Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ὁσιομάρτυρας (8 Ιουνίου)

16ληροφορίες γιά τόν Βίο τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Θεοφάνους ἀντλοῦμε ἀπό τόν Κώδικα 797 τῆς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ 1618. Ὁ ποιητής – συγγραφέας τοῦ Κώδικος ἦταν μοναχός ἢ ἱεροδιάκονος Ἁγιορείτης, καί ἴσως Βατοπαιδινός, ἀφοῦ τόν συναντᾶμε σέ ἀρκετούς Κώδικες αὐτοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, εἴτε ὡς ποιητή, εἴτε ὡς ἁπλό γραφέα Κωδίκων. Φαίνεται νά ἀνήκει στό ρεῦμα τῆς λόγιας παραδόσεως, πράγμα πού καθρεπτίζεται στήν καθαρότητα τοῦ λόγου του καί στήν Ἀκολουθία καί στό Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης, κατά κόσμον Θεόδωρος, ἐγεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς καί ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ὡς πρός τήν πατρίδα τοῦ Ἁγίου οἱ γνῶμες διίστανται, ἀφοῦ οἱ πηγές ἀναφέρουν ὡς πατρίδα του τήν κώμη Ζαπάντη τῶν Καλαβρύτων ἢ τῆς Καλαμάτας.
Ὁ Θεοφάνης σέ παιδική ἡλικία ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἔγινε Μωαμεθανός. Μετά τήν ἄρνηση τῆς Χριστιανικῆς πίστεώς του ὁ Θεόδωρος εἰσάγεται καί μένει γιά ἕξι χρόνια στά βασιλικά ἀνάκτορα μέ ἰδιαίτερες τιμές. Τοῦ δίδουν διδασκάλους νά μάθει ὄχι μόνο τά τουρκικά γράμματα, μά καί τίς ἀραβικές ἐπιστῆμες. Αὐτό θά τόν ὁδηγήσει, ἀπό ἀραβικούς δρόμους, νά προχωρήσει σέ θεολογική γνώση καί ἴσως καί μέ τή βοήθεια τῶν καθηγητῶν του, στή διδασκαλία περί τοῦ Θεανθρώπου Λόγου.

Ἀρχίζουν ὅμως οἱ πρῶτες τύψεις γιά τήν ἄρνηση τῆς πίστεώς του. Ὕστερα ἀπό προσευχή στήν Ἁγία Τριάδα, φεύγει ἀπό τά ἀνάκτορα καί ἀρχίζει τήν περιπλάνηση. Ὁ Θεός, ἀκούοντας τή δέησή του, φέρνει τά βήματά του στή Βενετία, ὅπου ἀρχιεράτευε ὁ σοφός Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβῆρος, ὁ ὁποῖος τόν ἐδίδαξε καί τόν ἐστήριξε καί μετά τόν ἔκειρε μοναχό καί τόν ὀνόμασε Θεοφάνη. Ἀγωνίσθηκε σκληρά μέ προσευχή, νηστεία, γονυκλισίες καί ἄλλες σκληραγωγίες γιά τήν ἐξιλέωσή του καί ἔτσι προετοιμάσθηκε γιά τό μαρτύριο.
Παντοῦ, ὅπως στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Ἀθήνα καί στόν Εὔριπο, ἐκήρυττε τό Ὄνομα τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ. Ἐδῶ δέν πετυχαίνει αὐτό πού ἐπιθυμεῖ, τό μαρτυρικό θάνατο, ὁπότε ἀναχωρεῖ γιά τή Λάρισα. Ἐκεῖ παρουσιάζεται στό δικαστή, πού ἦταν γνωστός γιά τήν ἀγριότητα καί τή σκληρότητά του καί τό μόνο πού καταφέρνει εἶναι νά τόν μαστιγώσουν ἑξακόσιες φορές. Φέροντας καί ὑποφέροντας γενναῖα τούς σκληρούς βασανισμούς προσεύχεται, θεραπεύεται καί φεύγει γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου εὑρίσκει Ἁγίους καί Πνευματικούς καί ὁπλίζεται μέ τίς εὐχές καί τίς εὐλογίες τους.
Πάνοπλος ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καθημερινά συνομιλεῖ μέ τόν πνευματικό του Γέροντα Εὐθύμιο. Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου πλησιάζει. Ὁ Ἅγιος κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί μετά φεύγει, γιά νά παρουσιασθεῖ στά βασιλικά ἀνάκτορα. Ὕστερα ἀπό τήν ἀγόρευσή του, σχεδόν ὑβριστική γιά ὅλους τούς κρατοῦντες, ὁ δικαστής ἔπαρχος τόν ρίχνει στή φυλακή, ὥσπου νά ἀποφασίσει γιά τήν τιμωρία του.
Παρά τά καλοπιάσματα, τίς κολακεῖες καί τίς ἀπειλές, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι τόν ἐβασάνισαν σκληρά καί τόν ἐμαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Στή συνέχεια τόν ἔκλεισαν στή φυλακή.
Οἱ ἄγριοι φύλακες τόν εἰρωνεύονταν καί τοῦ ἐζητοῦσαν κάποιο θαῦμα. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε ἐπί τρεῖς ὧρες, ὡσάν στύλος ἀκράδαντος. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, μετά τό «Ἀμήν» τῆς προσευχῆς του, γίνεται μέγας σεισμός καί, παρ’ ὅλη τή βαθιά νύκτα, περιλάμπει τούς φύλακες καί τούς φυλακισμένους «φῶς τοῦ ἡλίου φαεινότερον». Καί τότε οἱ φύλακες μεταβάλλονται σέ ἥμερα ἀρνία, πού ζητοῦν τή συγγνώμη καί τή μεσιτεία τοῦ Μάρτυρος. Πολλοί ἀπό αὐτούς πιστεύουν στόν Ἀληθινό Θεό καί γίνονται Χριστιανοί. Οἱ Τοῦρκοι ἀναστατώνονται. Ἀρχίζουν τά δικαστήρια καί τά βασανιστήρια. Ἔρχεται ὁ «πικρότατος θάνατος».
Οἱ βασανιστές του ἔγδαραν τό δέρμα αὐτοῦ σέ λωρίδες καί τέλος τόν ἐκρέμασαν μετέωρο σέ σχῆμα σταυροῦ. Ὁ Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τό μαρτύριο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀδιάκοπα εὐχαριστοῦσε τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετά τήν πρσευχητική δοξολογία τοῦ Μάρτυρος ἕνα πουλί ἔφθασε ἀπό ψηλά, σάν λευκό περιστέρι. Ὁ Ἅγιος ἐπλημμύρισε χαρά καί εὐφροσύνη. Τό θέαμα ἦταν ἀνεξήγητο.
Ὅταν ἔφθασε τό δειλινό καί ἐπέρασαν τρεῖς ὧρες συνεχοῦς παρουσίας τοῦ περιστεριοῦ, ἐκεῖνο ἐχάθηκε. Ὁ Ἅγιος ἀνεφώνησε: «διψῶ». Οἱ Τοῦρκοι τόν ἐπείραζαν: «Γίνε ὅπως καί ἐμεῖς, καί θά σοῦ δώσουμε νερό». Ὅμως ὁ Ἅγιος, πού προγευόταν τή χαρά τοῦ Πάσχα, τούς ἀπάντησε ὅτι ἐδιψοῦσε γιά τή σωτηρία τους καί ὄχι γιά νερό.
Μετά ἀπό αὐτό ἔρχονται ἀστραπές καί βροντές μέσα στή νύκτα καί ἕνα οὐράνιο φῶς ἐτύλιξε τό Μάρτυρα, κινώντας τό θαυμασμό τῶν Ἀγαρηνῶν. Οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται καί ξεσηκώθηκαν. Τόν ἐθανάτωσαν μέ αἰχμηρά σίδερα, πού τόν κατατρύπησαν, καί ἔτσι ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἔλαβε ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Θεό τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου τό 1588.
Ὅσοι ἀπό τούς βασανιστές ἐπρωτοστάτησαν στό νά τοῦ βγάλουν τά μάτια ἢ νά τοῦ γδάρουν τό σῶμα, ἐδέχθησαν τή δίκαιη τιμωρία τους ἄνωθεν. Ἄλλοι ἐτυφλώθησαν, ἄλλοι ἐτρελάθηκαν, ἄλλοι ἀπεπνίγησαν στή θάλασσα, ἄλλοι ἐξεράθηκαν στά χέρια. Καί ὅσοι ἀπό αὐτούς μετανόησαν καί ἐπικαλέσθηκαν τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἀμέσως ἐθεραπεύθησαν καί ἔγιναν κήρυκες τῶν θαυμάτων τοῦ Μάρτυρος καί τῆς πίστεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx