Ἀπόστολος Παῦλος (29 Ιουνίου)

ApostolosPavlos15 Ἀπόστολος Παῦλος ἡ ἡρωικότερη ἀποστολική μορφή τῆς πρώτης Χριστιανικῆς περιόδου, ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχήν Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ μοναδικός διδάσκαλος καί ὁ σπουδαιότερος παιδαγωγός τῆς Οἰκουμένης, ὁ ἐκκλησιαστικός ἀγωνιστής καί φυτουργός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζονται μέ τό μεγαλύτερο θαυμασμό καί ἐξυμνοῦν μέ τά καλύτερα λόγια τήν προσωπικότητά του, τό καταπληκτικό ἱεραποστολικό ἔργο του καί τή μοναδική διδασκαλία του. Μάλιστα ὁ κυριότερος ἑρμηνευτής του, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκ τῶν κορυφαίων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εὔστοχα τόν χαρακτηρίζει ὡς «τόν πρῶτον μετά τόν Ἕνα» καί συνιστᾶ «μή θαυμάζειν μόνον ἀλλά καί μιμεῖσθαι τό ἀρχέτυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς». Ἄριστος γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί παιδείας, ἔφερε τό ἀληθινό φῶς τῆς θεογνωσίας, τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τήν Ἀνατολή στή Δύση.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐγεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, μεταξύ τῶν ἐτῶν 5 – 15 μ.Χ., ἀπό Ἰουδαίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ἡ ὁποία μαζί μέ τή φυλή τοῦ Ἰούδα θεωροῦνται οἱ μόνες καθαρές φυλές. Κατεῖχε τή ρωμαίκή ὑπηκοότητα ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος πολίτης, δικαίωμα τό ὁποῖο ἀπέκτησε καί ὁ ἴδιος καί ἀπό τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὁ κάτοχός του καταγόταν ἀπό τά ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας τῆς Κιλικίας. Στό ἑβραϊκό του ἀρχικό ὄνομα Σαούλ ἢ Σαῦλος, κατά τή γνωστή τότε συνήθεια τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς νά χρησιμοποιοῦν διπλή ὀνομασία, προστέθηκε ἀργότερα δεύτερο ὄνομα – καί ὡς Ρωμαῖος πιά πολίτης – τό χρησιμοποιούμενο στίς Πράξεις ἑλληνικό ἢ ρωμαϊκό ὄνομα Παῦλος, ὁμόηχο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Σαῦλος (Σαῦλος – Παῦλος). Ἡ δεύτερη ὀνομασία δέν ἦταν ἀσυνήθης ἐνέργεια στίς εὐκατάστατες καί ὁπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οἰκογένειες.

Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του κάποια ἀρχαία παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος καταγόταν ἀπό τά Γίσχαλα ἢ Κίσχαλα (Gischala) τῆς Γαλιλαίας τῆς Παλαιστίνης, πράγμα πού σημαίνει ὅτι κάποιος, ἐνδεχομένως, ἀπό τούς προγόνους του καταγόταν ἀπό τά Κίσχαλα.

Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεώς του ὁ Παῦλος περιτμήθηκε, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καί νομοταγεῖς, ἂν καί ἦταν ἑλληνιστές, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν ἑλληνιστής τῆς διασπορᾶς.

Στήν Ταρσό, ὅπου ἐπέρασε τά παιδικά του χρόνια, οἱ γονεῖς του ἐφρόντισαν νά ἀποκτήσει τήν καλύτερη καί ἀρτιότερη ἑλληνική μόρφωση, ὅπως ἄλλωστε αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τίς Ἐπιστολές του. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἑλληνική γλώσσα καί ἐδιδάχθηκε γενικότερα τήν ἑλληνική σκέψη καί τόν τρόπο ζωῆς.

Στήν πόλη αὐτή ἡ Ἰουδαϊκή παροικία διατηροῦσε τά ἤθη καί ἔθιμά της καί τήν κοινωνική ζωή της γύρω ἀπό τή Συναγωγή πού ἦταν τό πνευματικό κέντρο. Ἡ Συναγωγή ἀποτελοῦσε, ἐπίσης, τό κέντρο τῆς λατρείας τῆς θρησκείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου καί τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Γαλουχημένος ὁ Παῦλος μέσα σέ αὐτό τό περιβάλλον εὐσεβείας ἄκουσε γιά τό σεβασμό στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες καί ἐδιδάχθηκε γιά τήν τήρηση τοῦ Νόμου μέ ζῆλο. Μεγαλωμένος σ’ ἕνα τέτοιο αὐστηρό θρησκευτικό ἰουδαϊκό περιβάλλον ὁ Παῦλος ἀπέκτησε βαθιά συνείδηση τῆς μεγάλης σημασίας πού εἶχε ἡ τήρηση τοῦ Νόμου γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά καί τήν ἐλπίδα ἀπελευθερώσεώς του ἀπό τούς Ρωμαίους. Ἔτσι ἔμαθε τή μητρική του γλώσσα καί τά ἑλληνικά γράμματα πιό πολύ σέ ἰουδαϊκό παρά σέ ἑλληνικό περιβάλλον καί ἡ παίδευσή του καί ἡ ὅλη ἀνατροφή του ἦταν αὐστηρά ραββινική καί ἑβραϊκή. Ἄλλωστε ἡ ἑβραϊκή – ἀραμαϊκή γλώσσα θά πρέπει νά ὁμιλεῖτο καί στό σπίτι του, γιατί ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ εὐχέρειά του νά προσφωνήσει ἀργότερα τούς συγκεντρωμένους στά Ἱεροσόλυμα «τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀρκέσθηκε στήν παραπάνω ἐλληνική μόρφωση πού ἀπέκτησε στή γενέτειρά του Ταρσό, ἀλλά ἐπῆγε στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά τή συμπληρώσει μέ σπουδές τοῦ Νόμου κοντά σέ σοφούς ραββίνους τῆς Ἱερουσαλήμ, πρωτεύουσας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ ἀπόφασή του νά μεταβεῖ στά Ἱεροσόλυμα δείχνει ἀφ’ ἑνός τή συντηρητικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος ἀπό τό ὁποῖο προερχόταν καί ἀκόμη τήν πρόθεσή του νά γνωρίσει πληρέστερα καί καλύτερα τό Νόμο, ὡς καταγόμενος ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό τῆς διασπορᾶς καί ἀφ’ ἑτέρου τήν οἰκονομική δυνατότητα τῆς οἰκογένειάς του. Μάλιστα στίς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι στά Ἱεροσόλυμα ὑπῆρχε ἀνιψιός τοῦ Παύλου, υἱός τῆς ἀδελφῆς του. Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ἔγγαμη ἀδελφή ἐγκατεστημένη στά Ἱεροσόλυμα, στήν οἰκία τῆς ὁποίας ἴσως διέμενε ὁ ἴδιος κατά τό διάστημα τῶν ἐκεῖ σπουδῶν του. Καί αὐτός, ἐνδεχομένως, νά ὑπῆρξε καί ἕνας ἀκόμη λόγος ἢ ὁ κύριος λόγος νά μεταβεῖ στά Ἱεροσόλυμα γιά συμπληρωματικές σπουδές.

Στά Ἱεροσόλυμα ὁ Παῦλος σπούδασε παρά τούς πόδας τοῦ συνετοῦ φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβυτέρου ἐγγονοῦ τοῦ Χιλλέλ), ὁ ὁποῖος ἦταν «τίμιος παντί τῷ λαῷ» καί, κατά τό Ταλμούδ, ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας καί ἐνεθάρρυνε τίς ἑλληνικές σπουδές. Ἀπό αὐτόν τό φαρισαῖο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ὁ Παῦλος ἐδιδάχθηκε, ὅσο λίγοι, τήν ἰουδαϊκή θεολογία καί ἔτσι τό ὕφος του, ἡ θεολογική μέθοδος καί ἡ χρήση τῆς Γραφῆς τόν ἐμφανίζουν ραββῖνο τῆς πιό αὐστηρῆς καί καθαρῆς μορφῆς· ἐνωρίς ἐντάχθηκε στήν τάξη τῶν Φαρισαίων, ἂν βέβαια δέν ἀνῆκε σ’ αὐτήν ἀπό τούς γονεῖς του, καί ἔγινε ζηλωτής καί βαθύς γνώστης ὄχι μόνο θεωρητικά ἀλλά καί πρακτικά τῶν πιό σπουδαίων καί σημαντικῶν ζητημάτων τοῦ Νόμου. Ἔτσι διέθετε ὅλα τά ἀπαραίτητα ἐφόδια ἑνός ἄριστα καταρτισμένου νομοδιδασκάλου καί ἐπιδέξιου χειριστοῦ τῆς ραββινικῆς διαλεκτικῆς. Στά Ἱεροσόλυμα ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σπουδές του ἔμαθε καί τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ πού τόν ἐβοήθησε ἀργότερα, ἀσκώντας την, νά συντηρεῖται καί νά μήν ἐπιβαρύνει τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν στίς ὁποῖες ἐκήρυττε: «καί διά τό ὁμότεχνον εἶναι ἔμενε παρ’ αὐτοῖς καί ἠργάζετο». Ἡ ἐκμάθηση τέχνης ἀποτελοῦσε συνήθεια τῶν Ἰουδαίων λογίων καί μάλιστα τῶν ραββίνων ἀλλά καί ὑποχρέωσή τους γιά νά ἐξασφαλίζουν τή συντήρησή τους.

Ὁ Παῦλος διακρινόταν γιά τό ζῆλο στό ἔργο του, τήν ἀγαθότητα τῶν προθέσεών του καί τίς φυσικές ἱκανότητες, ἀλλά καί τήν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος, τήν ἀνησυχία καί δυναμικότητά του, προσόντα τά ὁποῖα ἀνέμεναν στήν κατάλληλη στιγμή νά ἀξιοποιηθοῦν. Αὐτή ἡ ἐμπνευσμένη καί δυναμική προσωπικότητα ἔγινε τελικά τό ὄργανο τῆς θείας Χάριτος καί ἐχρησιμοποιήθηκε γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου. Ἄλλωστε μέσα στό στάδιο τῆς θείας βουλῆς τόσο οἱ ἀνθρώπινες ἱκανότητες ὅσο καί γενικότερα ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στήν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καί καθοδηγοῦνται στήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε τήν ἱκανή αὐτή προσωπικότητα νά συνεχίσει νά στρέφεται ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Μαρτυρίες ὅτι ὁ Παῦλος ἐγνώρισε κατ’ ἄνθρωπον τόν Κύριο δέν ἔχουμε, ἐκτός ἀπό κάποιο ὑπαινιγμό τοῦ ἰδίου: «εἰ δέ καί ἐγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, ἀλλά νῦν οὐκέτι γινώσκομεν». Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα μετά τό 30 μ.Χ.

Κατά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ἀκόμη ἐφύλαγε τά ροῦχα πού ἀπέθεσαν στά πόδια του ἐκεῖνοι πού ἐλιθοβόλησαν τόν Πρωτομάρτυρα: «καί οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τά ἱμάτια αὐτῶν παρά τούς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου».

Μέ τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, κατά ὑπερφυσικό καί μοναδικό τρόπο, ὁ Χριστός τόν ἐκάλεσε στό ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἐμφάνιση ὅμως αὐτή δέν ἦταν μία ὑποκειμενική ἀντίληψη τοῦ Παύλου, ἀλλά ἕνα γεγονός ἀντικειμενικό καί ἱστορικό, καθώς συνάγεται τοῦτο καί ἀπό τή σημασία πού τοῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Τόν ξεχωρίζει ἀπό τίς ἄλλες ἀποκαλύψεις καί ὀπτασίες, πού κατά καιρούς εἶχαν γίνει σ’ αὐτόν ἀκόμη καί ἀπό τήν ἁρπαγή του μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ γιά τήν ὁποία, ὅπως ὁμολογεῖ, δέν ἦταν βέβαιος ἂν ἦταν σωματική ἢ ὄχι. Ἀντιθέτως, γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στό ὄραμα τῆς Δαμασκοῦ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ὑπῆρξε σωματική, καί μάλιστα τήν συναριθμεῖ μέ τίς λοιπές ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, πού ἔγιναν στούς Ἀποστόλους κατά τίς 40 ἡμέρες πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψή Του καί τήν προβάλλει, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι καί αὐτός εἶδε τόν Κύριο.

Συγκεκριμένα, στίς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι, ἐνῶ ὁ Παῦλος ἐπορεύετο ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στή Δαμασκό, γιά νά συλλάβει ἄνδρες καί γυναῖκες Χριστιανούς καί νά τούς ὁδηγήσει δεμένους στήν Ἱερουσαλήμ, ξαφνικά ἄστραψε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ Παῦλος ἔπεσε καταγῆς καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ καταδιώκεις;». Καί ὁ Παῦλος ἐρώτησε: «Ποιός εἶσαι Κύριε;». Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τόν ὁποῖο ἐσύ καταδιώκεις. Ὅμως σήκω τώρα καί πήγαινε στήν πόλη, ὅπου ἐκεῖ θά σοῦ ποῦν τί πρέπει νά κάνεις». «Οἱ ἄνδρες πού τόν συνόδευαν ἔμειναν κατάπληκτοι, γιατί ἐνῶ ἄκουγαν τή φωνή δέν ἔβλεπαν κανένα». Μόνο ὁ Παῦλος εἶδε τόν Κύριο, ἐνῶ οἱ συνοδοί του ἀντελήφθηκαν ὅτι κάτι τό ἔκτακτο συνέβη. Ἔτσι τό γεγονός τῆς θείας ἐμφανίσεως καί φωνῆς εἶναι καί ἀντικειμενικά μαρτυρημένο. Τελικά, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες, ὁδήγησαν τόν Παῦλο στή Δαμασκό καί ἐκεῖ γιά τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε τυφλός, χωρίς νά φάει καί νά πιεῖ τίποτε. Στή Δαμασκό τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος μαθητής ὀνόματι Ἀνανίας, ὁ ὁποῖος παρά τίς ἐπιφυλάξεις πού εἶχε γιά τόν Παῦλο, λόγῳ τῆς φήμης του ὡς διώκτου τῶν Χριστιανῶν, καί ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: «Πορεύου, ὄτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τό ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν... ἐγώ γάρ ὑποδείξω αὐτῷ ὄσα δεῖ αὐτόν ὑπέρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν», ἔθεσε τά χέρια του ἐπάνω στόν Σαῦλο καί τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ, ὁ Κύριος πού σοῦ φανερώθηκε στό δρόμο, μέ ἔστειλε γιά νά ξαναβρεῖς τό φῶς σου καί νά φωτισθεῖς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ἀμέσως ἐκαθάρισαν τά μάτια του, ξαναβρῆκε τό φῶς, ἐσηκώθηκε, ἐβαπτίσθηκε καί, ἀφοῦ ἔφαγε, ἐνδυναμώθηκε. Ἐκεῖ ἐδέχθηκε τήν κατήχηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί ἀσφαλῶς ἀναθεώρησε καθ’ ὁλοκληρίαν τῆ φαρισαϊκή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τήν ὅλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον μέ τή νέα ἐντολή πού ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀραβική ἔρημο, στό βασίλειο τῶν Ναβαταίων, νότια τῆς Δαμασκοῦ, παρ’ ὅτι τοῦτο δέν ἀναφέρεται ρητῶς στίς Πράξεις, προκειμένου πιθανόν νά ἀποφύγει τούς διῶκτες του καί ἀργότερα ξαναγύρισε στή Δαμασκό, ὅπου ἄρχισε τό κηρυκτικό ἔργο του γιά μία τριετία: «ἀλλ’ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν».

Στή Δαμασκό ἔμεινε μερικές ἡμέρες μέ τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ἐκήρυττε στίς Συναγωγές ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού προκάλεσε τήν κατάπληξη σέ ὅλους ὅσοι τόν ἄκουαν καί ἀποροῦντες ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατεδίωκε στήν Ἱερουσαλήμ ὅσους πίστευαν στόν Ἰησοῦ καί γι’ αὐτό τό σκοπό δέν ἔχει ἔλθει ἐδῶ γιά νά τούς συλλάβει καί νά τούς ὁδηγήσει δεμένους στούς Ἀρχιερεῖς;».

Ἀντίθετα ὁ Παῦλος ἐνισχυόταν πιό πολύ καί προκαλοῦσε σύγχυση στούς Ἰουδαίους τῆς Δαμασκοῦ μέ τό κήρυγμά του, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες οἱ Ἰουδαῖοι κατέληξαν τελικά στήν ἀπόφαση νά τόν θανατώσουν καί γι’ αὐτό παραφύλαγαν τίς πύλες ἐξόδου ἡμέρα καί νύκτα. Ἡ ἐχθρότητα καί ἡ ἀπόφαση αὐτή τῶν Ἰουδαίων, τήν ὁποία ἐπληροφορήθηκε, ἀνάγκασαν τόν Παῦλο νά ἐγκαταλείψει τή Δαμασκό.

Ἐναντίον τοῦ Παύλου ὑποχρεώθηκε νά κινηθεῖ καί ὁ βασιλιάς τῶν Ναβαταίων, ὕστερα ἀπό καταγγελίες τῶν Ἰουδαίων τῆς Δαμασκοῦ. Φεύγοντας ἀπό τή Δαμασκό ὁ Παῦλος κατέφυγε στήν Ἱερουσαλήμ (37 – 38 μ.Χ.), γιά νά γνωρίσει τούς Ἀποστόλους καί τόν Πέτρο, κοντά στούς ὁποίους παρέμεινε δεκαπέντε ἡμέρες καί στό διάστημα αὐτό δέν εἶδε κανέναν ἄλλον ἀπό τούς Ἀποστόλους παρά μόνο τόν Ἰάκωβο «τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, καί παρ’ ὅτι προσπαθοῦσε νά προσκολληθεῖ στούς Μαθητές, ἐκεῖνοι ἦσαν ἐπιφυλακτικοί μαζί του, ἐπειδή τόν ἐφοβοῦνταν ὡς διώκτη τους. Τελικά, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις, τόν παρέλαβε ὁ Βαρνάβας, ὁ ὁποῖος τόν ὁδήγησε στούς ἄλλους Ἀποστόλους καί διηγήθηκε τό θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του, «πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τόν Κύριο», ὁ Κύριος ἐλάλησε σ’ αὐτόν καί πώς εἶχε τώρα τήν παρρησία νά κηρύττει τόν Ἰησοῦ. Ἔτσι ἔγινε δεκτός καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται τούς Μαθητές καί νά κηρύττει μέ θᾶρρος τόν Ἰησοῦ. Καί ἐδῶ ὅμως οἱ ἑλληνόφωνοι Ἐβραῖοι – ἑλληνιστές ἐπεδίωξαν νά τόν θανατώσουν. Ἀλλά μόλις τό ἐπληροφορήθηκαν οἱ ἀδελφοί, τόν ὁδήγησαν στήν Καισάρεια καί ἀπό ἐκεῖ τόν ἐφυγάδευσαν στήν πατρίδα του τήν Ταρσό. Στίς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανισθείς «ἐν ἐκστάσει» τοῦ εἶπε: «Σπεῦσον καί ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ Ἱερουσαλήμ διότι οὐ παραδέξονταί σου τήν μαρτυρίαν περί ἐμοῦ». Προηγουμένως, ὄπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, «ἦλθε στά μέρη τῆς Συρίας καί Κιλικίας» κηρύττοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτή ὅμως τήν κηρυκτική του δραστηριότητα στά μέρη αὐτά, πού πρέπει νά ἦταν σημαντική, δέν ἔχουμε κάποιες πληροφορίες οὔτε καί ἀπό τόν ἴδιο, ἐκτός ἀπό φῆμες πού εἶχαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες καί ἐδόξασαν τόν Θεό γι’ αὐτό.

Στήν γενέτειρά του Ταρσό τόν ἀνεζήτησε ἀργότερα ὁ Βαρνάβας καί τόν μετέφερε στήν Ἀντιόχεια, γιά νά συνεχίσουν ἐκεῖ τό ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου καί νά ἐνισχύσουν τούς ἐκεῖ ἀδελφούς. Στήν Ἀντιόχεια ὡς γνωστόν, ὀνομάσθηκαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ γιά πρώτη φορά «Χριστιανοί». Ἀπό τήν Ἀντιόχεια ἐταξίδεψαν καί πάλι στά Ἱεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), γιά νά μεταφέρουν βοηθήματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, στούς πτωχούς ἀδελφούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ, πού ὑπέφεραν ἀπό τήν πείνα ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος. Καί ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τήν ἀποστολή τους, ἐπέστρεψαν πάλι στήν Ἀντιόχεια παίρνοντας μαζί τους καί τόν Ἰωάννη, τόν ἐπονομαζόμενο Μᾶρκο.

Ἀπό τήν Ἀντιόχεια ἄρχισε ἡ Α’ Ἀποστολική περιοδεία (44 – 45 μ.Χ. ἢ 47 – 48 μ.Χ.) κατά τόν ἑξῆς χαρακτηριστικό τρόπο: καθώς προσεύχονταν σέ κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφῆτες καί διδάσκαλοι μαζί μέ τούς Βαρνάβα καί Παῦλο, καί μετά ἀπό κάποια χαρισματική ἀποκάλυψη, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε νά ξεχωρίσουν τούς Βαρνάβα καί Παῦλο γιά τό ἔργο γιά τό ὁποῖο τούς εἶχε καλέσει.

Γιά τήν πρώτη Ἀποστολική περιοδεία μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις. Ἀρχηγός τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Βαρνάβας καί αὐτή περιελάμβανε τή Σελεύκεια, ὁλόκληρη τήν Κύπρο, τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας, τήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καί τίς πόλεις τῆς Λυκαονίας μέχρι τό Ἰκόνιο, τά Λύστρα καί τή Δέρβη.

Στήν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος πρότεινε στόν Βαρνάβα νά ἀρχίσουν τή Β’ Ἀποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. – ἀρχές 52 μ.Χ. ἢ 48/49 – 51/52 μ.Χ.) καί νά ἐπισκεφθοῦν ξανά τίς Ἐκκλησίες πού εἶχαν ἱδρύσει κατά τήν πρώτη περιοδεία τους καί νά στηρίξουν τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Ὀ μέν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τόν Ἰωάννη – Μᾶρκο, ἐπῆγε στήν Κύπρο, ὁ δέ Παῦλος ἐπῆρε γιά συνοδό του τόν Σίλα καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ περιόδευσαν τή Συρία καί Κιλικία, στηρίζοντας τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ἀπό ἐκεῖ ἔφθασαν στίς πόλεις Δέρβη καί Λύστρα, ἀπ’ ὅπου ὁ Παῦλος παρέλαβε μαζί του τόν Τιμόθεο, τόν ὁποῖο περιέτεμε γιά τούς Ἰουδαίους, ἐπειδή ἦταν ἑλληνιστής, καί συνέχισαν τήν περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τή Φρυγία καί τή Γαλατική χώρα, ὅπου ὅμως παρέμειναν ἀναγκαστικά λόγῳ ἀσθενείας τοῦ Παύλου καί ἔτσι ἐκήρυξε καί ἐκεῖ τό λόγο τοῦ Θεοῦ μέ ἐπιτυχία. Μέ ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο τούς ὁδηγοῦσε σ’ ὅλη τήν πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά καί κατέληξαν στήν Τρωάδα.

Εὑρισκόμενοι στήν Τρωάδα καί ἐνῶ πιθανόν διαλογιζόταν ὁ Παῦλος ἂν ἔπρεπε νά περάσει στήν ἀντίπερα ἀκτή, γιά νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στή Μακεδονία καί Ἑλλάδα, σέ εὐρωπαϊκό πιά ἔδαφος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν καθοδήγησε καί πάλι. Ἐμφανίσθηκε κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας κατ’ ὄναρ «παρακαλῶν αὐτόν καί λέγων διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν». Τό ὅραμα αὐτό ὁ Παῦλος τό ἐθεώρησε ὡς θεία κλήση γιά νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί σέ εὐρωπαϊκό ἔδαφος καί γι’ αὐτό ἀνεχώρησε ἀπό τήν Τρωάδα, συνοδευόμενος ἀπό τόν Σίλα καί Τιμόθεο στούς ὁποίους προστέθηκε καί ὁ ἰατρός Λουκᾶς, καί μέσῳ Σαμοθράκης τήν ἑπομένη ἔφθασαν στή Νεάπολη καί ἀπό ἐκεῖ στούς Φιλίππους, ὅπου ἐκήρυξαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχοντας καλά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ προσείλκυσαν πολλούς Χριστιανούς. «Ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρά τόν ποταμόν, οὐ ἐνομίζετο προσευχή εἶναι» καί ἐκεῖ συνάντησαν τίς σεβόμενες τόν Θεό γυναῖκες πρός τίς ὁποῖες ὁ Παῦλος ὁμίλησε μέ ἀποτέλεσμα μία ἀπό αὐτές, ἡ πορφυρόπωλις Λυδία, νά δεχθεῖ τό φωτισμό τοῦ Κυρίου, νά βαπτισθεῖ μαζί μέ ὅλη τήν οἰκογένειά της καί μέ ἐπίμονες παρακλήσεις νά πείσει τούς Ἀποστόλους νά μείνουν στό σπίτι της. Ἐκεῖ ὁ Παῦλος ἐθεράπευσε τή μαντευομένη παιδίσκη, πού ἀπέδιδε πολλά κέρδη στούς κυρίους της, οἱ ὁποῖοι καί κατήγγειλαν τό γεγονός στίς ἀρχές, μέ ἐπακόλουθο τή σύλληψη τοῦ Παύλου καί τῶν συνοδῶν του, μέ τήν κατηγορία ὅτι διαταράσσουν τήν πόλη, κηρύττοντας ἰδέες καί ἤθη ξένα στούς Ρωμαίους. Ἀποτέλεσμα τῆς δίκης ἦταν νά καταδικασθοῦν σέ σκληρούς ραβδισμούς καί σέ ἐγκλεισμό στή φυλακή. Ἀλλά οἱ προσευχές καί οἱ δοξολογίες τῶν φυλακισμένων καθώς καί ἕνας ἰσχυρός σεισμός εἶχαν ὡς συνέπεια νά ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ δεσμωτηρίου καί νά λυθοῦν τά δεσμά τῶν φυλακισμένων. Τοῦτο ἀνησύχησε τό δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀποπειράθηκε νά σκοτωθεῖ, ἐπειδή ἐνόμισε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐδραπέτευσαν, ἀλλ’ ἡ παρέμβαση τοῦ Παύλου ὄχι μόνο τοῦ ἔσωσε τή ζωή, ἀλλά τόν ἐκατήχησε καί ἐβάπτισε αὐτόν καί ὅλη τήν οίκογένειά του. Στή συνέχεια οἱ στρατηγοί τῆς πόλεως διέταξαν τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά ἐπειδή ὁ Παῦλος ἐπικαλέσθηκε τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτου, πού εἶχε, ἦλθαν οἱ ἴδιοι καί τούς παρεκάλεσαν νά ἐγκαταλείψουν τήν πόλη. Πράγματι ὁ Παῦλος καί ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ συνάντησαν τούς λίγους πιστούς στήν οἰκία τῆς Λυδίας καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ἀνεχώρησαν μέσῳ Ἀμφιπόλεως καί Ἀπολλωνίας γιά τή Θεσσαλονίκη καί τή Βέροια. Τήν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπετέλεσαν ἀρχικά μερικοί μέν Ἰουδαῖοι, περισσότεροι δέ ἀπό τούς «σεβομένους» Ἕλληνες καί κυρίως πολλές γυναῖκες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς τάξεως τῆς πόλεως «γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι». Ἡ παράδοση διέσωσε μεταξύ τῶν πρώτων Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης μερικά ὀνόματα, ὅπως ὁ Ἰάσων, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Σεκοῦνδος, ὁ Γάιος, Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ Παύλου.

Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου στή Θεσσαλονίκη δέν ἦταν χωρίς δυσκολίες καί ἀντιδράσεις. Ὅπως συνέβη στούς Φιλίππους, ὅπου κατηγορήθηκαν ὁ Παῦλος καί οἱ συνοδοί του ἐνώπιον τοῦ δήμου καί τῶν στρατηγῶν ὡς ταραχοποιοί καί ὡς διδάσκοντες γιά θεωρίες πού ἀντιβαίνουν τά ρωμαϊκά ἤθη, ἔτσι καί τώρα στή Θεσσαλονίκη ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου ἐνόχλησε τούς Ἰουδαίους πού δέν ἐπίστεψαν, γιατί ἔβλεπαν ὅτι σημαντικός ἀριθμός Θεσσαλονικέων Ἰουδαίων προσχωροῦσε στή νέα πίστη καί ἐγίνονταν Χριστιανοί καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά ἀντιδράσουν μέ κάθε τρόπο. Ὁ πιό ἀποτελεσματικός τρόπος ἦταν νά ἐξουδετερώσουν τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του χρησιμοποιώντας τή βαρύτερη κατηγορία. Ἐπεχείρησαν δηλαδή νά τούς ἐμφανίσουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν καί τούς ἀπέδωσαν τίς κατηγορίες τῆς ἐσχάτης προδωσίας καί τῆς στάσεως ἐναντίον τῶν ἀρχῶν τοῦ κράτους. Πρός τοῦτο «προσλαμβανόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινάς πονηρούς καί ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τήν πόλιν» προεκάλεσαν ὀχλοκρατικές ἐκδηλώσεις καί ταραχές μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναστατώσουν τήν πόλη. Ἀναζήτησαν τόν Παῦλο καί τούς συνεργάτες του, γιά νά τούς ὁδηγήσουν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως. Ὅμως οἱ Χριστιανοί, ἄγρυπνοι καί ἀνήσυχοι, παρακολουθοῦσαν τίν κινήσεις τῶν ἀντιτιθέμενων Ἰουδαίων καί τῶν ἀρχῶν καί ἔλαβαν ἔγκαιρα τά μέτρα τους γιά τή διάσωση τῶν Ἀποστόλων. Γι’ αὐτό καί οἱ διῶκτες του, ἀφοῦ δέν εὑρῆκαν τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στή συνέχεια στό σπίτι τοῦ Ἰάσονος, γιά τόν ὁποῖο εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι τούς εἶχε προσφέρει φιλοξενία καί ἐργασία.

Ἀλλ’ ἐπειδή ἡ κατάσταση ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι σοβαρή καί πολύ κρίσιμη γιά τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του, γι’ αὐτό «οἱ ἀδελφοί εὐθέως διά νυκτός ἐξέπεμψαν τόν Παῦλον καί Σίλαν εἰς Βέροιαν» συνοδευομένους ἀπό μιά ὁμάδα Χριστιανῶν Θεσσαλονικέων γιά τήν ἀσφαλέστερη πορεία τους μέχρι τή Βέροια καί τήν ἐγκατάστασή τους σέ γνωστό καί ἀσφαλές περιβάλλον.

Στό ὀλιγόχρονο διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν Ἀποστόλων στή Βέροια, ὁ Παῦλος μέ τούς συνοδούς του ἐπῆγαν στή Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων, ὅπου καί συνέχισαν ἐκεῖ τό κήρυγμά τους. Καί στή Βέροια ἀκολουθήθηκε ἡ ἴδια τακτική πού εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στούς Φιλίππους καί στή Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν καί ἐκεῖ ταραχές «σαλεύοντες καί ταράσσοντες τούς ὄχλους» καί τούς ἐξήγειραν ἐναντίον τῶν Ἀποστόλων, ὁπότε ἀναγκάσθηκαν οἱ Βεροιεῖς, γιά νά διασώσουν τόν Παῦλο, νά τόν φυγαδεύσουν, ὁδηγώντας τον σέ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως στή Μεθώνη, καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιά τήν Ἀθήνα.

Φεύγοντας ἀπό τή Μεθώνη διά θαλάσσης ὁ Παῦλος ἔφθασε στήν Ἀθήνα καί κατά τή συνήθη τακτική του ἐπικοινώνησε μέ τούς ὀλίγους Ἰουδαίους στή Συναγωγή καθώς καί μέ τούς προσηλύτους τῆς πόλεως. Στήν ἀγορά τῆς πόλεως, στήν ὁποία συνήθιζαν τότε νά συχνάζουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι καί διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς ἀπ’ αὐτούς καί συζήτησε μαζί τους τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί τή λύτρωση τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι αὐτοί ἀρχικά εὑρῆκαν ἐνδιαφέρουσα τή συζήτηση μέ τόν Παῦλο καί τοῦ ἐζήτησαν νά ἀναπτύξει τή διδασκαλία του ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου Πάγου, πού ἦταν καί ὁ ὑπεύθυνος γιά τά θρησκευτικά θέματα καί τά ἤθη τῆς πόλεως. Πράγματι, ὁ Παῦλος, παίρνοντας ὡς βάση τή λατρεία τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Ἄγνωστο Θεό καί λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τίς ἐπικρατοῦσες τότε ἰδέες τῶν Στωικῶν δεχομένων, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις, ὅτι: «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν», κατ’ ἀρχήν έλεγξε τήν πλάνη τους γιά τή λατρεία τῶν εἰδώλων καί ἔπειτα τούς ὁμίλησε γιά τόν ἀληθινό καί ζῶντα Θεό, τόν Λυτρωτή Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό νά κηρύξει μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν. Αὐτόν τόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ὅρισε ὁ Θεός νά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ζῶντες καί νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καί ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους θά τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἢ κολάσεως. Ἀλλά τό κήρυγμα αὐτό τοῦ Παύλου γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τή μέλλουσα κρίση προκάλεσε τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ἀθηναίων καί ἄλλοι τόν εἰρωνεύθηκαν ἀπροκάλυπτα καί ἄλλοι τοῦ εἶπαν μᾶλλον ἀδιάφορα ὅτι: «θά σέ ἀκούσουμε ἄλλη φορά». Γι’ αὐτό καί τό κήρυγμά του εἶχε πολύ πτωχά ἀποτελέσματα· ἀπό τούς Ἀθηναίους ἐπίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί μία γυναίκα ὀνόματι Δάμαρις.

Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τήν Ἀθήνα, ἀφοῦ τό κήρυγμά του δέν εἶχε τήν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πόλεων πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρίν, καί ἔφθασε στήν Κόρινθο. Εὑρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι Ἰουδαίους, τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα, πού μόλις εἶχαν ἔλθει ἀπό τήν Ἰταλία ἀφοῦ ὁ Κλαύδιος ἔδιωξε τούς Ἰουδαίους ἀπό τή Ρώμη καί, ἐπειδή ἦταν καί αὐτοί ὁμότεχνοι, ἔμεινε στό σπίτι τους. Καί στήν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τό κήρυγμά του ἀπό τή Συναγωγή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μέ ἁπλά ὅμως λόγια αὐτή τή φορά καί χωρίς τίς φιλοσοφικές ἐκεῖνες ἰδέες πού ἀνέπτυξε στούς Ἀθηναίους. Τούς μίλησε μόνο γιά τόν «Ἰησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον». Ἐπειδή ὅμως καί ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀντέδρασαν στό κήρυγμα τοῦ Παύλου καί δέν θέλησαν νά ἀποδεχθοῦν τό περιεχόμενό του, ὁ Παῦλος ἐστράφηκε πρός τούς ἐθνικούς, «καί μεταβάς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τήν οἰκίαν τινός ὀνόματι Τιτίου Ἰούστου, σεβομένου τόν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ», ἀπό τούς ὁποίους ἐπίστεψαν πολλοί καί ἐβαπτίσθησαν· μεταξύ αὐτῶν δέ ἦταν καί ὁ ἀρχισυναγωγός Κρίσπος καί ὅλοι οἱ οἰκεῖοι του. Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στόν Παῦλο «δι’ ὁράματος ἐν νυκτί... μή φοβοῦ, ἀλλά λάλει καί μή σιωπήσης, διότι ἐγώ εἰμι μετά σοῦ, καί οὐδεῖς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί τε, διότι λαός ἐστί μοι πολύς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ». Γι’ αὐτό καί παρέμεινε στήν Κόρινθο «ἐνιαυτόν καί μῆνας ἕξ» διδάσκοντας στούς Κορινθίους τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί βοηθούμενος στό ἔργο του ἀπό τούς Τιμόθεο καί Σίλα, πού ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξύ ἀπό τή Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιά τή στερέωση τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης καί Βεροίας. Αὐτά τά νέα ἔδωσαν τήν εὐκαιρία στόν Παῦλο νά γράψει τίς δύο πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του. Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου στήν Κόρινθο εἶχε καρποφόρα ἀποτελέσματα, πράγμα πού προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι τόν κατηγόρησαν στό Ρωμαῖο ἀνθύπατο Γαλλίωνα. Ὁ Γαλλίων ὅμως μή ἐπιθυμῶν νά ἀναμιχθεῖ σέ ζητήματα «περί λόγου καί ὀνομάτων καί νόμου», τούς ἔδιωξε.

Ὕστερα ἀπό μερικές ἀκόμα ἡμέρες παραμονῆς του στήν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἀνεχώρησε μαζί μέ τούς συνοδούς του Ἀκύλα καί Πρίσκιλλα γιά τή Συρία, μέ πρῶτο σταθμό τήν Ἔφεσο, στήν ὁποία ἔμεινε λίγο χρόνο, παρά τίς παρακλήσεις τῶν πιστῶν της νά μείνει περισσότερο κοντά τους. Ἀπό τήν Ἔφεσο ἔφθασε στήν Καισάρεια καί κατέληξε στήν Ἀντιόχεια, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνέβηκε στήν Ἱερουσαλήμ νά χαιρετήσει τήν ἐκεῖ κοινότητα τῶν πιστῶν.

