Μνήμη εὑρέσεως τῆς ἐν Τήνῳ Ἱερᾶς εἰκόνος Εὐαγγελιστρίας (30 Ιανουαρίου)

15 Μιχαήλ Πολυζωΐδης, εἶχε ἕνα ὄνειρο τό 1821, στό ὁποῖο ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε σέ αὐτόν μέ λαμπερά ἄσπρα ἐνδύματα. Τόν καθοδήγησε γιά νά σκάψει στήν περιοχή τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά, ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου θά ἔβρισκε τήν εἰκόνα της. Εἶπε ἐπίσης σ’ αὐτόν νά χτίσει μία ἐκκλησία στήν περιοχή. Ἡ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ ὑποσχέθηκε ἐπίσης νά τόν βοηθήσει νά ὁλοκληρώσει αὐτούς τούς στόχους.
Ὅταν ξύπνησε, ἔκανε τόν σταυρό του καί προσπάθησε νά ξανακοιμηθεῖ, θεωρώντας ὅτι τό ὄνειρό του ἦταν ἕνας πειρασμός ἀπό τό διάβολο. Πρίν τόν πάρει ὁ ὕπνος, ὁ Μιχαήλ εἶδε τήν Θεοτόκο ἄλλη μιά φορά, καί παρατήρησε ὅτι τό δωμάτιο πλημμύρισε ἀπό ἕνα εὐχάριστο δυνατό φῶς. Τό κεφάλι της περιβλήθηκε ἀπό τό θεῖο φῶς, καί τό πρόσωπό της ἔδειχνε μία γλυκύτητα. Μιλώντας στόν Μιχαήλ εἶπε, «γιατί εἶσαι φοβισμένος; Μήν χάνεις τήν πίστη σου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σέ θέλω γιά νά σκάψεις στήν περιοχή τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά, ὅπου εἶναι θαμμένη ἡ εἰκόνα μου. Θά χτίσεις μία ἐκκλησία ἐκεῖ καί θά σέ βοηθήσω καί ἐγώ». Κατόπιν ἐξαφανίστηκε.

Τό ἑπόμενο πρωί, ὁ Μιχαήλ πῆγε στό χωριό καί εἶπε στόν ἱερέα τί εἶχε συμβεῖ κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας. Ὁ ἱερέας σκέφτηκε ἐπίσης ὅτι τό ὄνειρο ἦταν ἕνας πειρασμός, καί ἔτσι εἶπε στόν Μιχαήλ νά ἔρθει γιά νά ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει. Ὁ Μιχαήλ, ἐντούτοις, δέν πείστηκε ὅτι τά ὁράματά του ἦταν μόνο ὄνειρα ἢ δαιμονικοί πειρασμοί. Εἶπε στούς συγχωριανούς του τήν ἐμπειρία του. Μερικοί γέλασαν, ἀλλά μόνο δύο τόν πίστεψαν.
Τά δυό ἄτομα πῆγαν μέ τόν Μιχαήλ στήν περιοχή πού τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Παναγία, μιά νύχτα καί ἔσκαψαν σέ μεγάλο βάθος, ἀλλά δέν βρῆκαν τίποτα. Κατόπιν ἔσκαψαν παραδίπλα καί βρῆκαν τά ὑπολείμματα ἐνός παλαιοῦ τοίχου. Μήν βρίσκοντας παρά μόνο τά τοῦβλα, ἔπρεπε νά σταματήσουν τήν ἀναζήτησή τους τό πρωί. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι δέν θά ἀνακάλυπταν τί ἔκαναν.

