Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (12 Απριλίου)

15 Ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καί ἀνεδείχθη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μᾶλλον λίγα χρόνια μετά τό ἔτος 1630 μ.Χ., στό χωριό Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καί Νεοχωρίου, στή σημερινή κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι Χριστιανοί, μέ τήν ἐργασία τους κατόρθωσαν στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νά ἐξασφαλίσουν τά ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους μέ αὐτάρκεια καί στοργικά εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στήν ἀνατροφή τῶν δυό παιδιῶν τους πού τούς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συγκλόνισε τήν οἰκογένεια καί ἐπισκίασε τήν εὐτυχία τους.
Ὁ Ἀναστάσιος, αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ἔμεινε ὀρφανός σέ πολύ μικρή ἡλικία. Ἡ μητέρα τους μέ τή βαθιά χριστιανική πίστη καί τήν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγώνα σκληρό «πρός τά τῆς χηρείας δεινά» καί ἀναλαμβάνει μόνη της τό βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα γιά νά συντηρήσει τά δύο ἀνήλικα παιδιά της καί νά τά ἀναθρέψει μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου.

Πολύ σύντομα στό πλευρό τῆς γυναίκας βρέθηκε καί ὁ μικρός Ἀναστάσιος, γιά νά ἀναλάβει καί ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπό τίς εὐθύνες γιά τή συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.
Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπό νωρίς τήν καρδιά τοῦ Ἀναστασίου καί ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης θέρμαινε τήν παιδική του ψυχή. Ἔνιωθε ζωηρά καί πολύ ἔντονα τήν κλίση καί τόν ζῆλο πρός τόν μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἀπέφευγε τόν θόρυβο τοῦ κόσμου καί ἀναζητοῦσε συχνά τήν ἡσυχία σέ τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στόν Θεό, διέθετε ὅλο τόν χρόνο του στήν προσευχή καί τή νηστεία. Σύντομα ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί σέ ἡλικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἔφυγε πρός τά μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στό μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, πού εἶχε χτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καί εἶναι ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα.
Ὅταν ἔφθασε στό μοναστήρι τόν ὑποδέχθηκαν μέ καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στόν ἡγούμενο καί μέ ὅλο τόν σεβασμό ἀνέφερε τόν σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τόν ἄκουσε μέ προσοχή καί τοῦ ἐξήγησε μέ κάθε λεπτομέρεια τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί τό αὐστηρό πρόγραμμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίνοντας τήν ὑπόσχεση πώς μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ὑπερνικήσει ὅλα τά ἐμπόδια καί θά ἀνταποκριθεῖ στά καθήκοντα πού ὅριζε ἡ μοναχική πολιτεία. Ὁ ἡγούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἀναστασίου καί διαπίστωσε τήν ἀμετακίνητη καί σταθερή ἀπόφασή του νά μονάσει. Ἔτσι τόν δέχθηκε στό μοναστήρι. Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀκάκιος. Καί τήν ἴδια νύχτα πού δέχθηκε τό ἀγγελικό σχῆμα καί περιεβλήθηκε τό μοναχικό ἔνδυμα, ἀξιώθηκε μέ θεία ὀπτασία. Εἶδε σάν νά βαστοῦσε στά χέρια του μία ἀναμμένη λαμπάδα, πού εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καί φώτιζε ὅλο τόν τόπο ἐκεῖνο.