Στήν Ἔφεσο, ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος, κατά τήν Τρίτη ἀποστολική περιοδεία (ἄνοιξη 52 – ἄνοιξη 57 μ.Χ.), ἄρχισε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, καταδεικνύοντας τή θεία προέλευση καί ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας του ἀκόμη καί μέ τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε, θεραπεύοντας ἀσθενεῖς καί δαιμονιζομένους.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τελικά ἀνεχώρησε γιά τά Ἱεροσόλυμα συνοδευόμενος ἀπό μερικούς μαθητές ἀπό τήν Καισάρεια. Οἱ Ἰουδαῖοι, πού φαίνεται ὅτι ἐπερίμεναν τόν Παῦλο, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του καί μόλις κατόρθωσε νά διασωθεῖ ἀπό βέβαιο θάνατο ἀπό τό Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αὐτός τόν παρέπεμψε μέ συνοδεία καί σχετική ἐπιστολή στό Ρωμαῖο Διοικητή τῆς Καισαρείας Φήλικα, ὁ ὁποῖος τόν ἐκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57 – 59). Τόν Φήλικα διαδέχθηκε ὁ Φῆστος καί οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτησαν τότε ἀπ’ αὐτόν νά τούς παραδώσει τόν Παῦλο, γιά νά τόν δικάσουν αὐτοί στά Ἱεροσόλυμα. Βλέποντας ὁ Παῦλος ὅτι ἀντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος τοῦ Ρωμαίου πολίτου καί ἐζήτησε νά δικασθεῖ ἀπό τόν Καίσαρα, πράγμα πού ἔγινε δεκτό.

Στή Ρώμη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (60 – 62 μ.Χ. ἢ 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σέ ἰδιαίτερη ἐνοικιασμένη οἰκία, ὅπου μποροῦσε νά δέχεται ὅλους ὅσοι ἤθελαν νά τόν ἐπισκεφθοῦν, νά κηρύττει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά διδάσκει γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ παρρησία καί χωρίς μεγάλα ἐμπόδια. Στό διάστημα αὐτό τῆς παραμονῆς του στή Ρώμη ὁ Παῦλος ἔγραψε τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή καθώς καί τίς λεγόμενες Ἐπιστολές αἰχμαλωσίας.

Γιά τήν παραπέρα πορεία καί δραστηριότητα τοῦ Παύλου, τήν τέταρτη ἀποστολική περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. ἢ 61 – 64 μ.Χ.), οἱ πληροφορίες εἶναι πενιχρές καί ἔμμεσες καί δέν συμφωνοῦν ἀπόλυτα. Ἀπό τίς σποραδικές ἀναφορές καί τούς ὑπαινιγμούς τῶν Πράξεων, ἀπό κάποιες εἰδήσεις τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ὅπως τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, τοῦ Μορατορίου Κανόνος, τοῦ Εὐσεβείου Καισαρείας, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου καί ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν Ἐπιστολῶν, συνάγεται ὅτι ὁ Παῦλος μετά τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τή δίκη στή Ρώμη, ἐταξίδεψε «μέχρις ἐσχάτων τῆς Δύσεως». Τοῦτο κατά τή μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά τήν ἐκτίμηση μερικῶν, μέχρι τήν Ἰσπανία. Σύμφωνα μέ τίς Ποιμαντικές Ἐπιστολές, κατά τήν Δ’ Ἀποστολική περιοδεία ὁ Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν Ἔφεσο, τή Μακεδονία, τήν Κρήτη, τή Νικόπολη, τήν Τρωάδα, τή Μίλητο καί τήν Κόρινθο, πιθανόν καί τίς Ἐκκλησίες τῶν Κολοσσῶν, Ἱεραπόλεως, Λαοδικείας, ἐκπληρώνοντας παλαιά ὑπόσχεσή του πρός τόν Φιλήμωνα καί τούς Κολοσσαεῖς, γιά νά γνωρίσει καί προσωπικά τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν πού δέν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε.

Ἡ σύλληψη καί μεταφορά τοῦ Παύλου στή Ρώμη ἔγινε μεταξύ τῆς ἀνοίξεως καί τοῦ θέρους τοῦ 65 μ.Χ. Οἱ συνθῆκες τῆς δεύτερης αὐτῆς φυλακίσεώς του ἦσαν ὁπωσδήποτε διαφορετικές ἀπό τήν πρώτη. Εἶχε ἀσφαλῶς ὀλιγότερες ἐλευθερίες γιά νά τόν ἐπισκέπτονται οἱ φίλοι του, ὅπως ὁ Ὀνησιφόρος, ὁ Εὔβουλος καί Πούδης, ὁ Λίνος καί ἡ Κλαυδία καί ἄλλοι, καί οἱ συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκᾶς, Τυχικός. Φαίνεται ὅτι κατά τό διάστημα τῆς φυλακίσεώς του αὐτῆς ἔγραψε τή Β’ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύκνειο ἄσμα του, ἀφοῦ μετά ἀπό τή φυλάκισή του αὐτή ὁδηγήθηκε στό μαρτυρικό θάνατό του.

Ὁ ἀκριβής χρόνος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου δέν εἶναι γνωστός, ἐλλείψει συγκεκριμένων πληροφοριῶν, τίς ὁποῖες ὅμως ἀναπληρώνει ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ ὁποία συνδέει τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Παύλου μέ τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Πέτρου καί ἀναφέρει σχετικά μόνο ὅτι οἱ δύο Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν κατά τό διωγμό τοῦ Νέρωνος, χωρίς νά προσδιορίζει τόν ἀκριβή χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξ ἄλλου ὁ χαρακτηρισμός τῆς 29ης Ἰουνίου ὡς «γενεθλίου» ἡμέρας τους δέν δηλώνει τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους, ἀλλά τήν καθιέρωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τους, τό 258 μ.Χ., ἴσως λόγῳ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τους. Τό πιθανότερο εἶναι ὁ Παῦλος νά ἐμαρτύρησε στά τέλη περίπου τοῦ ἔτους τῆς συλλήψεώς του, τό 65 μ.Χ. ἢ τό ἀργότερο στίς ἀρχές τοῦ 66 μ.Χ. Τόν ἐξετέλεσαν μέ ξίφος κοντά στήν «περιοχή τοῦ Λικινίου», παρά τήν Ὀστία ὁδό, σέ τόπο ὀνομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», πού σήμερα εἶναι γνωστός ὡς Μονή τῶν «Τριῶν Πηγῶν». Ἐκεῖ κοντά καί τόν ἐνταφίασαν. Στόν τόπο τῆς Ταφῆς ὁ Ἀνίκητος τοῦ ἀνήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», πού πιθανόν περικλειόταν σέ κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.

Ἕνας ἀπό τούς σκληρότερους χριστιανομάχους αὐτοκράτορες ἦταν ὁ Πόπλιος Λικίνιος Οὐαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.). Ὅταν ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, ἐμεθόδευσε συστηματικώτερα τούς διωγμούς. Ἐστράφηκε κατά τοῦ κλήρου, τῆς λατρείας, τῆς περιουσίας καί τῶν κοιμητηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Τά μέτρα του ἐφαρμόσθηκαν περί τό 257 μ.Χ. μέ πραγματική ἀγριότητα. Θανατώνει τούς Ἐπισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, ἀπαγορεύει τίς συνάξεις στούς τόπους ταφῆς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος τοῦ μαρτυρήσαντος, τό 257 μ.Χ., Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Ἕλληνας Ἐπίσκοπος Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), γιά νά προλάβει σκύλευση τῶν τάφων τῶν δύο Ἀποστόλων, κάνει κρυφά τήν ἀνακομιδή τῶν ἁγίων λειψάνων τους ἀπό τά μνημεῖα – τρόπαιά τους, πιθανῶς στίς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 258 μ.Χ., καί τά μεταφέρει στό κοιμητήριο πού εἶναι σήμερα γνωστό ὡς Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Ἔτσι ἡ ἡμερομηνία αὐτή διατηρήθηκε ὡς σήμερα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὄχι πλέον σέ ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων λειψάνων, ἡ ὁποία εἶχε λησμονηθεῖ ἀπό τό λαό, ἀλλ’ ὡς γενέθλιος ἡμέρα, δηλαδή ὡς ἑορτή τοῦ μαρτυρίου τους.

Μετά τό 260 μ.Χ., ὁ νέος αὐτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ἦταν περισσότερο ἐπιεικής. Ἐσταμάτησε τίς ἀπάνθρωπες σκληρότητες καί ἐπέστρεψε τούς ναούς καί τά κοιμητήρια. Ἡ λατρεία ἀναπτύσεται στό νέο τόπο ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Ἐπάνω ἀπό τήν Κατακόμβη του ἱδρύεται τό ἀρχαιότερο Μαρτύριο τῆς Ρώμης. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἡ ἑορτή τῶν Πρωτοκορυφαίων τιμᾶται στή Ρώμη σέ τρεῖς τόπους. Στό Βατικανό ὁ Πέτρος, στήν ὁδό τῆς Ὠστίας ὁ Παῦλος καί οἱ δύο μαζί στίς Κατακόμβες.

Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε τά πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) ἐξασφάλισε τήν ὑποστήριξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γιά τήν ἀνοικοδόμηση Μαρτυρίων στούς τόπους ἀθλήσεως καί ἀρχικῆς ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Τά ἐγκαίνια τῶν πρώτων κτισμάτων γύρω ἀπό τούς τάφους τῶν Ἀποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στό Βατικανό καί στήν ὁδό πρός τήν Ὠστία στίς 18 Νοεμβρίου τοῦ 324 μ.Χ. μέ τή μετακομιδή τῶν λειψάνων τους ἀπό τήν Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ στούς τόπους ἀρχικῆς ταφῆς. Μόνο οἱ Τίμιες Κάρες τῶν Ἀποστόλων ἐκρατήθηκαν στόν καθεδρικό ναό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, τό ναό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Λατερανοῦ, σημερινό Ἅγιο Ἰωάννη. Ἐκεῖ παραμένουν μέχρι σήμερα, ἐπάνω ἀπό τήν κεντρική Ἁγία Τράπεζα, μέσα σέ κιβώρια.

Ἡ Κωνσταντίνεια βασιλική τοῦ Βατικανοῦ, παρά τίς πολλές ἐπισκευές λόγῳ τῶν καταστροφῶν πού τίς προξένησαν οἱ βαρβαρικές ἐπιδρομές τοῦ 5ου καί 6ου αἰῶνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αἰῶνες κέντρο προσκυνηματικῆς εὐσεβείας. Ἦταν πεντάκλιτη βασιλική, μέ 90 μέτρα μῆκος καί 65 μέτρα πλάτος. Ἡ Ἀναγέννηση κατέστρεψε τόν πάνσεπτο αὐτό ναό καί στή θέση του ἔκτισε τόν ἀχανή καί βαρύ σημερινό Ἅγιο Πέτρο (1626). Στήν ὁδό πρός τήν Ὠστία ἱδρύθηκε ἀρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, τήν ὁποία ἐπεξέτειναν τό 386 μ.Χ. οἱ αὐτοκράτορες Οὐαλεντιανός Β’, Θεοδόσιος καί Ἀρκάδιος σέ πεντάκλιτη καί τήν ἐγκαινίασε, τό 390 μ.Χ., ὁ Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Ἡ βασιλική διατηρήθηκε σχεδόν ἀκέραια μέχρι τόν Ἰούλιο τοῦ 1823, πού ἐκάηκε ἀπό μεγάλη πυρκαγιά, ἀλλά ἀναστηλώθηκε μέ πιστότητα στό ἀρχαῖο της κάλλος.

Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καλύπτεται μέ μία μεγαλογράμματη λατινική ἐπιγραφή τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., πού γράφει: «Στόν Παῦλο, Ἀπόστολο Μάρτυρα».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κανόνας πίστεως.
Ἐθνῶν σε κήρυκα καί φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τούς ἀγῶνας τιμῶμεν καί τάς βασάνους διά Χριστόν, τό σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος καί Ἀπόστολος μέγιστος, καί σαγηνευτής ἐθνῶν θεῖος, ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἐδείχθης ὡς πλήρης ὢς φωτός, Ἀπόστολε Παῦλε ἀληθῶς· τόν γάρ ἄγνωστον κηρύττεις ἡμῖν Θεόν, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, πᾶσι τά κρείττονα.

Ἕτερον μετά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καί τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος.

Ἕτερον μετά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖοι κήρυκες, τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καί δογμάτων οὐρανίων ἀκφάντορες, Πέτρε καί Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων Πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καί λύτρωσιν παθῶν καί μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀποστόλων πρόκριτος, καί κορυφαῖος ἐδείχθης, προσκληθείς Ἀπόστολε, παρά Χριστοῦ οὐρανόθεν· ἔνθεν δή, τήν οἰκουμένην πᾶσαν διῆλθες, ἅπαντας, καταφωτίζων πρός θείαν πίστιν· διά τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Παῦλε, Ἐκκλησιῶν ὁ φωστήρ.

Ἕτερον μετά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τούς ἀσφαλεῖς, καί θεοφθόγγους κήρυκας, τήν κορυφήν, τῶν Ἀποστόλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν θάνατον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τά ἐγκάρδια.

Ἕτερον μετά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀποστόλων πρόκριτοι, καί κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοί ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Παῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καί ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, καί ἐθνῶν ὁ κῆρυξ, καί διδάσκαλος καί φωστήρ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὑφηγητής ἁπάσης, καί μέγας λαμπαδοῦχος, Παῦλε Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον μετά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.