Ὁ Ἀντώνιος Δοξαράς, ὁ ἰδιοκτήτης τῆς περιοχῆς, βρῆκε τά τοῦβλα καί προσπάθησε νά τά χρησιμοποιήσει γιά νά χτίσει ἕναν φοῦρνο. Τό κονίαμα ὅμως δέν ἔμενε στά τοῦβλα καί ἔτσι ὅποτε προσπάθησαν νά χτίσουν ἕνα τμῆμα τοῦ φούρνου, αὐτό κατέρρεε. Οἱ ἐργαζόμενοι πείστηκαν ὅτι ὁ Θεός τούς ἐμπόδιζε νά χρησιμοποιήσουν αὐτά τά τοῦβλα γιά τόν τοῖχο τοῦ φούρνου.
Ἡ Ἁγία Πελαγία († 23 Ἰουλίου), μία καλόγρια ὀγδόντα ἐτῶν, εἶχε διάφορα ὄνειρα τόν Ἰούνιο 1822. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε σ’αὐτήν. Ἡ Ἁγία Πελαγία ζοῦσε στό γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Δορμιτίου στό ὄρος Κεχροβούνιο, πού ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπό τό χωριό. Ζοῦσε στό μοναστήρι αὐτό ἀπό νεαρή ἡλικία, καί ἦταν γνωστή γιά τή μεγαλειώδη ἀρετή καί τήν εὐσέβειά της.
Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε στό ὄνειρό της καί τήν διέταξε νά πάει στόν Σταματέλο Κανγάδη (ἕνα προεξέχον ἄτομο τοῦ χωριοῦ), καί νά τοῦ πεῖ νά σκάψει καί νά βρεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στήν περιοχή τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά.
Τρομαγμένη ἀπό τό ὅραμα, ἡ Πελαγία ἀπέδωσε τό ὄνειρό της στή φαντασία της, καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Φοβόταν νά πεῖ σέ κάποιον γιά τό ὄνειρό της, ἀλλά τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ἡ Θεοτόκος τῆς ἐμφανίστηκε πάλι, γιά νά τῆς ὑπενθυμίσει τίς ὁδηγίες της. Καί πάλι, ἡ καλόγρια παρέμεινε σιωπηλή καί δέν εἶπε σέ κανέναν, γιά τό ὅραμά της. Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε καί τρίτη φορά στό ὄνειρό της, ἀλλά αὐτή τή φορά μέ ἕναν αὐστηρό τρόπο. Ἐπέπληξε τήν Πελαγία γιά τήν πίστη της, καί τῆς εἶπε: «Πήγαινε καί κάνε ὅτι σοῦ εἶπα. Ὑπάκουσε!».
Ἡ Ἁγία Πελαγία ξύπνησε ἀπό τόν φόβο καί τήν ἔνταση. Καθώς ἄνοιξε τά μάτια της, εἶδε τήν ἴδια γυναίκα πού εἶχε δεῖ ἐνῶ κοιμόταν.
Ἡ Ἁγία Πελαγία, κατάλαβε ἐπιτέλους, ὅτι τῆς παρουσιάσθηκε ἡ Θεοτόκος καί ὅτι ἔπρεπε νά κάνει αὐτό πού τῆς εἶπε.
Ἀμέσως, ἐνημέρωσε τήν ἡγουμένη γιά τά ὁράματά της, ὅπως ἐπίσης καί τόν Σταματέλο Κανγάδη. Ὁ κ. Κανγάδης, πού εἶχε ὑποδείξει ἡ Θεοτόκος γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἀνασκαφή τῆς ἐκκλησίας, ἐνημέρωσε τόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ γιά ὅλα αὐτά τά γεγονότα. Ὁ ἐπίσκοπος ἤδη εἶχε ἀκούσει γιά τό ὄνειρο τοῦ Μιχαήλ Πολυζώη καί εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι τό ὄνειρο τῆς καλόγριας Πελαγίας συμφωνοῦσε μέ τό ὅραμά του. Ὁ Ἐπίσκοπος Γαβριήλ ἔγραψε σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες, στήν Τῆνο, ζητώντας βοήθεια γιά τήν εὕρεση τῆς ἐκκλησίας καί τῆς εἰκόνος.