Ὁ νέος μοναχός μέ τήν συμπεριφορά, τήν ἐργατικότητα καί τήν πνευματικότητά του κέρδισε τήν ἀγάπη καί τήν συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. Ὅμως, οἱ ἀνάγκες καί οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλές καί τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμο χρόνο ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ κοινοβιακή ζωή τοῦ μοναστηριοῦ δέν τόν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολύ σύντομα εἶχε κατακτήσει τίς μοναχικές ἀρετές τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καί ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιά ἀπόλυτη ἡσυχία καί μεγαλύτερη ἄσκηση.
Ἔτσι, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1660 – 1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικά ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στήν περιοχή τῆς Μεγίστης Λαύρας καί κατέφυγε σέ κάποιο σπήλαιο, κοντά στή «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη», ὅπου ἀσκήτεψε γιά ἕνα χρονικό διάστημα. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν ὅσο τό δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του, τόν ὁδήγησε στό νά ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καί πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καί σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καί σπήλαια ἀσκητῶν καί ἀναζητεῖ, «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων», τούς ἐκλεκτούς καί δοκιμασμένους μοναχούς. Ὑποτάσσεται πρόθυμα σέ αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καί μαθητεύει μέ ὑπομονή κοντά τους.
Ὁ Ὅσιος φθάνει τελικά στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καί μετά ἀπό σύντομη ἐπίσκεψη σέ αὐτό ἀπομακρύνεται σέ ἐρημική τοποθεσία ἐπάνω ἀπό τό μοναστήρι, γιά νά ἡσυχάσει. Ἐκεῖ ἔμεινε πολύ καιρό καί κάθε Σάββατο κατέβαινε στό μοναστήρι καί ἐκκλησιαζόταν.
Ἑπόμενος σταθμός του ἦταν ἡ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν γνωστό ἀπό τό μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικό του, πού εἶχε ἔλθει ἀπό τή Ζαγορά τοῦ Βόλου γιά νά σπουδάσει τή βυζαντινή μουσική. Ὁ γέροντας χάρηκε πάρα πολύ ὅταν συναντήθηκε μέ τόν Ὅσιο καί ζήτησε νά τόν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. Ἐκεῖνος ὅμως ζήτησε τήν εὐχή του καί τόν παρακάλεσε νά μήν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νά ἀσκητέψει μόνος του.
Ὕστερα ἀπό τήν συνάντηση αὐτή ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπό τή σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρός ἄγνωστη κατεύθυνση καί μέ συμβουλή τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπάνω στή Μεταμόρφωση, γιά νά μονάσει. Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.
Κάποτε ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος εἶδε τόν Ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλυβίτη († 13 Ἰανουαρίου), μέ κάτασπρη καί ἀστραφτερή ἱερατική στολή, νά περιφέρεται καί νά θυμιατίζει ὅλο τό ναό καί ἕνα πλῆθος μοναχῶν μέ τήν ἴδια λευκή στολή νά τόν ἀκολουθοῦν. Καί ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ρώτησε, «ποιοί ἦσαν αὐτοί πού τόν συνόδευαν», ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἀπό τήν περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σέ αὐτόν εὑρῆκαν τή σωτηρία τους».
Ἐπειδή τά χρόνια περνοῦσαν καί ἡ περιοχή πού ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσβατη καί ἄνυδρη, ἀναγκάσθηκε νά μετακινηθεῖ χαμηλότερα πρός τή θάλασσα, πρός τό ἀκρωτήρι τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ σημερινή σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀναζήτησε τήν κατοικία του σέ ἕνα μικρό σπήλαιο, τό ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τό ὄνομά του. Μέ τίς σπάνιες ἀρετές του ἀναδείχθηκε κατά τόν ὑμνωδό «κορυφαῖος τῶν Ἀσκητῶν καί Θεοφόρων Πατέρων τό καύχημα».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καί προεῖπε τήν κοίμησή του σέ ὅλους τούς ὑποτακτικούς πού μόναζαν κοντά του. Ἰδιαίτερα ὅμως στόν μοναχό Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό σπήλαιο τοῦ Ὁσίου ἀπό τήν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης γιά νά λάβει τήν εὐχή του, εἶπε: «Ἐγώ τώρα Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά καί πλέον δέν θά βλέπουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Νά ἔχεις τήν εὐχή τῆς Παναγίας μας». Αὐτά ἦταν τά τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, τό ἔτος 1730 μ.Χ. καί σέ ἡλικία ἑκατόν περίπου ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκακίᾳ ἐμπρέπων Πάτερ Ἀκάκιε, καί λαμπρότητι βίου ἀστήρ ὡς πάμφωτος, τῶν Ὁσίων μιμητής τῶν πάλαι γέγονας, καί χαρισμάτων θεϊκῶν, δαψιλῶς ἀξιωθείς, μή παύσῃ καθικετεύων, τήν Παναγίαν Τριάδα, διδόναι πᾶσι τό θεῖον ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀστήρ νεόφωτος, καταλαμπρύνων τηλαυγῶς, τῶν Ὀρθοδόξων τό πλήρωμα, τοῖς σοῖς ἀγῶσι, παμμάκαρ Ἀκάκιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, καί τῶν Μοναζόντων, ἀπλανέστατος ὁδηγός· χαίροις ἀκακίας, κατάκαρπος ἐλαία, Ἀκάκιε παμμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.