Ὅσιος Κουθβέρτος ἐκ Βρετανίας (20 Μαρτίου)

Osios KouthvertosὉ Ὅσιος Κουθβέρτος γεννήθηκε στό Λάντερντέϊλ τό ἔτος 634 μ.Χ. καί σέ μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Μία βραδιά τοῦ 651 μ.Χ., καθώς βρισκόταν στούς λόφους κοντά στή μονή Λίντισφεϊρν, εἶδε ἕνα ὅραμα. Εἶδε τήν ψυχή ἑνός ἀνθρώπου νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό μέσα σέ ὑπερκόσμιο φῶς. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες πληροφορήθηκε γιά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ, κτήτορα τῆς μονῆς καί κατάλαβε ποιόν ἀφοροῦσε τό ὅραμα πού εἶδε. Ὁ δεκαεπτάχρονος Κουθβέρτος μετά ἀπό αὐτό ἀποφάσισε νά γίνει μοναχός. Γι’ αὐτό κατέφυγε στή μονή Μέλροουζ καί ἔκανε ὑπακοή στόν Ἅγιο Ἰάτα († 640, τιμᾶται26 Ὀκτωβρίου).
Ἀπό πολύ νωρίς διαφάνηκε ἡ ἱεραποστολική διάθεση τοῦ νέου μοναχοῦ, πού τόν ὠθοῦσε σέ διάφορες ἱεραποστολικές ἐξορμήσεις, εἴτε μόνο του εἴτε ὡς συνοδό τοῦ Γέροντά του. Ἔδειξε μάλιστα ἐνδιαφέρον γιά τίς πιό ἀπομακρυσμένες καί δυσπρόσιτες περιοχές.
Τό ἔτος 661 μ.Χ. ὁ βασιλέας Ἄλκριφθ προσκάλεσε τόν Ἅγιο Ἰάτα, γιά νά ἱδρύσει μία μονή. Ὁ Ἅγιος ὄντως πῆγε καί ἵδρυσε μονή στό Ράϊπον, συνοδευόμενος ἀπό κάποιους ὑποτακτικούς του, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Ἅγιος Κουθβέρτος. Καθώς ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας συγκλονιζόταν ἀπό τήν διαμάχη γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, οἱ Ἅγιοι Ἰάτα καί Κουθβέρτος ἐπέστρεψαν στή μονή τῆς μετάνοιάς τους, στό Μέλροουζ, ὅπου ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔγινε ἡγούμενος.

Μετά τήν Σύνοδο τοῦ Γουΐντμπι καί τήν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς παραδόσεως, ὁ Ἅγιος Κολμάνος τῆς Λίντισφεϊρν († 8 Αὐγούστου), σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιά τήν περιφρόνηση τῆς Κελτικῆς παραδόσεως σχετικά μέ τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, παραιτεῖται ἀπό τήν Ἐπισκοπική του ἕδρα καί ἀποσύρεται στήν Ἰρλανδία. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως ἦταν νά γίνει Ἐπίσκοπος Λίντισφεϊρν ὁ Ἅγιος Ἰάτα, ἐνῷ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Λίντισφεϊρν ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος.
Ἡ ἡγουμενία του διήρκησε δώδεκα χρόνια. Τά πράγματα δέν ἦταν εὔκολα. Τά πνεύματα ἦταν ὀξυμένα. Ὁ νέος ἡγούμενος ἔπρεπε νά συμφιλιώσει τίς δύο ἀντιτιθέμενες παρατάξεις μέσα στό μοναστήρι καί νά συνεχίσει τή ἱεραποστολική του δράση. Ἡ παροιμιώδης πραότητά του, ἡ ὑπομονή καί ἡ διάκρισή του κατόρθωσαν νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς μονῆς. Αὐτή τήν τόσο δύσκολη περίοδο, ὁ Ὅσιος πού ἦταν ἐραστής τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦσε καταφύγιο σέ μία βραχονησίδα κοντά στό μοναστήρι. Μέχρι σήμερα σώζονται σέ αὐτό τό νησάκι τά ἴχνη τοῦ κελιοῦ του, στήν θέση τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἕνας ξύλινος σταυρός.
Καθώς τά χρόνια περνοῦσαν, ὁ Ὅσιος λαχταροῦσε ὅλο καί περισσότερο τήν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτή ἡ δίψα τόν ἔκανε νά ἀποσυρθεῖ βαθύτερα στή νησιωτική ἔρημο τῶν νησιῶν Φέϊρν. Διάλεξε τό νησί Ἴννερ Φέϊρν, ἑπτά μίλια νοτιότερα τῆς Λίντισφεϊρν. Ἐκεῖ παλαιότερα περνοῦσε ἡσυχαστικά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός.
