Ἅγιος Ἀλέξιος ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (7 Μαΐου)

15 Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ Ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, γεννήθηκε στήν Αὐστροουγγαρία στίς 18 Μαρτίου τοῦ 1854 ἀπό μία φτωχή οἰκογένεια Καρπαθορώσων. Ὅπως πολλές ἄλλες οἰκογένειες στήν Αὐστροουγγρική αὐτοκρατορία, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξίου Τόθ ἦταν ἀρχικά συνδεδεμένη μέ τούς Οὐνίτες. Ὁ πατέρας καί ὁ ἀδελφός τοῦ Ἀλεξίου ἦταν «ἱερεῖς» καί ὁ θεῖος του ἦταν «Ἐπίσκοπος» τῶν Οὐνιτῶν. Ἔλαβε ἐξαιρετική μόρφωση καί ἔμαθε πολλές γλῶσσες (καρπαθορωσικά, οὑγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικά καί ἑλληνικά μόνο γιά ἀνάγνωση). Νυμφεύθηκε τή Ροζαλί Μιχάλιτς, τήν θυγατέρα ἑνός «ἱερέως» καί χειροτονήθηκε «πρεσβύτερος» στίς 18 Ἀπριλίου 1878. Ἡ γυναῖκά του πέθανε σύντομα καί μετά ἀπό λίγο καί τό μονάκριβο παιδί του. Ὁ Ἀλέξιος ἄντεξε τίς δοκιμασίες αὐτές μέ τήν ὑπομονή τοῦ Ἰώβ.

Τόν Μάιο τοῦ 1897 ὁ Ἀλέξιος ἀνεδείχθη γραμματέας τοῦ Ἐπισκόπου Πρέσωβ καί ὑπεύθυνος τοῦ διοικητικοῦ τομέα τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπίσης, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διεύθυνση ἑνός ὀρφανοτροφείου. Στό σεμινάριο τοῦ Πρέσωβ ὁ Ἀλέξιος Τόθ δίδαξε ἐκκλησιαστική ἱστορία καί κανονικό δίκαιο, γνώσεις πού τόν βοήθησαν πάρα πολύ στήν μετέπειτα ζωή του στήν Ἀμερική.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1889 ἀνέλαβε ἱερατικά καθήκοντα σέ μία οὐνιτική ἐνορία στή Μινεάπολη τῆς Μινεσότας. Ὅμως, μέσα ἀπό διάφορες ἐκκλησιαστικές περιπέτειες, ἀποφάσισε νά ἀπευθυνθεῖ στόν Ρῶσο Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βλαδίμηρο. Στίς 25 Μαρτίου τοῦ 1891, ὁ ἱερέας Ἀλέξιος Τόθ καί 3.614 ἐνορίτες του προσῆλθαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πίστη τῶν προγόνων τους. Οἱ ἐνορίτες, θεωρώντας αὐτό τό γεγονός ὡς ἕνα νέο θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφώνησαν μέ χαρά: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός, γιά τό μεγάλο Του ἔλεος».
Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καί τῆς ἐνορίας του, πού ἐπέστρεψαν στήν Ὀρθοδοξία, ἦταν ἐνθαρρυντικό γιά ἑκατοντάδες ἄλλους Οὐνίτες. Ὁ πατήρ Ἀλέξιος ἦταν φῶς ἐπί τή λυχνία καί ἀποτελοῦσε φωτεινό παράδειγμα γιά τούς πιστούς. Μέ τό τολμηρό κήρυγμά του ἐξέθεσε τήν κακόπιστη διδασκαλία πού εἶχε παραπλανήσει τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἦταν πολύ διακριτικός, γιά νά μήν καλλιεργήσει στό ποίμνιό του τή μισαλλοδοξία. Ἀναδείχθηκε κήρυκας τῆς θεοσεβοῦς θεολογίας καί τοῦ ὀρθοῦ δόγματος καί συνέγραψε ἀρκετά συγγράμματα γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τόν ὀρθόδοξο βίο.
Ὁ ἐνάρετος ἱερέας, γιά νά ἀνταπεξέλθει στίς βιοτικές ἀνάγκες, ἦταν ἀναγκασμένος νά ἐργάζεται σέ ἕνα φοῦρνο. Ἂν καί τά χρήματά του ἦταν λίγα, δέν παράλειπε νά δίνει ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς καί τούς ἐνδεεῖς. Μοιραζόταν τά χρήματα μέ ἄλλους κληρικούς πού ἦταν σέ χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτόν καί συνέφερε στήν ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καί στήν ἐκπαίδευση τῶν φοιτητῶν Θεολογίας. Δέν ἦταν ἀνήσυχος σχετικά μέ τήν ζωή του, γιά τό τί θά ἔτρωγε καί τί θά ἐνδυόταν. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο ἀκολουθοῦσε τήν προτροπή τοῦ Εὐαγγελίου: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Μέ αὐτό τόν τρόπο ὑπέφερε τή θλίψη, τή συκοφαντία καί τίς φυσικές ἐπιθέσεις μέ ὑπομονή καί πνευματική χαρά, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι «παντός δυνατοτέρα ἐστίν ἡ εὐσέβεια» καί ὅπως καί ὁ Ἰωσίας «κατευθυνόταν ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος συνέβαλε στή δημιουργία καί στήν ἐπιστροφή πολλῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων στήν Ὀρθοδοξία. Ἀπό τό 1909, τήν περίοδο τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του, χιλιάδες Καρπαθορώσοι καί Γαλισιανοί Οὐνίτες εἶχαν ἐπιστρέψει στήν Ὀρθοδοξία. Αὐτό ἦταν ἕνα σημαντικό γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἱεραποστολῆς στήν Ἀμερική, τό ὁποῖο συνέβαλε καθοριστικά στήν ἐκεῖ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό 1907 ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε τήν ὑποψηφιότητά του γιά τόν ἐπισκοπικό βαθμό προτείνοντας κάποιον νεότερο γιά τή θέση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν Παρασκευή 7 Μαΐου 1909. Τά ἱερά λείψανά του φυλάσσονται στή μονή τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στή νότια Καναάν τῆς Πενσυλβανίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx