Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀμασείας (26 Απριλίου)

15 Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασιλεύς ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.) καί ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας τοῦ Πόντου. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασιλεύς διακρινόταν γιά τόν ζῆλο του ὑπέρ τῆς πίστεως καί τήν ἀκοίμητη δραστηριότητα στήν ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του. Ἐπειδή παντοῦ ὑπῆρχαν καί πλάνες καί κίνδυνοι, ἔσπευδε παντοῦ καί ὁ ἴδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ἐνισχύοντας, στηρίζοντας, ἐλκύοντας, πυκνώνοντας καί ἐγκαρδιώνοντας τίς Χριστιανικές τάξεις καί ἀναδεικνύοντας αὐτές ὅσο τό δυνατόν ἰσχυρότερες πνευματικά ἔναντι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔτρεφαν ἐναντίον του σφοδρή ἔχθρα. Καί ὅταν ὁ Λικίνιος, τό ἔτος 322 μ.Χ., προέβη στά δυσμενή καί διωκτικά μέτρα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατήγγειλαν πρός αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο Ἀμασείας, Βασιλέα.
Ἕνα ἰδιαίτερο περιστατικό κορύφωσε τήν ὀργή τοῦ Λικινίου ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Κοντά στήν αὐτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε ἄλλοτε ὡς ἀκόλουθος μία νεαρή καί ὡραιότατη κόρη, πού ὀνομαζόταν Γλαφύρα. Ἐξαιτίας τῆς ὀμορφιᾶς της ὁ Λικίνιος ἀνεφλέγη ἀπό ἁμαρτωλό πάθος, ὡς δοῦλος σαρκικῶν παθῶν, καθώς ἦταν. Ἡ κόρη ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο πού ἀπειλοῦσε τήν τιμή της. Ὡς γνήσια Χριστιανή ὅμως δέν δελεάσθηκε καθόλου ἀπό τό βασιλικό ἔρωτα, ἀλλά ἔφριξε καί ζήτησε τήν σωτηρία της στήν φυγή. Ἐνδύθηκε λοιπόν μέ ἀνδρικά ροῦχα καί κάποια νύχτα, βοηθούμενη ἀπό τήν βασίλισσα πού ἔμαθε ὅσα συμβαίνουν, ἄφησε τήν Κωνσταντινούπολη καί ἔφθασε στήν Ἀμάσεια, ὅπου παρουσιάσθηκε στόν Ἐπίσκοπο Βασιλέα καί ζήτησε τήν ἠθική του προστασία.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπαίνεσε τήν γνήσια εὐσέβεια καί τήν ἀδούλωτη σύνεση τῆς νέας, τήν τοποθέτησε δέ κοντά σέ ἡλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα πού ἦταν ἐντελῶς ἀφοσιωμένη στήν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καί βοηθοῦσε σημαντικότατα τόν Ἐπίσκοπο στό ἔργο τῶν γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γλαφύρα ἐξέφρασε τήν βαθιά εὐγνωμοσύνη της καί χάρηκε ἰδιαίτερα πού τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσχοληθεῖ καί αὐτή μέ θεάρεστες ἀσχολίες. Βοηθοῦσε λοιπόν στήν κατήχηση γυναικῶν καί νεαρῶν κοριτσιῶν, πού ἤθελαν νά ἀσπασθοῦν τήν χριστιανική πίστη καί νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετοῦσε φτωχά καί ὀρφανά παιδιά καί ἐπιπλέον κατέβαλε ὅλη τή δαπάνη πού προϋπολογίσθηκε γιά τήν οἰκοδομή Χριστιανικοῦ ναοῦ στήν Ἀμάσεια.

