Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως (17 Μαΐου)

15 Ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στήν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περί τό 1640 καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀνδρέας καί Εὐφροσύνη καί εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. Ὑποθέτουμε πώς τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στήν γενέτειρά του καί στήν συνέχεια μᾶλλον φοίτησε στήν περίφημη σχολή τῆς μονῆς Φιλοσόφου καί ἀργότερα, ὡς κληρικός, στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος βρισκόταν σέ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρά τήν ἐπιθυμία του νά ἀκολουθήσει τή μοναχική πολιτεία, ἐπέμεναν νά τόν νυμφεύσουν. Ὁ πατέρας του μάλιστα, χωρίς κάν νά ἔχει τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του, τόν ἀρραβώνιασε στήν Πάτρα μέ τήν θυγατέρα ἑνός πλούσιου ἄρχοντος καί στήν συνέχεια τόν ἔστειλε στό Ναύπλιο νά προμηθευθεῖ τά γαμήλια πράγματα. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπάκουσε στήν πατρική ἐντολή καί ξεκίνησε γιά τό Ναύπλιο. Στόν δρόμο του πέρασε καί ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στό Βιδόνι, κοντά στό χωριό Σύρνα καί ζήτησε τήν θεία φώτιση.

Στό Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅ,τι ἔπρεπε, πῆρε τήν μεγάλη ἀπόφαση. Ἀναφέρεται πώς τήν προηγούμενη νύχτα τῆς προγραμματισμένης ἀναχωρήσεώς του γιά τήν Καρύταινα, ἐνῷ βασανιζόταν ἀπό τούς λογισμούς του τί νά πράξει, εἶδε στόν ὕπνο του τήν Παναγία μαζί μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο, ἡ ὁποία ἀποκαλώντας τον μέ τό ὄνομα πού ἐπρόκειτο νά λάβει ἀργότερα ὡς μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καί ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νά γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τούς δούλους σου μέ τά νυμφικά ἱμάτια πρός τόν πατέρα σου καί ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσύ δέ νά πορευθεῖς στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά λάβεις ὅτι ὁ Υἱός καί Θεός μου εὐδόκησε». Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τούς δούλους καί ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καί πρεσβύτερος.
Ἐπί τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σέ διαδοχή τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, πού μέ βάση σωζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπαρχία ἀπό τό 1645 ἕως τό 1673 τουλάχιστον. Ὡς χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νά ὑποθέσουμε τό ἀργότερο τά τέλη τοῦ 1680 ἢ τίς ἀρχές τοῦ 1681, γιατί γιά πρώτη φορά ἀπαντᾶται τόν Ἀπρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικό γράμμα πρός τόν Μητροπολίτη Εὐρίπου καί Ἐπίτροπο Μελενίκου.
Ὡς πρός τήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χριστιανουπόλεως» ὁδηγεῖ στήν Χριστιανούπολη, τό σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Οὐσιαστική ὅμως ἕδρα τῆς Μητροπόλεως πρέπει νά θεωρήσουμε μέ ἀσφάλεια τήν πόλη τῆς Κυπαρισσίας.
Ἡ κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου ἦταν οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικά καί ἠθικά ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στήν Πελοπόννησο ἡ Τουρκική κατάσταση, ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπό οἰκονομική πλευρά ἦταν δεινή. Ἡ θρησκευτική κατάσταση, παρά τήν εὐεργετική δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καί τῆς σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καί ὅποιων ἄλλων, δέν διέφερε καί πολύ, τά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑπόδουλης χώρας.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τόν ἀγῶνα προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα προβλήματα καί νά βελτιώσει τήν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του ἦταν ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιά τους ἱερατικό ἀξίωμα. Προκειμένου νά πετύχει τόν στόχο του ὁ Ἅγιος σύστησε σχολεῖα γιά τήν στοιχειώδη λειτουργική καί λοιπή ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καί παράλληλα παραιτήθηκε ἀπό κάθε συνηθισμένη τότε οἰκονομική προσφορά, πού δινόταν ἐκ μέρους τους στόν Ἀρχιερέα γιά τήν συντήρηση τοῦ ἰδίου καί τῆς Ἐπισκοπῆς. Πιστεύοντας ὁ Ἅγιος πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερός θεσμός, πού διατηρεῖ τήν γνήσια πίστη στόν Χριστό καί ὁ συνεκτικός κρίκος, πού ἑνώνει τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες καί συντηρεῖ τήν ἐθνική συνείδηση καί ἀκόμα πώς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τό κέντρο ἀναφορᾶς καί τό σημεῖο συναντήσεως καί κοινωνίας τῶν δύστυχων Ἑλλήνων, φρόντισε γιά τήν ἐπισκευή καί συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτό ἦταν ἐφικτό καί ἀπό οἰκονομικῆς πλευρᾶς καί ἀπό πλευρᾶς χορηγήσεως ἀδείας ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρθηκε καί γιά τά μοναστήρια, τίς ἱερές αὐτές ἑστίες τῆς σωτηρίας, τά κέντρα φωτισμοῦ καί φιλανθρωπίας, πού πρωτοστάτησαν στόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Πρός τό ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἀληθινός Ἐπίσκοπος καί μιμητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιά τούς τόπους λατρείας, ἀλλά καί γιά τήν διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νά τόν ἀνακουφίσει ἀπό τά καθημερινά δεινά τῆς ζωῆς καί τῆς δουλειᾶς. Ἡ ἀγάπη του πρός τά ὀρφανά, τίς χῆρες, τούς ἀνήμπορους γέροντες, τούς διωκόμενους καί ἀδικούμενους ἦταν μοναδική.
Ὁ Τριαδικός Θεός παρέσχε στόν Ἅγιο «μισθό» καί τόν ἀξίωσε ἤδη ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή του ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή του νά ἐπιτελεῖ σημεῖα καί θαύματα. Ἀναφέρεται πώς, ὅταν ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε, τήν στιγμή πού ἔβγαινε στήν Ὡραία Πύλη νά πεῖ τό «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἴδε…», οἱ πιστοί ἔβλεπαν μπροστά στό στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
Ἔτσι, ἀφοῦ ποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του καί διακόνησε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μετά ἀπό ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τό 1707 ἢ τό 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1710 – 1713 ἔγινε ἡ ἐκταφή του καί τό ἱερό λείψανο βρέθηκε στό μεγαλύτερο μέρος του ἀδιάλυτο καί μυροβόλο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς τελοῦντας τήν μνήμην, καί τιμώντας τό σῶμά σου, καί πανευλαβῶς προσκυνοῦντας τήν μυρίπνοον Κάραν σου, ὡς ἔχων παρρησίαν πρός Θεόν, ἱκέτευε Χριστόν τόν ἀγαθόν, καί ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις, τῶν κινδύνων σῷζε, ὦ ἅγιε Ἀθανάσιε. Ἔχων δέ καί συμπρεσβευτήν, τόν μέγαν Κυρίου Πρόδρομον, ἔσο ἀοράτως τῆς Μονῆς, φρουρός καί προπύργιον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ δοξασθείς παρά Θεοῦ θαυμασίως, δι’ εὐωδίας καί θαυμάτων ποικίλων, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καί θερμός ἀντιλήπτωρ, τῶν δεινῶν λυτρούμενος· τούς πιστῶς σε τιμῶντας, καί τούς τά λείψανα κατέχοντας τά σά, πρός μετανοίας ὁδόν χειραγώγησον.