Ἅγιος Γρηγόριος Ε’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (10 Απριλίου)

Agios Grigorios Patriarhis Konstantinoupoleos 115 Ἅγιος Γρηγόριος, κατά κόσμο Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, γεννήθηκε στή Δημητσάνα τό ἔτος 1745, ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τήν Ἀσημίνα. Τό 1767 μετέβη στή Σμύρνη, κοντά στόν θεῖο του ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στήν Εὐαγγελική Σχολή. Στή συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στήν Πάτμο ἀπό τόν Δανιήλ Κεραμέα. Μετά τίς σπουδές του ἦλθε στήν αὐτοκρατορική μονή τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Στροφάδων νήσων, ὅπου ἐκάρη μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Γρηγόριος. Ἀπό ἐκεῖ τόν κάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος καί τόν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐπέστρεψε στή Δημητσάνα καί ἔδωσε 1.500 γρόσια γιά τήν στέγαση τῶν ἀπόρων φοιτητῶν.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μυήθηκε στήν Φιλική ἑταιρεία ἀπό τόν Ἰωάννη Φαρμάκη περί τά μέσα τοῦ ἔτους 1818 στό Ἅγιον Ὄρος. «Ἔδειξεν εὐθύς ζωηρότατον ἐνθουσιασμόν ὑπέρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» καί «ηὐχήθη ἀπό καρδίας», γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της.
Στίς 19 Αὐγούστου 1785 ἐκλέγεται οἰκουμενικός Πατριάρχης καί παραμένει στόν πατριαρχικό θρόνο μέχρι τόν Δεκέμβριο τοῦ 1798. Κατά τό ἔτος αὐτό καθαιρεῖται ἀπό τήν Πύλη, διότι θεωρήθηκε ἀνίκανος νά διατηρήσει τήν ὑποταγή τῶν Χριστιανικῶν λαῶν κάτω ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό καί ἐξορίζεται στό Ἅγιον Ὄρος. Τό 1818 κλήθηκε γιά τρίτη φορά στόν Οἰκουμενικό θρόνο, στόν ὁποῖο καί παρέμεινε μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου.
Ὁ Κωνσταντίνος Κούμας ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν ἦταν μόνο «σεμνός τό ἦθος, λιτός τήν δίαιταν, ταπεινός τήν στολήν, ζηλωτής τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τά ἔργα του», ἀλλά ἦταν καί «ἄκαμπτος εἰς τάς ἰδέας του καί δέν τόν ἔμελε διά κανέν ἐναντίον, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Καί ὁ Γρηγόριος ἀπεφάσισε. Ἔταξε ὡς σκοπό στήν ζωή του νά ὑπηρετήσει πιστά τό δοῦλο Γένος καί νά βοηθήσει μέ ὅλες τίς δυνάμεις του καί μέ τήν ζωή του στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό. Γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του χρησιμοποιοῦσε ὅλη του τή διπλωματική δεξιοτεχνία.

Στήν προσπάθειά του ὁ Ἐθνομάρτυρας νά διασώσει τόν Ἑλληνικό πληθυσμό ἀπό τήν σφαγή καί συγχρόνως νά παραπλανήσει τόν Σουλτάνο καί νά δώσει τήν εὐκαιρία στούς ἀγωνιστές νά ἐργάζονται ἀνενόχλητοι, ἀναγκάσθηκε νά ἀφορίσει τούς ἐπαναστάτες.
Συντριπτική ἀπάντηση στούς κατήγορους τοῦ Γρηγορίου θά δώσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης μέ τίς ὁδηγίες πού ἔστειλε ἀπό τό Κισνόβιο τῆς Βεσσαραβίας στούς ἀρχηγούς τῆς Πελοποννήσου: «Ὁ μέν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικό καί ἐξάρχους, παρακινώντας σας νά ἑνωθῆτε μέ τήν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νά θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνονται μέ βίαν καί δυναστείαν καί ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». «Ἂς μήν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καί αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καί ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρική ζωή εἶναι πικρότερον ἀλλά πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καί αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καί αὐτήν τήν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμόν καί ἀποβλέπων εἰς τό ἀληθινόν συμφέρον, ἠναγκάσθη νά θέση τήν ὑπογραφήν τοῦ κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τό κίνημα, ὑπέρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καί εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τάς ὑπονοίας τῆς Πύλης περί συμμετοχῆς εἰς τό κίνημα ἐπισήμων κύκλων· μή ὑπογράφων, θά ἐπεβεβαίου τάς ὑπονοίας, ὅτε δεινή ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατά τῶν βυσσοδομούντων, θά ἐνέκρου τό κίνημα πρίν ἢ ἐκραγῇ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετά θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τό μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τό μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νά σωθῇ διά τῆς φυγῆς».
Agios Grigorios Patriarhis Konstantinoupoleos 2Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπιστολή πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στίς 26 Δεκεμβρίου 1820 στόν Ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἡσαΐα καί πολύτιμη ἀπό ἱστορική ἄποψη, γιατί ἀποδεικνύει πώς ὁ Ἐθνομάρτυς παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα συνέβαιναν στήν Ἑλλάδα, σέ ὅλες του τίς λεπτομέρειες καί τίς προετοιμασίες γιά τήν ἐπανάσταση:
«Ἀμφοτέρας τάς τιμίας ἐπιστολάς, διά τοῦ ἀγαθοῦ Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καί τούς ἐν αὐταῖς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καί προφύλαξις περί πᾶν διάβημα, οἱ γάρ χρόνοι πονηροί εἰσι καί ἐν ταῖς φιλοπατριώταις ἔστι καί μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπό ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γάρ πολλοί μηχανώνται διά τό τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διό τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τά ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὓς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι, καί ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντί παντός τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν· οὐ μόνον τά σά, ἀλλά καί τά τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσί μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτική μέν τοῖς γινώσκουσι τά μύχια, κατακρίνουσι δέ οἱ μή εἰδότες τόν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δέ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὅτε καί ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καί ἀλλοφύλοις. Ἰδίᾳ πράϋνον τόν Βεζύρην λόγοις καί ὑπόσχεσιν· ἀλλά μή παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τούς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καί ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτούς, ἐγγύς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τό Πάσχα. Αἱ εὐχαί τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπί τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἡσαΐα. Γεωργοί ἀκαμάτως καί ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνιστοῦσε τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία καί τόν ἐνίσχυε μέ κάθε μέσο. Ἦταν ἀποφασισμένος νά θυσιασθεῖ γιά τήν Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», ἔλεγε, «νά ποιμαίνωμεν καλῶς τά ποίμνιά μας καί χρείας τυχούσης νά κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἡμᾶς διά νά μᾶς σώσῃ…».
Σέ ἐπιστολή πού ἔστειλε πρός τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἔγραφε:
«Συλλειτουργέ ἐν Χριστῷ καί λίαν ἀγαπητέ ἀδελφέ. Ἔλαβον τήν ἀπό 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περί μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλῃς μάθει καί παρά τοῦ ἰδίου. Τό κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νά ἐμψυχωθῇ. Καί τήν βουλήν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δέν δύνανται νά τήν μεταβάλουν. Γενηθήτω τό θέλημά Του».
Κάτω ἀπό τήν λέξη «σχολήν» ὑπονοοῦσαν τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. Οἱ Φιλικοί μάλιστα ὀνόμασαν ἐπιστάτες τῆς σχολῆς τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο καί τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο.
Ὅταν σέ μία συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τόν Πατριάρχη νά μεταβοῦν στήν Πελοπόννησο γιά νά τεθοῦν ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ ἀπάντησε: «Καί ἐγώ ὡς κεφαλή τοῦ Ἔθνους καί ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νά ἀποθάνωμεν διά τήν κοινήν σωτηρίαν· ὁ θάνατος ἡμῶν θά δώσῃ δικαίωμα εἰς τήν Χριστιανοσύνην νά ὑπερασπίσῃ τό Ἔθνος ἐναντίον τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἡμεῖς νά θαρρύνωμεν τήν Ἐπανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν τόν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νά ἐξολοθρεύσῃ ὅλον τό Ἔθνος».
Agios Grigorios Patriarhis Konstantinoupoleos 3Ὅταν μερικοί προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά φύγει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί νά σώσει τόν ἑαυτό του, ὁ καλός ποιμένας ἀπάντησε:
«Μέ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θά διέλθῃ τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δέ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦσι τόν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγώ διά τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τό Ἔθνος μου, οὐχί δέ ὅπως θά θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θά μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τήν νίκην· εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καί ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακή τῶν Βαΐων) θά φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλά μετά τινας ἡμέρας καί ἴσως καί ταύτην τήν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θά μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μή γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων· δέν θά ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τάς ὁδούς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καί τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νά μέ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδού ἔρχεται ὁ φονεύς Πατριάρχης”. Ἂν τό Ἔθνος μου σωθῇ καί θριαμβεύσῃ, τότε πέποιθα θά μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καί τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τό χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μέ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καί ὁ Πατήρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ φλογερός αὐτός Ἱεράρχης, ἀκολούθησε τόν δρόμο του. Σάρκωσε ὁλόκληρο τό ὑπόδουλο Γένος. Ἐπωμίσθηκε τό σταυρό του. Ἀνέβηκε τό Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, ἐμπτυσμούς καί τέλος τόν θάνατο μέ ἀπαγχονισμό. Μπροστά στό Πατριαρχεῖο, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1821, οἱ Τοῦρκοι κρέμασαν τόν Πατριάρχη.
Στό ἔγγραφο τῆς καταδίκης του (τουρκιστί “γιαφτάς”), ἀναφέρεται ἡ αἰτία τοῦ ἀπαγχονισμοῦ του: «…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δέν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τούς ἀπατηθέντας, ἀλλά καθ’ ὅλα τά φαινόμενα ἦτο καί αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικός συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντί νά δαμάσῃ τούς ἀποστάτας καί δώσῃ πρῶτος τό παράδειγμα τῆς εἰς τά καθήκοντα ἐπιστροφῆς των, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.
»Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καί ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὅσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατά τήν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…
»Ἐπειδή πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περί τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλά καί εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νά λείψῃ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς καί διά τοῦτο ἐκρεμάσθη πρός σωφρονισμό τῶν ἄλλων».
Ἕνα χρόνο μετά τόν ἀπαγχονισμό καί τήν μεταφορά τοῦ τιμίου λειψάνου του ἀπό τόν πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στήν Ὁδησσό τῆς Ρωσίας, ὁ Ζακυνθινός ἱερωμένος Οἰκονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, ἐφημέριος τότε τοῦ παλαίφατου ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας καί φλογερότατος Φιλικός, εὐαισθητοποιημένος ἀπό τήν θυσία τοῦ Πατριάρχη, συνθέτει Ἀκολουθία πρός τιμήν τοῦ νέου Ἱερομάρτυρα, κάτι πού ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στή συνείδηση τοῦ Γένους κατέκτησε ἀμέσως μέ τό τίμιο αἷμα του, θέση Ἁγίου.
Agios Grigorios Patriarhis Konstantinoupoleos 4Τό 1871 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θεώρησε ἐπιβεβλημένο νά μετακομίσει τό τίμιο λείψανό του ἀπό τήν Ὁδησσό στήν ἀπελεύθερη Ἀθήνα. Γιά τόν σκοπό αὐτό συστάθηκε Ἐπιτροπή, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ὁ Κατραμής καί Ἀρχιμανδρίτης Ἀβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Στήν Ὁδησσό ἀπεδόθησαν ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καί τούς ἐκεῖ ὁμόδοξους τιμές Ἁγίου στό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Κατά τήν Πανυχίδα μάλιστα, πού τελέσθηκε ἐκεῖ κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του, «ἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Τό ἱερό λείψανο ἔφθασε στήν Ἀθήνα τήν 25η Ἀπριλίου 1871, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἐπεφύλαξαν πάνδημη ὑποδοχή. Μέ κατάνυξη καί ἀγαλλίαση ἐναπετέθη στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σέ περίβλεπτη λάρνακα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπί πάντων Θεῷ, καί θῦμα εὐπρόσδεκτον, ὡς ἐναθλήσας καλῶς, Χριστῷ προσενήνεξαι. Ὅθεν ἡ σή ἀγχόνη, ἀληθῶς ἀνεδείχθη, λύτρον μακρᾶς δουλείας, τῶν Ἑλλήνων τῷ γένει· διό Ἱερομάρτυς, Γρηγόριε τιμῶμέν σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δημητσάνης τόν γόνον Βυζαντίου τόν πρόεδρον, καί τό τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης γέρας θεῖον καί καύχημα, Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἵνα λάβωμεν πταισμάτων τόν ἱλασμόν, παρά Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξάσαντί σε Ἅγιε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱεράρχης ἔνθεος, γεγενημένος θεόφρον, τήν ἀγχόνην ἤνεγκας, ὑπέρ τῆς ποίμνης σου χαίρων. Ὅθεν σου, τῷ μαρτυρίῳ ἐγκαυχωμένη, ᾄδει σοι, Ἑλλάς ἑόρτιον θεῖον ὕμνον, καί τό χαῖρέ σοι κραυγάζει, Ἱερομάρτυς Πάτερ Γρηγόριε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βυζαντίου θεῖος ποιμήν· χαίροις τῆς Ἑλλάδος, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Ἱεράρχα, καί Μάρτυς τοῦ Κυρίου, Γρηγόριε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.