Ἅγιος Μνάσων ὁ ἀρχαῖος μαθητὴς (19 Οκτωβρίου)

AgiosMnason12ετά δέ τάς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ, συνῆλθον δέ καί τῶν μαθητῶν ἀπό Καισαρείας σύν ἡμῖν, ἄγοντες παρ’ ὢ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή. (Πράξ. κα’ 15 – 16).
Δηλαδή, ὑστέρα ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές (πού ἔμειναν στήν Καισαρεία καί ὁ προφήτης Ἄγαβος προφήτεψε τήν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν θά πήγαινε στά Ἱεροσόλυμα γιά τελευταῖα φορά), οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Λουκᾶς καί οἱ σύντροφοί τους ἑτοίμασαν τίς ἀποσκευές τους καί ἀνέβηκαν στά Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ἦρθαν καί ἀπό τήν Καισαρεία μερικοί ἀπό τούς μαθητές καί ἔφεραν μάλιστα μαζί τους καί κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο παλιό μαθητή στό σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νά φιλοξενηθοῦν.
Ἀρχαῖος μαθητής! Νά ὁ ἐπίζηλος τίτλος, τόν ὁποῖο αὐτό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστού Λουκᾶ δίνει στόν ἐκλεκτό Ἱεράρχη τῆς Κύπρου, τόν Ἅγιο Μνάσωνα. Ἀρχαῖο μαθητή τόν ὀνομάζει.
Τώρα πῶς ὁ Μνάσων βρέθηκε στά Ἱεροσόλυμα καί εἶχε μάλιστα καί σπίτι δικό του, στό ὁποῖο φιλοξενήθηκαν τόσοι μαθητές, δέν γνωρίζουμε. Ἀπό τό συναξάρι του μαθαίνουμε μόνο πώς ὁ Ἅγιος Μνάσων γεννήθηκε στήν Ταμασό ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες.

Κάποια φορά, ὅταν ἦταν πιά μεγάλος, οἱ γονεῖς του ἔστειλαν αὐτόν μαζί μέ τόν φίλο του Θεωνᾶ στήν Ρώμη γιά νά διευθετήσουν τήν διαφορά πού ὑπῆρχε μεταξύ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καί τοῦ χωριοῦ Πέρα ποιός ἀπό τούς ψευδώνυμους, εἰδωλολατρικούς θεούς, πού εἶχαν προστάτες ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Στήν Ρώμη οἱ δυό φίλοι συνήντησαν μερικούς Ἀποστόλους ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι φαίνεται πώς κατέφυγαν ἐκεῖ μετά τόν λιθοβολισμό τοῦ Στεφάνου, καί ἀπό αὐτούς διδάχτηκαν τά περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τά λίγα πού ἄκουσαν γιά τήν καινούργια θρησκεία, ἄναψαν μέσα τους βαθύ τόν πόθο νά γνωρίσουν γι’ αὐτήν περισσότερα. Γιά τοῦτο τόν λόγο ἔσπευσαν νά συντομεύσουν τόν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στήν Ρώμη καί νά φύγουν γιά τά Ἱεροσόλυμα. Τό ταξίδι τους εἶχε ἕναν σκοπό: Νά συναντήσουν ἐκεῖ τόν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο καί τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, γιά τούς ὁποίους εἶχαν ἀκούσει πολλά καλά λόγια καί νά πληροφορηθοῦν ἀπό τό στόμα τους περισσότερα γιά τό ἀγαπημένο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ εὐγενικός πόθος τους, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βραβεύτηκε πλούσια στήν Ἁγία Πόλη. Ἐδῶ οἱ δυό φίλοι συναντήθηκαν μέ τόν «ἠγαπημένον μαθητήν», τόν Θεολόγο Ἰωάννη καί ἀπό αὐτόν ἄκουσαν καταλεπτῶς γιά ὅλη τήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ Κυρίου. Στό τέλος, ἀφοῦ ἔλαβαν καί τό ἅγιο βάπτισμα, ἐπέστρεψαν στήν πατρίδα τους τήν Κύπρο. Ἦρθαν γιά νά σκορπίσουν καί ἐδῶ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά! μιά ἀληθινή ἐκδήλωση φιλοπατρίας.
