Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (11 Μαρτίου)

15 Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στήν Δαμασκό τῆς Συρίας περί τό ἔτος 580 μ.Χ. καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί ἐνάρετων γονέων, τοῦ Πλινθᾶ καί τῆς Μυροῦς. Λόγω τῆς καταγωγῆς του ἀποκαλεῖται καί Δαμασκηνός. Κατά τήν νεαρή του ἡλικία ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅπου συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ἐκεῖ ἀσκούμενο Ἰωάννη τόν Μόσχο, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε πολλά. Μέ τήν συνοδεία αὐτοῦ ἐπισκέφθηκε τήν Αἴγυπτο, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν κύκλο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος καί τή Ρώμη. Τότε πέθανε καί ὁ Ἰωάννης ὁ Μόσχος (620 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος μετακόμισε τό λείψανο αὐτοῦ στά Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ τά ἐνταφίασε στή μονή τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἐπανέκαμψε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ προσβλήθηκε τότε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπισκέφθηκε τότε τό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καί Ἰωάννου στό Ἀμπουκίρ καί θεραπεύθηκε. Τό θαῦμα αὐτό περιέλαβε σέ ἐγκώμιό του πρός τούς Ἁγίους αὐτούς.
Στήν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἐλπίδα νά προσεταιρισθεῖ τόν Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στίς θέσεις του κατά τῶν Μονοφυσιτῶν καί νά ἐκφράσει τίς διαφωνίες του κατά τοῦ ἑνωτικοῦ σχεδίου, τό ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύρος ὁ ἀπό Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ἑτοίμαζε γιά νά σιγάσει τήν διαμάχη μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Μονοφυσιτῶν. Ἀλλά ἀπέτυχε καί ἀπογοητευμένος ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα.
Ὅταν πέθανε ὁ Ἅγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 16 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, γιά τήν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του, ἀνῆλθε τό ἔτος 634 μ.Χ. στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας. Ἡ κατάσταση ἦταν θλιβερή. Ἐσωτερικά ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπό τήν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ἐξωτερικά οἱ Ἄραβες περιέσφιγγαν τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἤδη κατεῖχαν τή Βηθλεέμ καί ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μή δυνάμενος, κατά τόν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 634 μ.Χ., νά μεταβεῖ ἐκεῖ γιά νά γιορτάσει τήν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, θρηνεῖ. Γιά τήν ἀποκατάσταση κάποιας ἠρεμίας στό ποίμνιό του, συγκαλεῖ Σύνοδο καί καταδικάζει τόν Μονοφυσιτισμό. Γιά τήν ἀπόκρουση τῶν Ἀράβων ὀργανώνει τήν ἄμυνα τῆς πόλεως. Τό ἔτος 637 μ.Χ. ὅμως ἀναγκάζεται νά παραδώσει τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων στόν χαλίφη Ὀμάρ.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἑπόμενο ἔτος, 638 μ.Χ.
Τό συγγραφικό του ἔργο εἶναι σαφῶς καί καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στήν συγγραφή ἰδιομέλων καί τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καί Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τήν αἴγλην πλουτήσας Ὅσιε, τῆς εὐσέβειας ἐκφαίνεις τόν ὑπέρ νοῦν φωτισμόν, ταῖς τῶν λόγων ἀστραπαῖς Πάτερ Σωφρόνιε· σύ γάρ σοφίας κοινωνός, διά βίου γεγονώς, στηρίζεις τήν Ἐκκλησίαν, ὡς εὐκλεής Ἱεράρχης, καί πρεσβευτής ἡμῶν πρός Κύριον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Λαμπρυνθείς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιπνοίᾳ, Ἱεράρχης ὅσιος, ὡς Ἀποστόλων μιμητής, ἐν τῇ Σιών ἐχρημάτισας, Πάτερ παμμάκαρ, Σωφρόνιε πάνσοφε.

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλην γλωσσοπύρσευτον εἰληφώς, ἐν Σιών τῇ θείᾳ, προσφοιτήσασαν μυστικῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, θεοειδής ἐκφάντωρ, καί στόμα θεῖον ὄντως, Πάτερ Σωφρόνιε.