Ἅγιος Χρυσόστομος Σμύρνης ὁ Ἐθνοϊερομάρτυρας (12 Σεπτεμβρίου)

19ό μηνολόγιον τῆς ἡμέρας.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου τοῦ νέου, Ἐπισκόπου Σμύρνης, μαρτυρήσαντος αὐτόθι ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, ἐν ἔτει 1922.

Στίχοι:
Τιθείς ψυχήν Χρυσόστομος ὁμοῦ συμμύσταις, λαού καί στρατού τέ ἀπαρχή προσηνέχθη. Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος ἀποφράδι ἐτύθη. Συνάθλων πληθύος ἐπομένης τῷ πότμῳ.

Ὁ Χρυσόστομος (Καλαφάτης) ἦταν ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Σμύρνης.

Βρῆκε μαρτυρικό θάνατο, κατακρεουργήθηκε ἀπό φανατισμένο ὄχλο κατά τήν ἀνακατάλυψη τῆς πόλης ἀπό τούς Τούρκους τόν Αὔγουστο τοῦ 1922.

Γεννήθηκε τό 1867 στήν Τρίγλια τῆς Βιθυνίας, στήν Προποντίδα. Ἦταν γιός τοῦ Νικολάου Καλαφάτη καί τῆς Καλλιόπης Λεμωνίδου, οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν συνολικά 8 παιδιά, 4 ἀγόρια καί 4 κορίτσια. Ὁ πατέρας του ἦταν νομομαθής καί ἀντιπροσώπευε συμπολῖτες του ἐνώπιον τῶν τουρκικῶν δικαστηρίων. Ἐπίσης, ἀναμιγνυόταν στά κοινά καί ἐκλεγόταν δημογέροντας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλαβής χριστιανή καί ἀναφέρεται ὅτι τόν εἶχε τάξει στήν Παναγία.

Πρῶτα χρόνια

Ὁ Χρυσόστομος ἐκδήλωσε νωρίς τήν ἐπιθυμία του νά γίνει κληρικός. Οἱ γονεῖς του ἔγιναν ἀρωγοί στήν ἐπιθυμία του, πουλώντας ἀκίνητη περιουσία καί στέλνοντάς τον οἰκότροφο στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, ὅπου εἶχε τήν τύχει νά ἔχει σπουδαίους δασκάλους. Εἶχε ἐπίσης τήν τύχη νά ἀναλάβει τά ἔξοδα τῶν σπουδῶν του ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης καί μετέπειτα Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντῖνος Βαλιάδης, ὁ ὁποῖος τόν γνώρισε σέ μία ἐπίσκεψή του στή Σχολή καί ἐξετίμησε τίς ἐπιδόσεις του. Ὁ Χρυσόστομος ἀποφοίτησε ἀπό τή Σχολή μέ «ἄριστα».

Ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντῖνος τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ τὸν προσέλαβε ὡς ἀρχιδιάκονο στὴ Μητρόπολη Μυτιλήνης καὶ κατόπιν στὴ Μητρόπολη Ἐφέσου, ὅπου μετατέθηκε. Τὸ 1896 ὁ Χρυσόστομος ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα ποὺ δημιούργησαν καθολικοὶ καλόγεροι τῆς Μονῆς τῶν Λαζαριστῶν τῆς Σμύρνης, οἱ ὁποῖοι, θέλοντας νὰ προσηλυτίσουν Ὀρθοδόξους τῆς Ἰωνίας, ἀγόρασαν κοντὰ στὴν Ἔφεσο μία τοποθεσία ποὺ λεγόταν Καπουλὴ-Παναγιὰ καὶ διέδωσαν ὅτι βρῆκαν ἐκεῖ τὸν τάφο τῆς Παναγίας. Ὁ Χρυσόστομος προέβη σὲ πλῆθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων ἐπιστημονικά, τὰ ὁποῖα ἐξέδωσε καὶ σὲ βιβλίο. Κατόπιν αὐτοῦ, οἱ Λαζαριστὲς ὑποστήριξαν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ σπίτι τῆς Θεοτόκου.

