έσα στα πολλά θαυμαστά γεγονότα που τέλεσε ο Χριστός στους ανθρώπους, εξαιρετική θέση έχουν οι αναστάσεις των νεκρών. Είναι ο υιός της χήρας του σημερινού Ευαγγελίου, η κόρη του Ιαείρου, ο φίλος Του Λάζαρος, οι νεκροί κατά την σταύρωση του Χριστού, όταν «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» και τέλος η ανάσταση του Ιδίου του εαυτού Του. Και είναι σημαντικές αυτές οι αναστάσεις, γιατί ακριβώς εκφράζουν την εξουσία του Χριστού ως Θεού, επάνω στη ζωή και το θάνατο.
Αυτός άλλωστε έχει στα χέρια Του την ζωή μας και Αυτός έχει την εξουσία να την δίνει και να την παίρνει. Μιλώντας δε για το γεγονός του θανάτου, έτσι καθώς τον αντικρύζουμε στον υιό της χήρας στην πόλη Ναΐν, κατανοούμε πως πρόκειται για ένα μεγάλο μυστήριο. Ο θάνατος είναι το μεγάλο μυστήριο! Μονάχα που αυτό μας φοβίζει και, σαν κάποιες φορές το σκεπτόμαστε, μας παγώνει το αίμα και νεκρώνει την ύπαρξή μας. Και παρ ότι καθημερινά τονίζουμε στο σύμβολο της πίστεώς μας «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών», εντούτοις μοιάζουμε με αυτούς που πέραν του θανάτου και της πλάκας του τάφου, «δεν ελπίζουμε πια σε τίποτε». Νομίζουμε πως όλα τελειώνουν εδώ και δεν περιμένουμε τίποτε. Γι αυτό «πολλοί κλαίνε και σκοτώνονται και χάνουν τα λογικά τους και το χειρότερο είναι ότι τα βάζουν με το Θεό».
Όλη αυτή η συμπεριφορά απλά μας λέει πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν σχέση με το χριστιανισμό, και ας λένε πως πιστεύουν. Στο θάνατο ενός ανθρώπου βέβαια και θα λυπηθούμε και θα κλαύσουμε, γιατί αυτό είναι και ανθρώπινο και φυσικό. «Αλλά δεν πρέπει να αφήνουμε να μας πνίγει ο πόνος και να μας θολώνει τα λογικά μας η λύπη». Γιατί οι νεκροί μας φεύγουν μεν, αλλά δεν χάνονται. Αυτοί πηγαίνουν μπροστά και εμείς τους ακολουθούμε, για να του ξαναβρούμε. Ο Χριστός με τις αναστάσεις αυτές, και κυρίως με τη δική Του ανάσταση, επιθυμεί να τονίσει πως δεν υπάρχουν νεκροί.
Ναι! ακριβώς έτσι! Το λέει άλλωστε ο Ίδιος πως «ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζώντων». Έτσι, κάθε φορά που ο Χριστός μιλάει για θάνατο, μιλάει για ύπνο και βεβαιώνει πως όσοι φεύγουν απ’ αυτή την ζωή, δεν πεθαίνουν, αλλά κοιμούνται. Με αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή τη βάση ο Χριστός σήκωσε τον πεθαμένο υιό της χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σε σένα μιλώ, σήκω επάνω!». Είναι σάν να κοιμάται και τον ξυπνάει. Του μιλάει και εκείνος ακούει και σηκώνεται απ’ τον βαθύ ύπνο του! Όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, δύσκολα τα’ ακούει ο σύγχρονος άνθρωπος και λιγότερο τα πιστεύει.
Ακούγοντας για το θάνατο και την Ανάσταση αποφεύγει και να τα ονομάσει, τον μεν πρώτο, γιατί τον φοβάται και τον τρέμει, την δε δεύτερη, γιατί δεν την πιστεύει. Αφού είναι σημείο των καιρών οι άνθρωποι να αρνούνται ότι δεν εννοούν και να κάνουν αρνητική κριτική σε κάθε σέβασμα της Εκκλησίας που τους φαίνεται ενοχλητικό. Μα εδώ μας μιλάει ο ίδιος ο Θεός. Σ’ αυτά τα λόγια Του δεν καθόμαστε να ρωτήσουμε η να ερευνήσουμε το πως αυτά μπορούν να πραγματωθούν. Ούτε το γιατί πρέπει να γίνουν.
Εμείς οφείλουμε να ακούμε το λόγο του Πατέρα μας, που γνωρίζει το πως και το γιατί, να τον δεχόμαστε και να τον εμπιστεύομαστε. Άλλωστε ο Χριστός, που γνώρισε τον άλλο κόσμο με το θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στη ζωή με την Ανάστασή Του, μας αποκάλυψε στο Ευαγγέλιό Του πως για τους πιστούς ανθρώπους δεν υπάρχει θάνατος. Αντιθέτως μάλιστα μας μιλάει για τη ζωή και φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας και της διάσωσης για όλους μας. Εμείς οι χριστιανοί έχουμε υποχρέωση να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία, όχι ως πρόσωπα αλλά ως σύνολο, μας διδάσκει. Αυτή γνωρίζει και κατέχει ολόκληρη την αλήθεια της αποκαλύψεως του Χριστού.
Γιατί τελικά η Εκκλησία είναι «κήρυγμα γεγονότων, αναποσπάστως συνδεδεμένων προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού». Ο θάνατος λοιπόν, κατά τον λόγο του Χριστού, είναι μια μετάβαση προς τη ζωή, γι’ αυτό από τέλος γίνεται τελείωση• από σιωπή γίνεται ζωή• από νέκρωση γίνεται ανάσταση! «Το θάνατο στο σημείο η τον νικάμε η μας νικά». Τον νικούμε τελικά και η νίκη αυτή επιτυγχάνεται μόνο δια του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. Αγαπητοί μου αδελφοί, το να φοβούμαστε και να λυπούμαστε, όταν αντικρύζουμε το θάνατο, είναι και ανθρώπινο και φυσικό.
Από το σημείο όμως αυτό, μέχρι του σημείου να κυριεύομαστε από τον τρόμο και την απελπισία, να τα χάνουμε και να θολώνει η ύπαρξή μας, είναι τεράστια η απόσταση. Και δεν είναι ούτε σωστή αλλά και χριστιανική. Διαφορετικά πορεύομαστε ως μη έχοντες ελπίδα, κατά τον απόστολο Παύλο. Προ πάντων όμως, οφείλουμε να μην απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, όπως συνηθίζουν μερικοί, όταν έχουν πένθος, να σταματούνε να πηγαίνουν στο Ναό. Αν είναι ανάγκη για όλους μας να βρισκόμαστε στην Εκκλησία, πολύ περισσότερο όταν έχουμε πένθος.
Γιατί στην Εκκλησία ηρεμεί η ψυχή, γαληνεύει η ύπαρξή μας, αφού είναι το υπήνεμο λιμάνι• η παρηγοριά και το στήριγμά μας θερμαίνει με τη ζεστασιά της και μας φωτίζει το νου. Μέσα δε στο φωτισμό της ψυχής και στη θερμότητα της καρδιάς, κρύβεται ολόκληρη η πίστη, η αγάπη και η ελπίδα μας ότι δεν υπάρχει πια θάνατος, παρά μόνο η ζωή η αιώνιος, έτσι καθώς μας τη δώρησε ο Χριστός. Αμήν