Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργός (24 Απριλίου)

7 Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπό τήν Ἡράκλεια τῆς Θράκης καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανός καί Εὐφημία, ἦταν ξακουστοί καί ὀνομαστοί, φημισμένοι γιά τά πλούτη τους καί περίφημοι γιά τήν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντά στήν Ἡράκλεια, στόν τόπο πού ἀπό παλιά ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καί ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μέ εὐσέβεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Ἰώβ. Ποθώντας δέ μέ πάθος νά μιμηθοῦν τήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.
Ὅμως εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπό τότε πού νυμφεύθηκαν καί ἦταν ἀκόμη ἄτεκνοι. Γι’ αὐτό παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τόν Θεό νά τούς χαρίσει ἕνα παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καί κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, πού ἰκανοποιεῖ τά αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μέ εὐμένεια τή δέησή τους καί δέν παρέβλεψε τήν προσευχή τους.

Ὑπῆρχε στόν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιό ἔθιμο νά συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοί στήν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας († 13 Μαΐου) καί νά ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν ἐκεῖ μαζί μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς καί οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας. Ἔκαναν λιτανεῖες καί ὁλονύκτιες δοξολογίες καί ἐπισκέπτονταν τούς ναούς τῆς πόλεως, πού σέ αὐτούς φυλάσσονταν τά ἱερά λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμώς καί πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καί τήν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ὅμως κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τήν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τήν ἁγία κάρα πότε νά χαμογελᾶ καί πότε νά λυπᾶται. Αὐτό τό θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στή Μάρτυρα καί ἡ ψυχή του γέμισε μέ χαρά καί λύπη μαζί. Μαζί μέ τήν σύζυγό του ἱκέτευσαν τήν ἀθληφόρο Ἁγία, νά λύσει τά δεσμά τῆς στειρώσεώς τους καί νά τούς χαρίσει ἕνα παιδί. Ἔτσι, ὅταν τούς πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανός εἶδε σέ ὄνειρο τήν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτό μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καί μοῦ ζητᾶς αὐτό πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐάν στ’ ἀλήθεια δίνεις τόν λόγο σου πώς θ’ ἀποκτήσετε καρδιά καί πνεῦμα ταπεινό καί πώς ποτέ δέν θά καυχιέσαι σέ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχή κάνω νά σοῦ δώσει μέ τίς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος, τό γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτό θά τό ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θά ἀναδειχθεῖ ὅμοια στήν ψυχή μέ τήν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ».
Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θά κάνε αὐτό πού ζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τόν σφράγισε μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἔφυγε. Ἡ γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καί μετά ἀπό τή συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν γέννησε κορίτσι.
Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή. Μετά ἀπό τρία χρόνια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή καί ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή. Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τόν ἑαυτό της στόν Θεό καί διακρίθηκε στή διακονία τῶν φτωχῶν καί τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Χάρισε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί ἔτσι μέ τά χέρια τους τήν κατέθεσε στόν Θεό, ἐνῷ στούς δούλους χάρισε τήν ἐλευθερία τους.
Ἔπειτα ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στή μονή τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πού εἶχε τό ὄνομα «Μικρός Λόφος» καί πού ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπό τόν πατέρα της. Στή μονή αὐτή ἀπαρνήθηκε τά ἐγκόσμια καί τίς βιοτικές μέριμνες καί ἐκάρη μοναχή. Ζοῦσε μέ σκληραγωγία, νηστεία καί ἄσκηση καί περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τό σῶμα της ποτέ δέν δέχθηκε νά τό πλύνει μέ νερό. Τό διατηροῦσε ὅμως καθαρό λούζοντας τό καθημερινά μέ τίς ἀστείρευτες πηγές τῶν δακρύων της. Ἒτσι ἔφθασε στά ὕψη τῆς ἁγιότητας καί ὁ Ἅγιος Θεός τήν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καί αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.
Δυό χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τήν Ὁσία Ἐλισάβετ, τήν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458 – 471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία γέμιζε μέ φῶς αὐτούς πού μέ πίστη τήν πλησίαζαν. Κάποτε, τήν ὥρα πού ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στό ναό, εἶδε νά ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καί τό Πανάγιο Πνεῦμα νά κατέρχεται μετά τόν Χερουβικό ὕμνο μέσα στό Θυσιαστήριο καί νά καλύπτει τόν ἱερέα πού στεκόταν μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπό θάμβος καί ἔκπληξη. Ὅμως αὐτό δέν τό εἶπε σέ κανένα, μέχρι πού ἔφθασε ὁ καιρός τῆς ἐκδημίας της στόν Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νά δεῖ τήν πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπόν στήν Ἡράκλεια καί προσκύνησε τούς ἐκεῖ σεπτούς ναούς τῶν Ἁγίων. Καί ἐκεῖ, στό ναό τῆς Θεοτόκου, εἶδε σέ ὅραμα τήν Παναγία, πού τήν ὑποδέχθηκε. Τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τό ἀναγνώρισε σέ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στό ναό τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ φωνή τῆς Παναχράντου τήν κάλεσε νά ἐπιστρέψει στό μοναστήρι της, γιατί ὁ καιρός τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τό ἱερό λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καί ἀνέπαφο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστόν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστός Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καί τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τάς ἀπαρχάς, ἀμέμπτῳ σου πολιτείᾳ, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καί ἀρετῶν θησαύρισμα, τήν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγή ἀκένωτος, καί ψυχῶν καί σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τά ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καί ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.