Στήν ἔρημο τῆς ἐσώτερης Φέϊρν, ὁ Ὅσιος εἶχε μοναδική συντροφιά τά θαλασσοπούλια καί κυρίως μία ράτσα ἀγριόπαπιας πού ζεῖ ἐκεῖ, τήν ὁποία ὁ Ὅσιος μέ ἰδιαίτερη στοργή φρόντιζε. Γι’ αὐτό ἄλλωστε θεωρεῖται καί ὁ πρῶτος πού καθιέρωσε στήν Βρετανία κανόνες οἰκολογικῆς εὐαισθησίας. Τό σεβάσμιο παρουσιαστικό του, τά ἄφθονα δάκρυά του κατά τήν προσευχή, ἡ αὐστηρή του νηστεία, πού θύμιζε τούς Ἀββάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος, τό προφητικό του χάρισμα, ἔκαναν τό ἀπόμακρο ἐρημικό νησί, τόπο εὐλογίας γιά τούς πιστούς, πού προσέτρεχαν στόν Ὅσιο γιά νά διδαχθοῦν ἢ νά θεραπευθοῦν σωματικά καί ψυχικά. Ὅσο αὐτός κρυβόταν στήν ἔρημο, ἀποφεύγοντας ἀξιώματα καί διακρίσεις, τόσο ὁ λαός λαχταροῦσε νά τόν συναντήσει καί νά βρεθεῖ κοντά του.
Τό ἔτος 684 μ.Χ., στήν Σύνοδο τοῦ Τάϊφορντ, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Ἕξαμ. Στόν τόπο πού ἀσκήτευε ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μία ὁμάδα ἀπό Ἐπισκόπους, κληρικούς καί λαϊκούς. Ἐπικεφαλῆς της ἦταν ὁ βασιλέας Ἴγκφριντ. Τοῦ ἀνακοίνωσαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ὁ ἐρημίτης τῆς Φέϊρν ἀρνήθηκε νά ἀποχωριστεῖ τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου του. Ὁ βασιλέας καί ἡ συνοδεία του τόν πίεσαν. Μέσα του πάλευαν ἡ ἡσυχία καί ἡ ὑπακοή. Νίκησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 685 μ.Χ., χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπό τόν Ἅγιο Θεόδωρο, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας τόν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Μετά ἀπό λίγο μετατίθεται στήν ἐπισκοπή τῆς Λίντισφρεϊν, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἰάτα ἀναλαμβάνει τήν δική του.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος δύο χρόνια. Κατά τήν ἀρχιερατεία του στήριξε, παρηγόρησε, δίδαξε, προφήτευσε καί θαυματούργησε. Ταξίδεψε στά πιό ἀπόμακρα σημεῖα τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά στηρίξει τό ποίμνιό του πού τό θέριζε ἡ ἐπιδημία τῆς πανούκλας. Ποτέ ὅμως δέν ξέχασε τήν ἀγαπημένη του ἔρημο. Δύο μῆνες πρίν τήν κοίμησή του προεῖδε τόν θάνατό του καί ἐπέστρεψε στήν ὑδάτινη ἔρημό του. Φεύγοντας ἀπό τήν Λίντισφρεϊν γιά τό ἐρημικό του νησί, ἕνας μοναχός τόν ρώτησε πότε θά ἐπιστρέψει καί ὁ Ὅσιος προφητικά τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν θά ξαναφέρετε τό σῶμα μου ἐδῶ». Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαΐου) διασώζει τά τελευταία του λόγια: «Νά ἔχετε μεταξύ σας εἰρήνη καί θεῖο ἔλεος».
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 687 μ.Χ., σέ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν. Τό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στό μοναστήρι τοῦ Λίντισφρεϊν καί ἐνταφιάσθηκε στό ἱερό τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Μετά ἀπό ἕνδεκα χρόνια τό ἱερό λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο. Μετά τήν ἐπιδρομή τῶν Βίκινγκς, τό ἔτος 875 μ.Χ., οἱ μοναχοί τῆς Λίντισφρεϊν, παίρνοντας τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀϊδανοῦ καί Ὀσβάλδου († 9 Αὐγούστου) καί τό ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου, κατέληξαν στό Ντάραμ, ὅπου τά τοποθέτησαν στόν ἀνεγερθέντα καθεδρικό ναό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx