδέκατος ἀπό τούς ὀνομαζόμενους Μικρούς Προφῆτες. Καταγόταν ἀπό τό γένος τοῦ Ἰσραήλ καί τή φυλή τοῦ Λευΐ. Γεννήθηκε στήν πόλη Γαλαάδ τῆς Παλαιστίνης κατά τήν περίοδο τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας καί τό ὄνομά του σημαίνει, στήν ἑλληνική γλῶσσα, μνήμη Θεοῦ, ἐκεῖνον δηλαδή τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἐνθυμεῖται. Ἦταν υἱός τοῦ Βαραχίου. Ὁ παππούς του Ἀδδώ ἦταν πιθανῶς ἀρχηγός ἱερατικῆς οἰκογένειας.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἄρχισε νά προφητεύει κατά τό δεύτερο ἔτος τοῦ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπους, κατά μῆνα Νοέμβριο τοῦ ἔτους 520 π.Χ. Γιά νά ἐνθαρρύνει τούς Ἰουδαίους στό ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τούς προσφέρει τίς προφητεῖες του, μέ τίς ὁποῖες προτρέπει καί παρηγορεῖ, δείχνοντας τό λαμπρό μέλλον, τό ὁποῖο ἐπιφυλάσσεται στόν Ἰσραήλ, συνδυάζοντας αὐτό μέ τήν ἐποχή τοῦ Μεσσία.
Στό βιβλίο του ἀναφέρονται, ἐπίσης, οἱ προφητεῖες περί τῆς ἀργίας τῶν Προφητῶν, τῶν ἱερέων καί τῶν Σαββάτων, περί τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἐθνῶν, περί τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ, περί τῆς μελλούσης κρίσεως καί τοῦ θριάμβου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας κοιμήθηκε σέ βαθύ γῆρας καί ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν τάφο τοῦ Προφήτη Ἀγγαίου. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ἔκτισε ναό ἀφιερωμένο στόν Προφήτη Ζαχαρία στή μονή τῆς Ἁγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, ἐπίσης, τοῦ Προφήτου ὑπῆρχε στό βουνό τοῦ Αὐξεντίου, σέ τόπο ὅπου καλεῖτο «Θέατρο».
ἱ Ἁγίες Μάρθα καί Μαρία ἦταν ἀδελφές, οἱ ὁποῖες ἔζησαν κατά τήν περίοδο τῶν ἀνελέητων διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν ἀπό τούς ἄθεους καί ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες. Συνέβη λοιπόν, νά βρεθοῦν οἱ δύο ἀδελφές ἐνώπιον τοῦ εἰδωλολάτρη ἐπάρχου τῆς πόλεως. Μέ τόλμη φανέρωσαν ὅτι εἶναι Χριστιανές. Ὁ ἔπαρχος ἀγωνίσθηκε νά νικήσει τήν πίστη τῶν δύο γυναικῶν λέγοντας, ὅτι θά ἦταν θλιβερό γι’ αὐτές νά χάσουν τήν ζωή τους σέ τόσο νεαρή ἡλικία. Ἐκεῖνες ἀπάντησαν ὅτι ἡ παροῦσα ζωή εἶναι νύκτα καί ὅτι τό ἀνέσπερο φῶς εἶναι πέρα ἀπό τό σκοτάδι τοῦ τάφου. Τήν ἴδια μαρτυρία ὁμολόγησε καί ὁ Μάρτυς Λυκαρίων πού ἦταν μοναχός.
Ὁ ἔπαρχος διέταξε νά ἀποθάνουν μέ σταυρικό θάνατο. Οἱ στρατιῶτες καθήλωσαν τούς Μάρτυρες ἐπί τοῦ σταυροῦ. Οἱ παρόντες εἰδωλολάτρες θαύμαζαν τήν νεανική ἐκείνη γενναιότητα καί ἀνδρεία. Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε τούς δήμιους νά ἀποκόψουν τίς κεφαλές αὐτῶν. Ἔτσι, οἱ δύο ἀδελφές, Μάρθα καί Μαρία καί ὁ Ὅσιος Λυκαρίων, ἀπό ἀγάπη στόν Θεό, παρέδωσαν τίς Ἅγιες ψυχές τους στά χέρια τοῦ Κυρίου τους καί ἔλαβαν ἀπό Αὐτόν τό στέφανο τῆς δόξας.