Σάν ἔφτασαν στήν Κύπρο, μέ μεγάλη χαρά πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος καί Παῦλος εἶχαν ἔρθει ἐδῶ πρό καιροῦ καί ἀνέλαβαν σκληρή ὁδοιπορία, γιά νά φωτίσουν τίς σκοτισμένες ψυχές. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Μνάσων κινήθηκε σέ διάφορα μέρη νά τούς συναντήσει. Ἕνα πρωί οἱ κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ἕνα σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε καί στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ὁ Μνάσων συνήντησε τούς Ἀποστόλους μαζί μέ τόν νεοφώτιστο ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ὁ «ἀρχαῖος, αὐτός, μαθητής» ἔσπευσε νά γίνει σύντροφος καί βοηθός του.
Ἀπό τό σπήλαιο τῆς Ταμασοῦ, στό ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στήν ἀρχή οἱ δύο μαθητές καί οἱ συνεργάτες τους, ἄρχισαν οἱ σωστικές ἐξορμήσεις μέ ἀποτέλεσμα «ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» νά γίνει σέ λίγο καιρό πηγή παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος γιά τίς ἀποκαμωμένες καρδιές. Τό φλογερό κήρυγμα ἐνισχυόμενο ἀπό τό ζωντανό παράδειγμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς καί τά πολλά θαύματα πρόσθεταν κάθε ἡμέρα καί νέες ψυχές στόν ἀριθμό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε ὁ Θεός καί τόν Ἅγιο Μνάσωνα μέ τό θαυματουργικό χάρισμα. Ἀπό τό συναξάρι του μανθάνουμε πώς κάποια φορά πού ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπό τό σπήλαιο ὅπου ἔμενε καί πῆγε στήν πόλη, εἶχε περάσει ἀπό τόν περικαλλή ναό τοῦ Ἀσκληπιοῦ, πού βρισκόταν στό κέντρο τῆς Ταμασοῦ. Στό ἀντίκρισμα τοῦ ναοῦ μέ τά πλούσια ἀγάλματα ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου ἀγανάκτησε γιά τό κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν του, μά καί ὄλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου. «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν», ψέλλισε, «ἀργύριον καί χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Κι ἀφοῦ κοίταξε μέ παράπονο τά λευκά μάρμαρα τοῦ ναοῦ καί τό ἀστραφτερό ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, πού ἦταν στό μέσο, φώναξε: «Στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σέ διατάζω νά πέσεις καί νά συντριβεῖς».
Δέν πρόφτασε νά τελειώσει ὁ Ἅγιος καί τό θαῦμα ἔγινε. Τό ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἀλλά καί ὁλόκληρος ὁ ναός γκρεμίστηκαν τήν ἴδια στιγμή καί ἔγιναν κομμάτια. Οἱ ψευδοϊερεῖς, πού βρισκόντουσαν ἐκεῖ, καί παρακολουθοῦσαν τά γενόμενα μέ δάκρυα ἔτρεξαν καί κατήγγειλαν στούς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες τά ὅσα εἶδαν. Κι αὐτοί, ἔξαλλοι ἀπό ἱερή ἀγανάκτηση, ὄρμισαν νά συλλάβουν τόν Ἅγιο καί νά τόν σκοτώσουν. Μά ὁ φλογερός ἱεραπόστολος δέν τά ἔχασε. Μέ τό θάρρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως πού πλημμύριζε τήν ψυχή του, στάθηκε ἀτάραχος, κοίταξε κατάματα τά μανιασμένα πλήθη, καί φύσηξε στό πρόσωπό τους. Μικροί καί μεγάλοι μέ μιᾶς σταμάτησαν καί ἄρχισαν νά φωνάζουν μέ πόνο: «Τά μάτια μας. Τό φῶς μας. Χάσαμε τό φῶς μας. Λυπήσου μας, ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στόν Θεό σου. Συγχώρησέ μας καί κάνε μας καλά».
