Ὁσία Ματρῶνα ἡ Θαυματουργός ἡ Χιοπολίτιδα (20 Οκτωβρίου)

OsiaMatrona15νομαζόταν Μαρία καί γεννήθηκε στό χωριό Βολισσός τῆς Χίου ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί πλουσίους, τόν Λέοντα καί τήν Ἄννα. Ἕξι ἄλλες ἀδελφές τῆς Μαρίας, μεγαλύτερές της, παντρεύτηκαν ἡ μία μετά τήν ἄλλη, περιζήτητες νύφες γιά τήν ὀμορφιά, τήν ἀνατροφή καί γιά τήν καλή προίκα τους.
Ἡ μικρότερη ἀφοσιώθηκε στή μελέτη τῶν θείων καί ἀσχολεῖτο θερμά μέ φιλανθρωπικά καθήκοντα. Ἔτσι θέλησε νά ἀκολουθήσει ἄλλο δρόμο. Ἡ τακτική ἐπαφή της μέ τίς καλογριές τῶν γυναικείων μοναστηριῶν τοῦ νησιοῦ, ἔκανε τήν Μαρία νά ποθήσει τήν ἁγνή μοναχική ζωή. Ἀλλά ἡ ἀγάπη πρός τούς γονεῖς της, τήν συγκρατοῦσε στό πατρικό της σπίτι.
Ὅταν ὅμως αὐτοί πέθαναν ἡ Μαρία δοκίμασε τή μοναχική ζωή κοντά σέ μιά εὐσεβή χήρα, πού ἀσκήτευε μέ τίς δυό θυγατέρες της. Μετά ἀπ’ αὐτή τήν μοναχική ἐμπειρία, ἀποφάσισε νά προσχωρήσει στίς μοναχικές τάξεις. Χειροτονήθηκε λοιπόν μοναχή καί μετονομάσθηκε Ματρῶνα. Ἡ διαγωγή της μέσα στήν μικρή ἀδελφότητα ἦταν ἄριστη. Ἡ διάθεσή της πάντοτε ἀγαθή, φιλάδελφη, ταπεινή καί ἐγκάρδια. Μάλιστα, ἀπό τά ἔσοδα τῆς πώλησης τῆς περιουσίας της, κτίστηκε στό μοναστήρι ὡραιότατος ναός.
Μετά ἀπό κάποιο χρόνο, πέθανε ἡ γυναίκα πού κοντά της ἡ Ματρῶνα γυμνάστηκε στή μοναχική ζωή. Τότε ὅλες οἱ μοναχές ἀπό κοινοῦ, ἐξέλεξαν ἡγουμένη – παρά τήν θέλησή της – τήν Ματρώνα. Ὑπό τίς ὁδηγίες της ἡ ἀδελφότητα ζοῦσε μέ πολλή ἐγκράτεια, ὑπακοή καί εὐσέβεια.
Τό 1462 ἡ Ματρώνα πέθανε, ἀφοῦ ἔζησε ζωή πραγματικά ἁγία.
Ἄλλες πηγές ὑπολογίζουν τόν χρόνο κοιμήσεως τῆς Ἁγίας 100 περίπου χρόνια πρίν τό 1462, διότι ἡ πρώτη βιογραφία της γράφτηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Ρόδου Νεῖλο (1357).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἀκολουθήσασα, κόσμου τερπνότητα, Ὁσία ἔλιπες, καί ἐμιμήσω ἐν σαρκί, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν· ὅθεν ταῖς τοῦ Πνεύματος, δωρεαῖς κατεφαίδρυνας, τήν ἐνεγκαμένην σε, νῆσον Χίον πανεύφημε· διό χαρμονικῶς ἐκβοᾷ σοι· χαίροις Ματρῶνα πανολβία.

Κοντάκιον.
Οὐδαμῶς τό θῆλύ σοι, ἐμποδών ὤφθη Ματρῶνα, πρός τούς ὑπέρ ἄνθρωπον, ἀγῶνας ὄντως καί ἄθλους· ᾔσχυνας, διό τόν μέγαν νοῦν θεοφόρε· εὔφρανας, τό γυναικεῖον μεγάλως γένος, τό ἐκείνου ταῖς σαῖς νίκαις, προσαφελοῦσα τῆς ἥττης ὄνειδος.

Μεγαλυνάριον.
Ἔβλυσας ἱδρῶτας ἀσκητικούς, ἐν τῇ Χίῳ Μῆτερ, ὡς καλλίκρουνός τις πηγή, ἐξ ὧν ἀπαντλοῦντες, Ματρῶνα μακαρία, παθῶν τῶν ψυχοφθόρων, ἐκκαθαιρόμεθα.