Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος (3 Απριλίου)

15Ὅσιος Ἰωσήφ γεννήθηκε στή Σικελία, τό ἔτος 816 μ.Χ., ἀπό ἐνάρετους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Πλουτίνο καί τήν Ἀγάθη. Τά περί τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεώς του τά γνωρίζουμε ἀπό τόν βίο πού συνέταξε ὁ μαθητής καί διάδοχός του στή μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικά δέ ἀπό τά ἐγκώμια πού τοῦ ἀφιέρωσαν ὁ Ἰωάννης Διάκονος καί ὁ Θεόδωρος Πεδιάσιμος.
Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἀπό τήν γενέτειρά του οἰκογενειακῶς, λόγω τῆς ἐντάσεως τῶν Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν πού ἔπειτα ἀπό λίγο καιρό ἐπρόκειτο νά καταλήξουν στήν κατάληψη τῆς νήσου καί νά μεταναστεύσει στήν Πελοπόννησο. Σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἀποχωρίσθηκε τούς γονεῖς του καί μετέβη στήν Θεσσαλονίκη καί συγκεκριμένα στήν περίφημη μονή Λατόμου, ὅπου ἐπιδόθηκε στή μοναχική ἄσκηση ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου), ἀσκώντας τό ἔργο τοῦ ὀξυγράφου.
Μετά ἀπό ἐννέα χρόνια παραμονῆς στήν Θεσσαλονίκη, τό ἔτος 840 μ.Χ., μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη μαζί μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο καί ἐγκαταστάθηκε στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀντίπα. Δέν παρέμεινε ὅμως γιά πολύ ἐκεῖ ἀπερίσπαστος, διότι τό ἑπόμενο ἔτος ἀπεστάλη ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τῆς Βασιλεύουσας στή Ρώμη γιά διαβουλεύσεις ἐπί τοῦ θέματος τοῦ διωγμοῦ ἀπό τούς εἰκονομάχους. Δέν κατόρθωσε νά φέρει εἰς πέρας τήν ἀποστολή, διότι τό πλοῖο του ἔπεσε στά χέρια Ἀράβων πειρατῶν καί αὐτός ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στήν ἀραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, ἀπό ὅπου ἐλευθερώθηκε μέ τίς φροντίδες φιλάνθρωπων πιστῶν καί μέ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Κατά τό βραχύ χρόνο αὐτῆς τῆς περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Τό ἕνα, πού σχετιζόταν ἰδιαίτερα μέ αὐτόν, ἦταν ὁ θάνατος τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου καί τό ἄλλο, πού ἀφοροῦσε τήν Ἐκκλησία ὁλόκληρη, ἦταν ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ὅταν διά τῆς Θεσσαλονίκης ἐπανῆλθε πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 843 μ.Χ., ἔζησε ἐπί δύο χρόνια ὡς ἔγκλειστος στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα. Ἔπειτα ἔζησε στά κτήρια τοῦ ναοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπί πενταετία, ἕως ὅτου ἵδρυσε δική του μονή, τό ἔτος 850 μ.Χ., ἀφιερωμένη στόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο. Ἐκεῖ ἀπέθεσε καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἀποστόλου πού εἶχε φέρει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, καθώς ἐπίσης καί τά σκηνώματα τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τοῦ συνασκητοῦ του Ἰωάννου. Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ παρακαλοῦσε μέ δάκρυα καί στεναγμούς τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο νά τόν βοηθήσει στήν σύνθεση ὕμνων. Καί, πράγματι, πέτυχε ἐκεῖνο πού ποθοῦσε ἡ ψυχή του. Εἶδε σέ ὀπτασία ἕναν ἄνδρα μέ ἐμφάνιση Ἀποστόλου, πού προκαλοῦσε τό δέος καί ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τοῦ τό ἔβαλε πάνω στό στῆθος καί τόν εὐλόγησε. Τοῦτο ὑπῆρξε καί ἡ ἀπαρχή τοῦ θείου χαρίσματος πού ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε.
Μετά τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου καί τήν ἄνοδο τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τό ἔτος 858 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἐξορίστηκε ἀπό τόν Βάρδα στήν Κριμαία, προφανῶς ὡς ὀπαδός τοῦ πρώτου καί ἴσως ὡς λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, ἀφοῦ πρό ἐτῶν εἶχε σταλεῖ γιά νά ζητήσει τήν βοήθεια τῆς Ρώμης. Δέν ἔμεινε ὅμως στήν ἐξορία γιά πολύ καιρό, καθώς, ὅπως ἀποδείχθηκε καί ἀπό τήν μετέπειτα στάση του, ὁ ἱερός Φώτιος τόν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα.
Ὅταν τό ἔτος 867 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀνέβηκε γιά δεύτερη φορά στό θρόνο, ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔγινε σκευοφύλαξ τῆς Ἁγίας Σοφίας καί διατήρησε αὐτήν τήν θέση κατά τήν διάρκεια τῆς Δευτέρας πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Φωτίου. Κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 886 μ.Χ.
Ὁ κύριος ὄγκος τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ὁσίου συνίσταται σέ Κανόνες, πού ἀφθονοῦν στά ἔντυπα βιβλία καί τά χειρόγραφα. Ἡ συμβολή τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ στήν ὑμνογραφική ὁλοκλήρωση τῆς Ὀκτωήχου εἶναι καθοριστική, δεδομένο ὅτι κάλυψε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἑβδομάδας, πλήν τῆς Κυριακῆς τῆς ὁποίας τούς Κανόνες εἶχαν συντάξει ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στά Μηναῖα ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ εἶναι ὁ πλουσιότερα ἐκπροσωπούμενος ὑμνογράφος, ἀφοῦ διατηροῦνται σέ αὐτά 165 Κανόνες του μέ ὁμοιόμορφη δομή, πού ἐξυμνοῦν Ἁγίους δευτέρας συνήθως ἑορταστικῆς τάξεως, δεδομένου ὅτι οἱ ἐξέχουσες ἑορτές εἶχαν ἤδη καλυφθεῖ ὑμνογραφικά.
Ἰδιαίτερα βέβαια συγκινεῖ ὁ Κανών στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στόν ὁποῖο ἀκολουθεῖ Εἱρμούς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί ὑμνεῖ τήν Θεοτόκο μέ ἀτελείωτη σειρά ἐπιθέτων καί εἰκόνων, ὡς ἄφλεκτη βάτο, νεφέλη ὁλόφωτη, ρόδο ἀμάραντο, μῆλο εὔοσμο, περιστερά καί τά παρόμοια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Τό δωδεκάχορδον, τοῦ Λόγου ὄργανον, τήν παναρμόνιον, λύραν τῆς χάριτος, τόν Ὑμνογράφον Ἰωσήφ, τιμήσωμεν ἐπαξίως· οὗτος γάρ ἀνύμνησε, μελιχροῖς μελῳδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα. Μεθ’ ὧν καί ἱκετεύει ἀπαύστως, δοῦναι ἡμῖν πταισμάτων λύσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ θεόπνους γλῶσσά σου, δαβιτικῶς ἀνεδείχθη, ὀξυγράφου κάλαμος, τῇ θεϊκῇ ἐπιπνοίᾳ, ἄθλους μέν, τούς τῶν Ἁγίων ὑμνολογοῦσα, χάριν δέ, τήν ἐξ ἀγώνων καλλιγραφοῦσα, Ἰωσήφ τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κιθάρα ὑπερκοσμίων ᾠδών.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος αὐλός, ἡδύφωνος σάλπιγξ, καλλικέλαδος ἀηδών· χαίροις τῶν Ἁγίων, ὁ ἔνθους ὑμνήπολος, ὦ Ἰωσήφ τρισμάκαρ, στόμα θεόληπτον.