Ὁ Ἅγιος στίς παρακλήσεις τους ἔσπευσε ν’ ἀνταποκριθεῖ. Τούς ξανάδωσε τό φῶς τους σφραγίζοντας τόν καθένα μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καί ὕστερα τούς βάπτισε. Κι ἦταν ὅλοι κάπου τριακόσιοι. (Ἀκολουθία Ἁγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τήν ὑπόλοιπη ζωή τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος εἶναι συνδεδεμένο μέ τήν ζωή τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Μαζί ἔμεναν στήν ἀρχή. Στό ἴδιο σπήλαιο πού χρησιμοποιόταν καί ὡς ναός. Ἀργότερα ὁ Μνάσων ἔφτιαξε δικό του κελί, δίπλα στό κελί τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ὅμως μαζί του ἱερουργοῦσε, μαζί του προσευχόταν. Μέ προθυμία τόν βοηθοῦσε. Καί σέ ὅλα του ἦταν πιστός καί ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος.
Στό ἱεραποστολικό ταξίδι πού ἀνέλαβε ὁ Ἠρακλείδιος στήν Πάφο, ὁ Μνάσων τόν ἀκολούθησε πρόθυμα καί πολύ τοῦ συμπαραστάθηκε στό ἱερό ἔργο. Ἀλλά καί στήν ἐκτέλεση θαυμάτων, ὅπως ἀναγράφεται στήν ἀκολουθία του, καθόλου δέν ὑστέρησε ἀπό τόν Ἅγιο Δάσκαλό του.
Ὁ Μνάσων, ὅπως ἀναφέραμε καί στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ἀνέστησε τήν Τροφίμη, τήν μητέρα τοῦ Ἀετίου, πού ἀπό τήν βαθιά θλίψη της γιά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της κτύπησε τό κεφάλι στόν τοῖχο καί ἔπεσε κάτω νεκρή.
Κάποια ἄλλη φορά ἀνέστησε ἀπ’ τόν τάφο ἕνα πάλι νεκρό μέ ἀποτέλεσμα τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες νά πιστεύσουν καί νά βαπτιστοῦν τήν ἴδια μέρα.
Ἔφραξε τό στόμα κάποιου δύστροπου χρεώστη, πού μιά ἡμέρα ἅρπαξε ἕναν πιστό ἀδελφό καί ζητοῦσε νά τόν στραγγαλίσει, γιά νά πάρει πίσω ἕνα ἐνέχυρο πού τοῦ εἶχε δώσει. Ὁ Ἅγιος Μνάσων τοῦ πῆρε τό χέρι καί μέ γλυκύτητα τοῦ εἶπε: «Ἄφησέ τον, παιδί μου, καί θά σοῦ ἐπιστρέψει ὅ,τι τοῦ ἔδωκες.»
Ὁ δύστροπος ὅμως καί ἄνομος χρεώστης, πού εἶδε τήν στιγμή ἐκείνη νά πλησιάζουν καί ἄλλοι ὅμοιοί του, ἀντί νά ἀφήσει τό δυστυχισμένο θύμα του, ἄρχισε νά τό πιέζει περισσότερο καί νά βλαστημᾶ τόν Κύριο.
Στίς ὕβρεις καί τίς βλασφημίες τοῦ σκληροῦ καί ἄδικου Ἀλέξανδρου (ἔτσι λεγόταν ὁ χρεώστης) ὁ Ὅσιος του εἶπε:
Τό ἄνομο στόμα σου, πού ὑβρίζει καί βλασφημεῖ τόν δημιουργό, θά μείνει ἄλαλο καί κλειστό. Καί τό χέρι πού ἐπιτίθεται καί ζητᾶ νά βλάψει τόν ἀθῶο, θά ξηρανθεῖ.
Δέν πρόφτασε νά τελειώσει ὁ Ἅγιος τά λόγια του καί ἡ τιμωρία βρῆκε τόν ἄνομο καί ὑβριστῆ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε ἄλαλος καί ξερός.
Τό θαῦμα κατατρόμαξε τούς παριστάμενους. Μερικοί μάλιστα ἔσπευσαν νά δηλώσουν πίστη στόν Θεό τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἦταν καί κάποιος Γελάσιος πού ἐπίστευσε μέ ὅλο τόν οἶκο του καί βαπτίστηκε.
