Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἡ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής (8 Μαΐου)

15 Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ο βίος του Αγίου
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.
Τη μέρα που ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, διδάσκοντας στις όχθες του Ιορδάνη τη μετάνοια, ξεχώρισε μέσα στο πλήθος τον Ιησού Χριστό, ο Ανδρέας (αδελφός του Πέτρου) και ο Ιωάννης που βρίσκονταν δίπλα του, παραξενεύτηκαν όταν τον άκουσαν να λέει: «Ίδε ο αμνός του Θεού».
Η καρδιά τους σκίρτησε στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...
Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:
-Τι ζητείτε;
-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.
-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας.
Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...
Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν κι ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησού να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκιρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν' ακούσει κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.
Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στο ιερό και ύψιστο έργον του. Κι αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, την περιουσία και τον πατέρα που θ’ άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.
Από τη μέρα εκείνη, ο σύνδεσμος του Ιωάννη με τον Ιησού γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος, ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός, ο κατ' εξοχήν αγαπημένος μαθητής του.
Τον ακολουθεί επί τρία χρόνια, καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και είδε εκεί την Μεταμόρφωση του Θεού Λόγου και άκουσε τη φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα. Αυτού ακούετε.»
Επίσης κατά τον Μυστικό Δείπνο εκάθισε δίπλα στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν τους προανήγγειλε ότι κάποιος απ' αυτούς θα Τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος Του Ιησού και Του ζήτησε (όπως και οι άλλοι πιστοί μαθητές) να του αποκαλύψει τον προδότη, κάτι το οποίο Εκείνος απεκάλυψε μόνο σ’ αυτόν.
Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι, αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ' αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.
Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος, ο Ιωάννης ήταν παρών σ’ εκείνες τις φοβερές στιγμές, κοντά στον Σταυρό, την ώρα που όλοι είχαν σκορπίσει φοβισμένοι και τον είχαν εγκαταλείψει. Σ’ αυτόν ο Διδάσκαλος ανέθεσε τη φροντίδα της μητέρας του, λέγοντας στοργικά προς αυτήν: «Γύναι, ιδού ο υιός σου» και προς τον αγαπημένο του μαθητή: «Ιδού η μήτηρ σου». Ποια μεγαλύτερη ευτυχία για το μαθητή Του, από τον λόγο αυτό; Από την ώρα εκείνη, επήρε στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχή Παρθένος και μέχρι την Κοίμησή Της έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας Την.
Όταν ανεστήθη ο Κύριος, προλαβαίνοντας τον κορυφαίο Πέτρο, έφθασε πρώτος στον τάφο και είδε τα εντάφια. Είδε μαζί με τους άλλους μαθητές τον αναστάντα Χριστό που ποθούσε, αξιώθηκε να Τον δει όταν ανελήφθη. Δέχθηκε την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους μαθητές κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, που με το ζωογόνο φύσημά Του τους πρόβαλλε της Οικουμένης όλης Αποστόλους. 

Αποστολή και κήρυγμα:
Ύστερα από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτο, έπεσε ο κλήρος στον Ιωάννη να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ήταν ολόκληρη αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.
Λυπήθηκε για την κατάστασή τους αυτή ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία, χάνοντας την ελπίδα στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.
Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκεια. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ' έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.
Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους γλύτωσε και τον ευχαρίστησαν. 

Στην Έφεσο / Εργασία στο Λουτρό:
Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή ως την Ρώμη για την κακία της. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγα Ιωάννην και τον μαθητή του Πρόχορον, τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ' ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ' όσους έκαναν λουτρό.
Μέσα σ' εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέο ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνει τέτοιο φόνο ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέο και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχο το λουτρό. Απ' αυτό λοιπόν, αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.  

Θάνατος του Δόμνου και του Διοσκουρίδου / Ανάστασις αυτών:
Τρεις μήνες λοιπόν, αφ' ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου, ο δε πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδηση τού θανάτου του παιδιού του, πέθανε από την υπερβολική λύπη.
Παρακαλούσε οδυρόμενη η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμη για να αναστήση τον Δόμνο και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.
Ο Ιωάννης ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν, άρχισε να συκοφαντεί τον Ιωάννη ότι είναι μάγος και να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήσει τον Δόμνο.
Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχή και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεό και υιό Θεού.
Ύστερα, αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της, ζήτησε συγχώρηση για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Μετά το Δόμνο, ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης βάπτισε και τον αναστηθέντα υιό του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Τέλος, έδιωξε τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.  

Συντριβή της Αρτέμιδος:
Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμη, γι' αυτό ο Απόστολος πήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε πάνω σ' εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως, βλέποντάς τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιο, αλλά το είδωλο μέχρι που το συνέτριψαν.
Εκείνοι όμως οι ανόητοι, δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθηση, αλλά βλέποντας τον Απόστολο να τους μιλάει για πίστη, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως, παράδοξα, επέστρεφαν και κτυπούσαν και πλήγωναν τους ίδιους. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ' αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι, μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Αφού και πάλι προσευχήθηκε ο Απόστολος, αναστήθηκαν όλοι αμέσως και ακολούθησε νέος σεισμός, που έκανε τους πάντες να πέσουν στα πόδια του Αποστόλου, ν’ ακούσουν το λόγο του, να ομολογήσουν πίστη στον Χριστό και να βαπτισθούν.
Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ' ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Η φήμη από τα θαύματα που έκανε ο Απόστολος έτρεχε παντού. Βλέποντάς το ο Δαίμονας που κατοικούσε στον ναό της Αρτέμιδας και, γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ' εκεί απ' τον Ιωάννη, μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη και παρουσιάστηκε στην αγορά κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ' τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί, τον Ιωάννη και τον Πρόχορο, που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ' αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλουριά και υποσχόταν να το δώση σ' αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.
Ακούγοντας το, πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδη φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ' αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης, προγνωρίζοντας με την προορατική χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθεί σ' αυτούς πρόκειται πάλι να κάνει θαύματα και μ' αυτά να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας, παραδόθηκε μαζί με τον Πρόχορο στους απίστους.
Αφού σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:
- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.
- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.
- Θέλω να ομολογήσεις φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσ’ εσύ που ξεσήκωσες τόσο λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.
Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε:
- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ' αυτό το ναό. Πράγματι, εγώ είμ’ αυτός που παρακίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.
- Σου παραγγέλω, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, να μη κατοικήσης άλλο πια σ' αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.
Κι αμέσως έφυγε ο Δαίμονας από την πόλη της Εφέσου, οι δε Έλληνες, βλέποντας αυτά φοβήθηκαν και πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του. 

Εξορία στην Πάτμο:
Και άλλα πολλά θαύματα έκανε ο Ιωάννης, και έφερε πλήθος Ελλήνων στην πίστη του Χριστού. Η φήμη τους έφθασε στ' αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού (82 μ.Χ.), ο οποίος έστειλε και έφεραν μπροστά του τον μέγα Ιωάννη μαζί με τον Πρόχορο, με σκοπό να τους αλλάξει. Διαπιστώνοντας όμως τη σταθερότητά τους στην πίστη τους, έδωσε εντολή να τους υποβάλουν σε βασανιστήρια. Τους έδωσαν να πιούν δηλητήριο και, βλέποντας ότι δεν έπαθαν τίποτε, τους έριξαν σ' ένα μεγάλο πιθάρι με βραστό λάδι. Όμως κι απ' εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό. Μετά απ’ αυτό, με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει να φανερώσει με όραμα στον Ιωάννη την εξέλιξη αυτή. Ότι δηλαδή, πρόκειται να υποστεί πολλούς πειρασμούς και θα εξορισθή σ' ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.
Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος, μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως, ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ' αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησι του στρατιώτη θεράπευσε και έναν από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη. Μετά απ’ όλ’ αυτά, οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.
Φθάνοντας ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος, από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ' αυτόν και το εξόρισε μακρυά απ' το νησί. Απ' το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο σπίτι του Μύρωνα. Το ίδιο κι ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε κι ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου. 

Κύνωψ ο μάγος:
Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος ονομαζόμενος Κύνωψ, που κατοικούσε από αρκετά χρόνια σ' έρημο τόπο, μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγο, όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί, τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ' αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος, καθώς είδαν τον Ιωάννη που δίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννη, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναό του Απόλλωνα και απομάκρυνε όλους από τον σεβασμό και τη λατρεία των θεών.
Ακούγοντας αυτά ο Κύνωψ, υπερηφανεύθηκε και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ' ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος και αφ' ετέρου, επειδή αυτοί που βρίσκονταν στη χώρα της Πάτμου πήγαιναν σ' αυτόν κι όχι αυτός προς εκείνους. Γι' αυτό και υποσχέθηκε στους ιερείς ότι θα στείλη έναν πονηρό άγγελο στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.
Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας πήγε στο σπίτι του Μύρωνος και στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.
Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:
- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.
Κι αμέσως, με το λόγο του Αποστόλου, στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απάντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:
- Οι ιερείς του Απόλλωνα ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας: ‘’Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα, για ένα άνθρωπο μικρό και ασήμαντο, να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω Άγγελο πονηρό για να πάρει την ψυχή του Ιωάννη και να τη φέρει σ' εμένα για να την παραδώσω σε κρίση’’.
Τότε ο Ιωάννης του είπε:
- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ' αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλαση, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.
- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.
- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ' αυτόν. Κι έχει συμφωνία αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Κι ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.
- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ' αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.
Κι αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ' το νησί.
Βλέποντας ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ' αυτόν το πρώτο Δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά κι αυτό έπαθε τα ίδια. Έστειλε ακόμη άλλα δύο Δαιμόνια, από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Πήγε λοιπόν το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ' το νησί όπως διώχθηκαν και τα προηγούμενα, εκείνο δε το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω, γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε τότε ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύθηκε από θυμό πολύ και είπε στον λαό:
- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια, θα θεραπεύση κι εσας κι εμένα. Αν μπορέση να κάνει εκείνο που θα πω σ' αυτόν, τότε κι εγώ πιστεύω σ' όλα όσα λέγει.
Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέο που ήτο εκεί του λέγει:
- Νέε, ζη ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
- Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού, φέρε τον μπροστά σ' όλους μας ζωντανό και υγιή.
- Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.
Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.
- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.
Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.
Έπειτα λέγει προς τον νέον:
- Αυτός είναι ο πατέρας σου;
- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.
Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δείτε μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά, τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:
- Είχες υιόν;
- Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
- Θ’ αναστηθεί ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.
Κι αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύνωψ στον άνθρωπο:
- Αυτός είναι ο υιός σου; Κι αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;
- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.
Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.
- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;
- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι' αυτά.
- Όταν δεις μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά, τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.
- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.
Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Και έφυγαν όλοι απ' εκεί, με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.
Όταν μετά από λίγο καιρό, άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ' ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνο που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες και αφού πήγε στον Ιωάννη του είπε:
- Εγώ είμ’ αυτός που σε άφησα ως τώρα να ζης, επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεις τη δύναμή μου και θα με θαυμάσεις.
Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες, εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.
Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότο, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων, βυθιζόμενος στον βυθό της θάλασσας. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως εσύ». Την ίδια ώρα όμως ο Ιωάννης, διέταξε τους Δαίμονες που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων να μην κινηθούν απ' την θέσι τους και προσευχήθηκε στο Θεό να μην φανή ξανά ζωντανός ο Κύνωψ.
Καθώς λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ στη θάλασσα, έγινε μεγάλος θόρυβος. Το νερό της θάλασσας στράφηκε στο μέρος όπου βυθίστηκε ο Κύνωψ καταπίνοντάς τον σαν τον πάλαι ποτέ Φαραώ και δεν μπόρεσε ποτέ πια ο άθλιος να ξαναβγεί στη στεριά. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν, διώχθηκαν απ' τον Ιωάννη, στο όνομα του Ιησού Χριστού, μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.
Ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα στην παραλία, περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ' την θάλασσα, με αποτέλεσμα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου, να ξαπλωθούν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ' αυτούς, ενώ τρία παιδιά πέθαναν. Τους λυπήθηκε όμως ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Κι αφού τους μίλησε για την πίστη του Χριστού, τους έπεισε όλους να πιστέψουν σ’ Αυτόν και να βαπτισθούν.

