Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (18 Ιανουαρίου)

15 Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καί γεννήθηκε περί τό 370 ἢ 375 μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καί ζωηροῦ χαρακτῆρος, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικός καί πολύ δραστήριος. Διακρινόταν γιά τήν εὐστροφία, τήν ταχύτητα καί ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιά τήν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καί τό ἀνυποχώρητο στίς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιά τούς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρό τό αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί τήν ἀγάπη του γιά τήν εἰρήνη καί ἐκκλησιαστική ἑνότητα, ἡ δέ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καί ὁ ἁγνός ἐνθουσιασμός του γιά τήν ἀλήθεια τόν καθιστοῦσαν ἄφοβο στήν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καί ἱκανό ἀγωνιστή ὑπέρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιά ὅλα αὐτά τά χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπό τούς Μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ κατ’ ἐξοχήν ὑπερασπιστής τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.
Ἦταν ἀνεψιός τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τόν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στήν Ἀλεξάνδρεια καί μάλιστα στήν περιώνυμο Κατηχητική Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στίς φιλοσοφικές σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας καί συμπλήρωσε τίς σπουδές του μέ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καί τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπό τούς λόγους καί τά συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή ἐφάρμοζε τήν ὑγιή καί ὀρθή ἑρμηνευτική μέθοδο, διά τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νά ἐρευνᾶ τήν σύνθεση τοῦ κειμένου καί κατόπιν νά ἀναζητεῖ τά νοήματά του. Κατά τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γενικῶς τήν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τήν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καί τόν λόγο.
Γιά τήν καλύτερη πνευματική ἀνάπτυξή του καί τόν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σέ μονές τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιά ἕνα χρονικό διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καί ἁγίων». Μάλιστα κατά τούς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικός βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σέ μεγάλη ἀκμή, ἀπό τήν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετά τίς βίαιες ἐπιθέσεις, τίς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μέ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστάλη ἀπό τόν θεῖο του Θεόφιλο, μετά τίς σπουδές του, στίς μονές τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπί πενταετία στή μονή τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή καί ἀσκούμενος ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλά πάντως μετά τήν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καί στή συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος ἀπό τόν θεῖο του Θεόφιλο.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στίς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καί ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικός καί μάλιστα ἀρεστός στήν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθώς καί στή δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως. Τελικά Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, πού ἐνθρονίσθηκε στίς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καί διεποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπί 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τή βαριά συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τό θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνός μέν ἔλεγχε τήν κοινωνική ἀνισότητα, καυτηρίαζε τήν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καί τίς κακές συνήθειες, καθώς καί πολλά ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ προέβαλλε στούς πιστούς τό ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀγάπης καί τούς συνιστοῦσε νά ζοῦν ζωή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό χριστιανικό τους ὄνομα.
Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικό καθῆκον του τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καί σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καί τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καί κατά τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τό λαό διά τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καί τίς δεισιδαιμονίες καί τοῦ μαντείου τους στό Μένουθις. Τό μαντεῖο αὐτό ἀντιμετώπισε διά τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καί Ἰωάννου καί τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καί τῆς μητέρας τους Ἀθανασίας στό ναό τῶν Εὐαγγελιστῶν, τόν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καί τά ὁποῖα λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σέ ἀρχαῖο χριστιανικό ναό τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καί κατά τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή εἶχαν τή μεροληπτική ὑπέρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καί συμπεριφέρονταν προκλητικά στούς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Πελαγίου καί τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατά τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τήν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδή τήν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καί ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καί θεωροῦσε τήν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλά «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τή Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός κατά τήν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρός φύσει Υἱός καί ὑπέρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καί ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δι’ ἡμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σάρξ» καί «καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος», «ἡνώθη κατά φύσιν καί καθ’ ὑπόστασιν τῇ σαρκί». Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στόν Ὅρο αὐτό συμπεριλαμβάνεται καί τό πραγματικό τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παρθένο καί τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυό φύσεων στό πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τό 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος πού συγκάλεσε στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σέ 12 ἀναθεματισμούς, τίς διδασκαλίες πού ὄφειλε νά ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τό σκάνδαλο πού δημιουργήθηκε καί ἀναστάτωσε τήν Ἐκκλησία ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἦταν μεγάλο. Αὐτό ἀνάγκασε τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β’ νά συγκαλέσει στίς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στήν Ἔφεσσο, τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στίς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δέν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τή δυσσεβή διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καί τόν ἴδιο τόν αἱρεσιάρχη καί ἐξακολούθησε τίς ἐργασίες της ἐπί ἄλλων θεμάτων. Μέ καθυστέρηση ἔφθασε καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καί οἱ περί αὐτόν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τήν καταδίκη τοῦ Νεστόριου, συνῆλθαν σέ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τά μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί καθαίρεσαν τόν Ἅγιο Κύριλλο καί τόν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα, πού ἐκδόθηκε μετά ἀπό ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, πού ἦσαν φίλοι τοῦ Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μέ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νά ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τούς ἄκουσε καί ἀποδέχθηκε τίς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπό ὅλους τά Πρακτικά τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, στίς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τόν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων».
Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νά ἀδελφώσει τήν μνήμη τῶν δυό Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καί Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστή κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καί τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστή κατά τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί ὅρισε τό συνεορτασμό τους στίς 18 Ἰανουαρίου.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τά πάντα πλουτήσαντες, τήν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τό μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Ὡς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τό ὄργανον, καί θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τήν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δέ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τήν ἀθεότητα.