Τό παράδειγμά του μιμήθηκε καί ὁ Ἀλέξανδρος. Μέ δάκρυα πού ἔτρεχαν καί ἔβρεχαν τά ἐνδύματά του ζητοῦσε μέ διάφορες κινήσεις τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τόν λυπήθηκε. Τόν συγχώρησε, τόν θεράπευσε καί στό τέλος τόν βάπτισε.
Στήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος ἀναφέρονται καί ἄλλα θαύματα. Μερικά εἶναι καί τοῦτα:
«Μίαν τῶν ἡμερῶν» πού ὁ Ἅγιος ξεκίνησε νά πάει στό χωριό Πέρα, βρῆκε τόν ποταμό κατεβασμένο μέ πολύ νερό. Ἀφοῦ στάθηκε καί εἶπε μία προσευχή, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί τότε τά νερά στάθηκαν καί ὁ Ἅγιος πέρασε στήν ἄλλη μεριά σάν τόν προφήτη Ἠλία, «ἁβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε δαιμονισμένους καί τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία καί πρόλαβε ναυάγιο. Σέ καιρό ξηρασίας, προσευχήθηκε, καί οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν καί ἔπεσαν εὐεργετικές βροχές. Ὁ Ἅγιος Μνάσων διαδέχτηκε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ταμασοῦ τόν δάσκαλο καί προστάτη του, τόν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Μέ τήν ἐπιμονή καί τήν ἀτσαλένια θέλησή του, μέ τό κήρυγμα καί τά θαύματά του ἡ στρατιά τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ μεγάλωνε καθημερινά καί τό φῶς τῆς καινούργιας ζωῆς ἁπλωνόταν μέ τήν δράση του σ’ ὅλο τό βασανισμένο νησί.
Τό σωστικό ἔργο τοῦ Ἁγίου συνεχίστηκε ὡς τά βαθιά του γηρατειά. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρός ν’ ἀφήσει τόν κόσμο καί νά πάει στόν οὐρανό, κάλεσε κοντά του τούς μαθητές του, καί ἀφοῦ τούς ἔδωκε χρήσιμες συμβουλές καί τούς παρήγγειλε νά μή λυπηθοῦν, χειροτόνησε ἀντικαταστάτη του τόν Ροδώνα «ψήφῳ κοινῇ» ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Ταμασοῦ.
Τρεῖς μέρες μετά τά γεγονότα αὐτά, στίς 19 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ ἁγία ψυχή τοῦ ταπεινοῦ καί σεμνοῦ ἐπισκόπου, ἐγκατέλειψε τά γήινα καί πέταξε γιά τόν οὐρανό. Στό ἄκουσμα τό θλιβερό του θανάτου του τά πλήθη τῶν πιστῶν προσέτρεξαν ἀπό ὅλα τά μέρη, γιά νά ἀποχαιρετήσουν τόν πατέρα τους καί νά ἀσπασθοῦν γιά τελευταῖα φορά τό τίμιο λείψανό του. Τήν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ «τυφλοί ἀνέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν καί δαίμονες ἔφευγον ἀπό τούς ἀνθρώπους». Οἱ μαθητές κήδευσαν τό ἅγιο σῶμα «ἐντίμως καί εὐλαβῶς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου».
Ἀργότερα ὁ σεβασμός τῶν χριστιανῶν πρός τόν μεγάλο αὐτόν Ἅγιο ἔστησε λίγο πέρα ἀπό τόν τάφο του ἕνα μοναστήρι, τό ὁποῖο σήμερα δυστυχῶς δέν ὑπάρχει. Μιά μικρή ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἀπό τήν παλιά ἐκείνη δόξα, πού διαλαλεῖ τά περασμένα μεγαλεῖα καί θυμίζει σέ ὅσους τήν ἐπισκέπτονται, μιά ἐποχή σκληρῶν ἀγώνων καί μαρτυρίων, γιά νά ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τό κεφάλι ψηλά καί νά καυχώμαστε γιά τήν Ἑλληνική καταγωγή μας καί τήν ὀρθόδοξη πίστη μας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx