Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ὁ διὰ Χριστὸν πτωχὸς (15 Ιανουαρίου)

15 Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐτρόπιος καί ἦταν συγκλητικός. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.
Ὁ Ἰωάννης ἀπό πολύ μικρή ἡλικία ἀγάπησε τόν μοναχικό βίο καί φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στόν κοσμικό στρόβιλο, ἔχανε τό ἠθικό του καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπό τήν πατρική οἰκία καί ἦλθε στή Μονή τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μέ τόν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τόν ἔβαλε στόν πειρασμό τῆς ἐπιστροφῆς στήν πατρική οἰκία. Ὁ πειρασμός ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιά τήν ἐξαφάνισή του, ὁ δέ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τά πλούτη του σέ ματαιότητες καί φαντασίες. Ἐπιθύμησε λοιπόν νά τούς δεῖ, ὄχι μόνο γιά νά ἀναπαύσει μέ τήν παρουσία του τήν ψυχή τους, ἀλλά καί γιά νά παρηγορήσει τή μητέρα του καί νά συντελέσει στή μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θά ἦταν ὅμως αὐτό δυνατό, ἐάν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καί τούς ἀπηύθυνε τίς συμβουλές καί τίς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μέ τό πρόβλημά του πληροφόρησε τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καί τοῦ ζήτησε νά ἐπιτρέψει νά πάει στούς γονεῖς του. Ὁ ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τήν εὐλογία του νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, ἐνδύθηκε μέ παλαιά καί τριμμένα ράσα καί μέ τήν πτωχική αὐτή ἐμφάνιση, ἔφθασε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γονιῶν του. Τούς παρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρίς νά τούς πεῖ ποιός εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καί ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τήν μητέρα του νά τόν παρακαλέσει νά ἔρχεται καθημερινά στό σπίτι. Ἀλλά καί ὁ πατέρας του τόν συμπάθησε γιά τήν εὐεργετική ἐπιρροή πού ἐξάσκησε στήν καρδιά τῆς συζύγου του.

Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ, μιά πολύ μικρή καλύβα ὅπου καί ἔμενε, χωρίς κανείς νά γνωρίζει ποιός ἦταν. Μετά τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μέ τή θεία Χάρη, ἄρχισαν νά ἀποφέρουν καρπούς. Ὁ πατέρας του ἄρχισε νά ζεῖ Χριστιανική ζωή καί ἡ μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ζόφο τῆς ἐπιθυμίας. Καί τότε ὁ Ἰωάννης σκέφθηκε, ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα πού θά μποροῦσε νά φανερωθεῖ.
Ἀλλά ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἡ ὄντως ζωή, τοῦ γνώρισε μέ μυστικό τρόπο, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νά τόν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ Ὅσιος κάλεσε κοντά του τούς γονεῖς του, τούς ἔδειξε τό χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρός χάρη του καί μέ τόν τρόπο αὐτό τούς φανέρωσε τόν ἑαυτό του. Μέ γαλήνη τούς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριάς καί ἐγκαρδιώσεως καί τούς παρακάλεσε νά μείνουν ἀφιερωμένοι στόν Θεό καί τόν πλησίον, ἀφιερώνοντας τά πλούτη τους στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωή φθείρεται καί ἡ ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπό τίς ἔσχατες στερήσεις. Ἀκολούθως, παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τάς ἐνέδρας, τῶν δαιμόνων παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον, ταῖς χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Ἰωάννη Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καί ἀντί καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.