Ἅγιος Εἰρηναῖος θεωρεῖται ὅτι ἦταν σλαβικῆς καταγωγῆς. Νυμφεύθηκε καί ἀπέκτησε τέκνα, πρό τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας του. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σιρμίου καί κήρυττε μέ παρρησία τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθη κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανιοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καί τοῦ ἄρχοντα Πρόβου, ὁ ὁποῖος τόν βασάνισε ἀλύπητα. Κατά τίς στιγμές τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου του οἱ δικοί του, πού βρίσκονταν γύρω του, ἔκλαιγαν καί τόν παρακαλοῦσαν νά λυπηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ἀλλά ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀγαποῦσε τόν Κύριο μέ ὅλη του τήν ψυχή καί τήν καρδιά καί τήν διάνοια περισσότερο ἀπό ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου. Γνώριζε ὅτι «ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξολοθρευθήσεται, πλήν Κυρίῳ μόνῳ». Ὁ ἡγεμόνας Πρόβος δοκίμασε νά τόν κλονίσει, λέγοντάς του νά σκεφθεῖ τήν οἰκογένειά του. Ἀλλά ὁ Ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε: «Τά παιδιά μου ἔχουν τόν ἴδιο Θεό Πατέρα, τόν Ὁποῖο ἔχω καί ἐγώ, καί Αὐτός μπορεῖ νά τά σώσει. Τώρα ἐσύ κάνε αὐτό πού διατάχθηκες». Ταραγμένος ὁ Πρόβος ἐπέμενε καί πάλι. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τοῦ εἶπε νά κάνει ὅ,τι θέλει.
Στούς λόγους αὐτούς ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε. Δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ. Ἔτσι διέταξε νά ἀποκεφαλίσουν τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο καί νά ρίξουν τό ἱερό λείψανό του στόν ποταμό Σαῦο. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος δέχθηκε μέ χαρά τόν μαρτυρικό θάνατο προσευχόμενος καί λέγοντας: «Σέ εὐχαριστῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, διότι μέσα ἀπό διάφορες τιμωρίες καί βάσανα, μοῦ ἔδωσες τήν δύναμη τῆς ὁμολογίας καί μέ ἀξίωσες νά κληρονομήσω τήν Βασιλεία Σου. Σέ παρακαλῶ, Κύριε, κάνε νά ἀνοίξουν οἱ οὐρανοί καί ἀγαθοί Ἄγγελοι νά ἔρθουν νά παραλάβουν τήν ψυχή τοῦ δούλου Σου Εἰρηναίου».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τήν μνήμη αὐτοῦ στίς 23 Αὐγούστου καί στίς 6 Ἀπριλίου (Ρουμανική Ἐκκλησία).