Ὅσιος Θεοφύλακτος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νικομήδειας (8 Μαρτίου)

15 Ὅσιος Θεοφύλακτος καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Δ’ (775 – 780 μ.Χ.). Λόγω τῆς μεγάλης του παιδείας καί πρός συνέχιση τῶν σπουδῶν του ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γρήγορα ἀπέκτησε φήμη σοφοῦ καί δημιούργησε φιλικές σχέσεις μέ ἀνώτερους κρατικούς λειτουργούς καί ἀξιωματούχους, καθώς καί μέ τόν μετέπειτα Πατριάρχη Ταράσιο, πού ἦταν τότε πρωτοσηκρίτης.
‘Όταν τό ἔτος 784 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ταράσιος, εἰς διαδοχή τοῦ Πατριάρχου Παύλου, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος μαζί μέ τόν Μιχαήλ, πού ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Συνάδων, ἀπεστάλησαν ἀπό τόν Ταράσιο σέ κάποια μονή τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Λίγο ἀργότερα, πιθανόν περί τό ἔτος 800 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Νοκομήδειας. Ἀπό τή θέση αὐτή ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος διέπρεψε σέ ἔργα ἐκκλησιαστικῆς φιλανθρωπίας καί κοινωνικῆς πρόνοιας. Ἀνήγειρε ναούς, τό μέγα νοσοκομεῖο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα καί δημιούργησε λογία γιά τίς ἄπορες χῆρες καί τά ὀρφανά. Μάλιστα δέ ὁ ἴδιος διακονοῦσε καί περιποιόταν τούς πάσχοντες ἀδελφούς του.
Ὅταν πέθανε ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ἐξελέγη στόν Πατριαρχικό θρόνο ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Α’ (806 – 815 μ.Χ.). Στή βασιλεία ὑπερίσχυσε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κινήθηκε κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τότε παρέλαβε ὁ Ἅγιος Νικηφόρος τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο, τόν Ἅγιο Αἰμιλιανό Κυζίκου, τόν Ἅγιο Εὐθύμιο Σάρδεων, τόν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τόν Ἅγιο Μιχαήλ Συνάδων καί τόν Ἅγιο Ἰωσήφ Θεσσαλονίκης, ἀνέβηκε στό παλάτι καί ἔλεγξε μέ εἰκονογραφικά χωρία τόν αὐτοκράτορα γιά τά δυσσεβή διδάγματα καί τήν εἰκονομαχική του διάθεση. Ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ἔλαβε τόν λόγο καί τοῦ εἶπε μέ παρρησία: «Γνωρίζω ὅτι καταφρονεῖς τήν ἀνοχή καί μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά θά ἔλθει σέ σένα ξαφνικά ὄλεθρος καί ἡ καταστροφή θά εἶναι ὅμοια μέ καταιγίδα».
Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριώθηκε καί τούς καταδίκασε ὅλους σέ ἐξορία. Τόν μέν Πατριάρχη Νικηφόρο στή Χρυσούπολη, τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς σέ διαφορετικά μέρη καί τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο στό Στρόβιλο, ὅπου ἐπί τριάντα ἔτη παρέμεινε μέ καρτερία καί ἐκεῖ κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 845 μ.Χ.
Μετά τήν κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ, ἐπί τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας (842 – 857 μ.Χ.) καί τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου (842 – 846 μ.Χ.), τό ἱερό σκήνωμα αὐτοῦ ἀνακομίσθηκε στή Νικομήδεια, τό ἔτος 846 μ.Χ. καί ἐναποτέθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, πού ὁ ἴδιος εἶχε οἰκοδομήσει.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποκαλεῖ τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο στῦλο ἀληθείας, Ὀρθοδοξίας ἑδραίωμα, φύλακα τῆς εὐσεβείας, στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μικρός ναός τοῦ Ὁσίου Θεοφυλάκτου ἀνεγέρθη στό παλάτι κατά τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. ἴσως ἐπί αὐτοκράτορα Ρωμανού Α’ τοῦ Λεκαπηνοῦ (920 – 944 μ.Χ.), πατέρα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεοφυλάκτου (931 – 956 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φύλαξ ἄγρυπνος, τῆς Ἐκκλησίας, καί καθαίρεσις, τῆς δυσσεβείας, Ἱεράρχα Θεοφύλακτε πέφηνας· τοῦ γάρ Χριστοῦ τήν Εἰκόνα σεβόμενος, ὑπερορίας καί θλίψεις ὑπέμεινας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀρραγῆ, Ὀρθοδοξίας πρόμαχον, καί ἰσχυρόν, κακοδοξίας ἔλεγχον, εὐφημοῦμεν καί βοῶμέν σοι, Ἱερομύστα Θεοφύλακτε· Ἐκ πάσης ἐπηρείας διαφύλαττε, τούς πίστει ἑορτάζοντας τήν μνήμην σου, πρεσβεύων σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς θησαυροφύλακι ἱερῷ, τῶν θεοτυπώτων, παραδόσεων καί θεσμῶν, χαῖρέ σοι βοῶμεν, ψυχῆς ἐν εὐφροσύνῃ, Πατέρων χαῖρε δόξα, ὦ Θεοφύλακτε.