Στὶς 2 Ἀπριλίου 1897 ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Κωνσταντῖνος ἐκλέχθηκε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντῖνος Ε΄). Στὶς 18 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ προήδρευσε μικτῆς ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καὶ Ἀγγλικανῶν μὲ θέμα τὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐπίσης καλλιεργεῖ τὴν εὐγλωττία του στὸ κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρεῖται ὁ ἐπικήδειός του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικὸ πατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ἐ΄, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ λόγος πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 1901. Ἰδιαίτερα ὅμως διακρίθηκε γιὰ τὴ συμβολή του στὴ ματαίωση τῶν σχεδίων τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Πανσλαβιστικῆς Παλαιστίνιας Ἐταιρίας τοῦ Παπαδονότσεφ ποὺ ἐπεδίωκε νὰ ἀλλοιώσει τὸν ἑλληνικὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ νὰ ἐκσλαβίσει τὰ Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.

Τὴν ἴδια ἡμέρα, Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 1901, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θρόνο ὁ Κωνσταντῖνος Ε΄ καὶ κατόπιν ἐπανεξελέγη ὁ δυναμικὸς Ἰωακεὶμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής. Καὶ αὐτὸς ὅμως ἐκτίμησε τὰ προσόντα τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ ἔτσι ἐκλέγεται παμψηφεί, στὶς 23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας.

Τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, ἀπευθυνόμενος στὸν Πατριάρχη, εἶπε τὰ ἑξῆς προφητικά: «Ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θὰ ὑπηρετήσω τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Γένος, καὶ ἡ μίτρα, τὴν ὁποίαν αἳ ἅγιαι χεῖρες σου ἐναπέθεσαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου, ἐὰν πέπρωται νὰ ἀπολέση ποτὲ τὴν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θὰ μεταβληθῆ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος ἱεράρχου», πρᾶγμα ποὺ ἔγινε 20 χρόνια ἀργότερα.

Μητροπολίτης Δράμας

Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων καὶ Ζιχνῶν μέχρι τὸ 1910. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἀντιμετώπισε τὴν τρομοκρατικὴ δράση τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καθὼς καὶ τὴν τότε ρουμανικὴ προπαγάνδα καὶ ἀνέπτυξε ἔξοχη ἐθνικὴ δράση, συγκρατώντας τοὺς πεπλανημένους, ἐνθουσιάζοντας τοὺς λιγόψυχους καὶ ἀναλαμβάνοντας ὁ ἴδιος τὴν διεύθυνση τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῶν Βουλγάρων συμμοριτῶν.

Παράλληλα ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ ναὸ στὴ Δρᾶμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολὲς ἀρρένων καὶ θηλέων, νοσοκομεῖο καὶ γυμναστήριο. Ἐπίσης φρόντισε τότε γιὰ τὴν ἀνέγερση οἰκιῶν γιὰ τοὺς καπνεργάτες, ἱδρύοντας καὶ πολλὰ φιλανθρωπικὰ καταστήματα, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα καὶ ἄλλα κοινωφελῆ καθιδρύματα.

Ἡ ἐθνικὴ αὐτὴ δράση τοῦ Χρυσοστόμου ἀνησύχησε τὴν τουρκικὴ διοίκηση, ἡ ὁποία καὶ ἀναφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἀνάκλησή του ἀπὸ Μητροπολίτη (1907).

Μετὰ ὅμως τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Συντάγματος τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τὸ 1908 ὁ Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ τὴ δικαιολογία τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Χρυσοστόμου προκαλεῖ τὴ διασάλευση τῆς τάξης, πέτυχαν τὴ δεύτερη ἀπομάκρυνσή του.

Μητροπολίτης Σμύρνης

Τὸ 1910 ὁ Χρυσόστομος μετετέθη στὴ Σμύρνη, ὡς Μητροπολίτης Σμύρνης. Στὴν Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τοὺς ἐθνικούς του ἀγῶνες, ὀργάνωσε δὲ πάνδημο συλλαλητήριο γιὰ νὰ καταγγείλει τὶς βιαιότητες τῶν Βουλγάρων στὴν Μακεδονία ἐναντίον τῶν 'Ἑλλήνων, τὴν ὑποστήριξη τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν πρὸς τὴν βουλγαρικὴ προπαγάνδα καὶ τὶς γενικότερες καταπιέσεις τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ἐναντίον τοῦ 'