Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὁ Ἀναχωρητὴς (19 Ιανουαρίου)

15 Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε περί τό 300 μ.Χ. σέ κάποιο χωριό τῆς Ἄνω Αἰγύπτου καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Σέ ἡλικία 30 χρόνων ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Νιτρίας καί στή Συρία, ὅπου παρέμεινε γιά ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καί ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιά τόν ἀσκητικό του βίο καί τίς ἄλλες θαυμαστές ἀρετές του. Ἐπειδή, παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του, προέκοπτε στίς ἀρετές ὀνομάσθηκε «παιδαριογέρων».
Στήν ἔρημο γνώρισε τόν Μέγα Ἀντώνιο τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητής. Σέ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί λόγω τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά λάβει τό χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν καί τῆς προφητείας. Λέγεται ὅτι συνεχῶς ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν Θεό «καί μᾶλλον τῷ πλείονι χρόνῳ προσδιατρίβειν Θεῷ ἢ τοῖς ὑπ’ οὐρανόν πράγμασιν».
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὑπῆρξε γέννημα θρέμμα τῆς ἐρήμου. Γιά νά εἶναι, λοιπόν, ἀπερίσπαστος καί νά βρίσκεται σέ συνεχή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἔσκαψε ὁ ἴδιος καί ἄνοιξε μία ὑπόγεια στοά, πού ἄρχιζε ἀπό τό κελί του καί εἶχε μῆκος ἑκατό περίπου μέτρα. Στήν ἄκρη τῆς στοᾶς διεύρυνε τόν χῶρο καί διαμόρφωσε ἕνα σπήλαιο. Ἔτσι εἶχε τήν δυνατότητα ὅταν προσέρχονταν σέ αὐτόν πολλοί ἄνθρωποι καί τόν ἐνοχλοῦσαν, νά κατεβαίνει στή στοά, χωρίς νά τόν παίρνουν εἴδηση καί μέσω αὐτῆς νά πηγαίνει στό σπήλαιο καί νά κρύβεται, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τόν βρεῖ κανένας.

Ὁ Ὅσιος στήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν κόσμο, φαίνεται σάν νά περιφρονεῖ καί νά ἐγκαταλείπει τήν κοινωνία καί νά ἀποκόπτεται ἀπό αὐτή. Ἡ πνευματική του αὐτή πράξη ἑρμηνεύεται, συνήθως καί ὡς ἐνέργεια περιφρονητική πρός τήν κοινωνία, ἐνῶ στήν οὐσία εἶναι μία κίνηση γιά τήν ἀνακάλυψη ἢ τήν δημιουργία μιᾶς σωστῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ὅπου ἡ ἀγάπη καί ἡ διακονία εἶναι ἀνθρώπινες δυνατότητες καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος λειτουργοῦν κατά τρόπο ἁπλό καί φυσικό καί τίθενται στήν διάθεση ὅλης τῆς κοινότητας. Μέσα σέ αὐτή τήν κοινωνία, ὅλες οἱ ἐνέργειες καί πράξεις, ὅλα τά ἔργα καταξιώνονται πνευματικά καί κοινωνικά. Τό καθένα ἀπό αὐτά τά πνευματικά ἢ σωματικά ἔργα εἶναι οὐσιαστικά ἅγια διακονήματα μέσα στήν πολιτεία τους καί ὅλα ἀναφέρονται μυστηριακά καί λειτουργικά στόν κοινό σκοπό γιά τήν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης καί γιά τήν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Τό μήνυμα τό ὁποῖο, λοιπόν, μᾶς δίδει μέ αὐτή τή φυγή εἶναι μία κοινή καί αἰώνια παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας καί μιᾶς ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, μέσα στόν ἱστορικό χρόνο, πού κάθε ἔργο, κάθε λειτουργία, κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα καί θεῖο χάρισμα, εἶναι γιά τήν ἱστορική προκοπή τῆς κοινότητας καί γιά τήν πνευματική προκοπή ὅλων. Στό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔχουμε μία εἰκόνα τῆς ἐκκλησιολογικῆς κοινωνίας καί συνειδήσεως τῶν πιστῶν, πού προσκομίζουν στόν κόσμο τά σημεῖα ἐλεύσεως στή γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι οὐσιαστικά ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ, καταφεύγει σέ αὐτή τή φαινομενικά ἀκραία ἀσκητική φυγή.
Κάποτε πῆγε καί συνάντησε τόν Ἅγιο Μακάριο ἕνας αἱρετικός, πού εἶχε μέσα του δαιμόνιο καί ἰσχυριζόταν ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά γίνει ἀνάσταση νεκρῶν. Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νά τόν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δέ ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπό αὐτά, τό ἕνα πολεμᾶ τούς ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σέ πάθη τερατώδη καί ἀκατονόμαστα, ἐνῶ τό ἄλλο, τό ὁποῖο ὀνομάζεται καί «ἀρχικό», δημιουργεῖ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καί πλάνες. Αὐτούς, μάλιστα, τούς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τούς ξεχωρίζει ὁ Σατανᾶς καί τούς ἀποστέλλει στούς μάγους καί στούς αἱρεσιάρχες.
Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητής τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τά πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων καί, παρά τίς συμβουλές του, δέν διόρθωνε τό πάθος του αὐτό. Μέ τό προορατικό του λοιπόν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θά ξεσποῦσε ἡ ὀργή τοῦ Κυρίου ἐναντίον του. Καί πραγματικά, ὁ μαθητής του προσβλήθηκε ἀπό μία φοβερή ἀρρώστια, τήν ἐλεφαντίαση. Τό δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καί ζάρωσε.
Εἶναι πρός πνευματική μας ὠφέλεια νά ἀναφέρουμε καί ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός πού συνέβη μέ τόν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ πού περπατοῦσε στήν ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου πού εἶχε διατελέσει ἱερέας τῶν εἰδώλων. Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καί τόν ρώτησε, ἄκουσε νά τοῦ λέει ὅτι μέ τίς προσευχές του ἔνιωθαν κάποια μικρή ἀνακούφιση στόν πόνο τους, οἱ βρισκόμενοι στήν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καί προσευχόταν ὑπέρ αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σέ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σέ νησίδα τοῦ Νείλου ἀπό τόν Ἀρειανό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ ἡλικία 90 ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γάρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τάς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τούς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τά πέρατα, φωτί ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καί θεῖον βλάστημα.