Περί Προκλιανής και Σωσιπάτρου:
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρό για τον υιό της που λεγόταν Σωσίπατρος. Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία, κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε (αλλοίμονον! μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!).
Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον βοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ' ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο. Μπροστά στην τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Κι έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται. 

Συγγραφή του Ευαγγελίου:
Όταν βασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, στάλθηκαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που ανακαλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν' αναχωρήση από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολο. Δηλαδή, να τους αφήση γραμμένους τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.
Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ' ενός, αφ' ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, νήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχή. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό μαζί με τον μαθητή του Πρόχορο συγκεντρώνοντας όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.
Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ' την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε: «Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν τη φωνή φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε, διώχνοντάς του το φόβο.
Τέλειωσε λοιπόν, με το χέρι του Προχόρου, όλο το θείο Ευαγγέλιο, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν και απ' εκεί διαδόθηκε σ' όλα τα πέρατα του κόσμου. 

Ο νέος ληστής:
Αφού έφυγε από την Πάτμο ο μέγας Απόστολος, πήγε σ' ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και απ’ εκεί, αφού γιάτρεψε ένα τυφλό, πήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί βρήκε ένα νέο ευγενικό στην ψυχή και ωραίο στο πρόσωπο και, αφού τον οδήγησε στον Χριστό, τον παρακίνησε να είναι ενάρετος, τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι' αυτόν και έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ' αυτούς Επισκόπους, τακτοποίησε τα εκκλησιαστικά πράγματα, κατάρτισε το ποίμνιο του Χριστού με την διδασκαλία του, και επανήλθε στην αρχική πόλη, όπου αναζήτησε τον νέο εκείνο που παρέδωσε στον Επίσκοπο.
Έμαθε όμως ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι πήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων. Λυπήθηκε πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.
Ξεκίνησε αμέσως και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών, παραδόθηκε σ' αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε στον νέο, τον προσέλκυσε και πάλι με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια και κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και να επιστρέψει στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.
Επάνοδος στην Έφεσο και Μετάσταση:
Αφού επανήλθε στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, πέρασε εκεί το υπόλοιπο της ζωής του. Ήταν 56 ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Πέρασε δε 9 χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξορίσθηκε. Στην εξορία της Πάτμου πέρασε 15 χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα 26 χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του ήταν 105.
Έτσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου κι αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα κι επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετό διάστημα στο σπίτι του Δόμνου, τον οποίο ο ίδιος ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί τους από το σπίτι.
Αφού έφθασε στον τόπο που επιθυμούσε, στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε, αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόσταση, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πολύ πρωϊνή, αρκετά πριν την ανατολή του ηλίου.
Επιστρέφοντας, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνο, όσο ήταν το μέτρο του σώματός του και, αφού ξαπλώθηκε μέσα στο λάκκο, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα και σταμάτησαν. Αφού και πάλι τον ασπάσθηκαν, συνέχισαν σκεπάζοντάς τον μέχρι το λαιμό, όπου και πάλι σταμάτησαν. Αφού και για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν, έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι και, κλαίγοντας πικρά, σκέπασαν όλο το σώμα του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανέτειλε και ο ήλιος.
Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, γύρισαν πίσω στην πόλη, διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολο του Χριστού. Οι άλλοι αδελφοί, όταν άκουσαν όσα συνέβησαν, πήγαν στον τάφο και έσκαψαν, θέλοντας να προσκυνήσουν το άγιο σκήνωμα, αλλά δεν βρήκαν τίποτε.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/BF208F26.el.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψυχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.