Μάταια ὁ Λικίνιος τήν εἶχε ἀναζητήσει σέ ὅλη τήν πρωτεύουσα καί στά περίχωρα. Ὅμως οἱ ἐχθροί τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τόν Λικίνιο ὅτι ἡ κόρη ἐκείνη εἶχε καταφύγει κοντά στόν Ἱεράρχη τῆς Ἀμάσειας καί ὅτι τήν προστάτευσε καί κατόρθωσε νά ἐκμεταλλευθεῖ τά πλούτη της ὑπέρ τῶν σκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴδηση ἄναψε πυρκαγιά στή σαρκοβόρα καί μοχθηρή ψυχή τοῦ Λικινίου. Ὑπέθετε ὅτι ἡ Γλαφύρα ζοῦσε ἀκόμη καί ὅτι θά τήν ἔφερνε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του. Ἀλλά ἡ σεμνή κόρη, εἶχε ἤδη πεθάνει καί ὁ τάφος ματαίωσε γιά πάντα τούς χυδαίους πόθους του. Τότε ἡ μανία του ἔγινε σφοδρότερη κατά τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, νά τόν φέρουν σιδηροδέσμιο στή Νικομήδεια. Ἡ διαταγή ἐκτελέσθηκε καί ὁ Ἅγιος κλείσθηκε στή φυλακή.
Τόν Ἅγιο ἀκολούθησαν δύο ἀπό τούς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμάσειας, ὁ Θεότιμος καί ὁ Παρθένιος, τούς ὁποίους φιλοξένησε ἕνας εὐσεβής καί φιλάνθρωπος Χριστιανός, ὀνόματι Ἐλπιδοφόρος. Οἱ παρεχόμενες ἀγαθοεργίες τοῦ Ἐλπιδοφόρου πρός ὅλους εἶχαν καταστήσει φίλους του ἀκόμα καί τούς φρουρούς τῶν φυλακῶν. Μποροῦσαν λοιπόν οἱ δύο διάκονοι νά εἰσέρχονται ὁρισμένη ὥρα στή φυλακή, ὅπου ἀπολάμβαναν τήν εὐχαρίστηση νά συνδιαλέγονται μέ τόν Ἐπίσκοπό τους, νά ἀκοῦνε ἀπό τό στόμα του τόν λόγο τῆς ἀλήθειας καί νά δέχονται ἠθική ἐνίσχυση καί παρηγοριά.
Λίγες ἡμέρες μετά, ὁ Λικίνιος διέταξε νά φέρουν τόν φυλακισμένο Ἐπίσκοπο ἐνώπιόν του. Τόν ἔλεγξε μέ δριμύτητα ὡς ἔνοχο γιά τήν ἀπόκρυψη τῆς Γλαφύρας καί γιά τόν ζῆλο μέ τόν ὁποῖο ὑπεράσπιζε τήν χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τά βασιλικά διατάγματα. Ὁ Ἐπίσκοπος γιά τήν Γλαφύρα, ἀπάντησε ὅτι δέν μποροῦσε νά μήν παράσχει ἄσυλο καί προστασία στή χριστιανή κόρη, ἡ ὁποία ἦταν ἐξόριστη καί ἤθελε ἡ ἴδια νά περισώσει καί νά διαφυλάξει τήν τιμή της, καί ὅτι αὐτή ἡ ἴδια ἀπό εὐσεβή διάθεση χρησιμοποίησε τήν περιουσία της ὑπέρ τῶν φτωχῶν καί γιά τήν ἀνέγερση ναοῦ, πράγματα γιά τά ὁποία ἕνας Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά προτρέπει τούς πιστούς καί ὄχι νά τούς ἐμποδίζει. Καί γιά τήν περιφρόνηση τῶν βασιλικῶν διαταγῶν, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στήν ἐξόντωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βασιλέας Λικίνιος ἄλλοτε εἶχε ἀναγνωρίσει μαζί μέ τόν Κωνσταντίνο τό καθῆκον του νά ἐπιτρέψουν στούς Χριστιανούς τήν πλήρη ἐλευθερία τῆς λατρείας τους καί τοῦ δόγματός τους καί ὅτι αὐτός (ὁ Ἐπίσκοπος) ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖ ὀρθό καί ἔγκυρο τό παλαιότερο ἐκεῖνο βασιλικό διάταγμα, διότι ἦταν ἀξιότερο σέ ὅλα. Ἐν τέλει δέ, παρακάλεσε τόν Λικίνιο, στό ὄνομα τῆς ἴδιας τῆς δικῆς του σωτηρίας καί τοῦ μέλλοντος τοῦ κράτους του, νά ἀνακαλέσει τά νέα μέτρα καί νά ἀναγνωρίσει στούς Χριστιανούς τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως.
Ὁ βασιλέας Λικίνιος ἀπέπεμψε τόν Ἐπίσκοπο, κρατώντας ἐπιφυλακτική στάση καί ἀνέθεσε σέ ἕναν ἀπό τούς ἄρχοντές του νά τόν δεῖ κατ’ ἰδίαν καί νά προσπαθήσει νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν πίστη του. Ἡ συγκεκριμένη ἀποστολή ἀπέτυχε καί διατάχθηκε ἔτσι ἡ καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτός ἄκουσε ἀτάραχος τήν ἀπόφαση καί προσευχήθηκε πρός τόν Θεό νά δεχθεῖ μέ ἔλεος τήν ψυχή του. Προσευχήθηκε, ἐπίσης, ὑπέρ τῆς ἀσφάλειας τοῦ ποιμνίου του καί γιά τή νίκη τῆς Ἐκκλησίας. Ὕστερα ἀσπάσθηκε καί εὐλόγησε τούς δύο διακόνους καί τόν Ἐλπιδοφόρο, τούς παρηγόρησε στήν θλίψη τους καί τούς ἐπιτίμησε γιατί ἔκλαιγαν, λέγοντας τόν ἔξοχο ἐκεῖνο λόγο ὅτι σέ τέτοιου εἴδους κινδύνους οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν νά φυλᾶνε τά δάκρυά τους καί νά χύσουν μέ προθυμία τό αἷμα τους. Ἔπειτα μέ προθυμία ἔκλινε τήν τίμια κεφαλή του στόν δήμιο, ὁ ὁποῖος τήν ἀπέκοψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Μετά ἀπό αὐτό ἡ τίμια κεφαλή καί τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στή θάλασσα μέ βασιλική διαταγή. Ἀλλά ἕνα ἁλιευτικό πλοῖο, πού ἔριχνε τά δίχτυά του στόν κόλπο τῆς Σινώπης, ἀνέσυρε ἀπό ἐκεῖ τό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ δέ Ἐλπιδοφόρος, καθώς πληροφορήθηκε τό γεγονός σέ ὄνειρο, ἦλθε μέ τούς διακόνους Θεότιμο καί Παρθένιο καί ἀφοῦ παρέλαβαν τό Ἅγιο λείψανο, τό ἔφεραν στήν Ἀμάσεια, στήν ἱερή αὐτή ἀκρόπολη τῶν Ἁγίων του κόπων καί ἀγώνων καί τό ἐνταφίασαν στό προσφιλές του ἔδαφος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἐτελεῖτο στήν Μεγάλη Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἴσως φυλασσόταν μέρος τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Λειτουργός τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ ἀντετάξω, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Βασιλεῦ· ὅθεν τόν αὐχένα σου, ἐκτμηθείς διά ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, πρός οὐράνιον λῆξιν· ἧς καί ἡμᾶς δυσώπει μετασχεῖν, τούς εὐφημοῦντας τήν ἔνθεον μνήμην σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερόν, μυσταγωγόν τῆς χάριτος, καί Ἀθλητῶν, συγκοινωνόν καί σύσκηνον, εὐφημοῦντές σε γεραίρομεν, ὦ Βασιλεῦ θεομακάριστε· ὁσίως γάρ τῷ Λόγῳ ἱεράτευσας, καί δι’ αὐτόν τό αἷμά σου ἐξέχεας· ᾧ πρέσβευε ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριν Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, τήν δεδωρημένην, εἰς ἐκλύτρωσιν τῶν βροτῶν, βασιλεῖ τῷ πλάνῳ, ὦ Βασιλεῦ κηρύττων, ἀθλητικῶς δοξάζεις, τόν σέ δοξάσαντα.