Οἱ ἀνασκαφές ἄρχισαν τό Σεπτέμβριο 1822 κάτω ἀπό τή ἐπίβλεψη τοῦ κ. Κανγάδη. Τά θεμέλια τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, πού καταστράφηκε ἀπό τούς Ἄραβες τό 1200, ἀποκαλύφθηκαν. Δυστυχῶς ὅμως δέν βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Τά χρήματα ἐξαντλήθηκαν καί ἔτσι ἐγκαταλείφθηκε ἡ προσπάθεια.
Γιά ἄλλη μιά φορά, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε στήν Ἁγία Πελαγία, καί τῆς ζητάει νά συνεχιστοῦν οἱ ἀνασκαφές. Ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ ἔστειλε μία ἔκκληση γιά δωρεές, γιά νά χτιστεῖ μία νέα ἐκκλησία στά θεμέλια τῆς παλαιᾶς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἡ νέα ἐκκλησία χτίστηκε, καί ἀφιερώθηκε στόν Ἅγιο Ἰωάννη καί στή Ζωοδόχο Πηγή.
Στίς 30 Ἰανουαρίου 1823 οἱ ἐργαζόμενοι ἰσοπέδωναν τό ἔδαφος μέσα στήν ἐκκλησία γιά τήν προετοιμασία τοποθετήσεως ἐνός νέου πατώματος πετρῶν. Περίπου τό μεσημέρι ἕνας ἀπό τούς ἐργαζομένους, ὁ Ἐμμανουήλ Μάτσος, χτύπησε ἕνα κομμάτι τοῦ ξύλου μέ τήν ἀξίνα του. Ἦταν δυό κομμάτια ξύλου, ἀλλά δέν μποροῦσε νά διακρίνει γιατί ἦταν σκεπασμένα μέ χῶμα. Καθώς σκούπισε τό χῶμα μέ τό χέρι του, εἶδε ὅτι ἦταν μία εἰκόνα. Ἐνώνοντας τά δυό κομμάτια τοῦ ξύλου μαζί, ἐμφανίσθηκε πλήρης ἡ εἰκόνα.
Κάλεσε τούς ἄλλους ἐργαζομένους, γιά νά δοῦν καί αὐτοί τήν εἰκόνα. Ὅταν τήν καθάρισαν καλά, εἶδαν ὅτι ἐπρόκειτο γιά τήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Τήν ἴδια ἡμέρα, ἡ εἰκόνα δόθηκε στόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ, πού τό ἀσπάσθηκε μέ δάκρυα.
Μετά ἀπό τήν εὕρεση τῆς εἰκόνος, οἱ κάτοικοι τῆς Τήνου, γέμισαν ἀπό ζῆλο γιά νά χτίσουν μία θαυμάσια ἐκκλησία πρός τιμή τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἄνθρωποι πρόσφεραν τά χρήματά τους καί τήν ἐργασία τους γιά νά βοηθήσουν νά χτιστεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἡ νέα ἐκκλησία ὁλοκληρώθηκε τό 1823, ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Γαβριήλ. Ἡ Ἁγία Πελαγία κοιμήθηκε στίς 28 Ἀπριλίου 1834. Ἡ μνήμη της τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς 23 Ἰουλίου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στήν Τῆνο, θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς πιό ἱερούς θησαυρούς τῆς Ἑλλάδας. Τά ἀναρίθμητα θαύματα καί θεραπεῖες δέν ἔχουν πάψει ἀπό τόν χρόνο πού βρέθηκε ἡ εἰκόνα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Τήν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαράν μεγάλην, καί πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τήν ἀνεύρεσιν
Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες
Τάς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας.
Ἐξ αὐτῆς γάρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον
Καί παρέχεις καθ’ ἑκάστην τά ἰάματα
Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τήν θαυμαστήν σου καί ἁγίαν Εἰκόνα, τήν κεκρυμμένην ὑπό γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τήν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς· χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.

Μεγαλυνάριον.
Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τήν Εἰκόνα σου τήν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τήν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τήν προστασίαν σου.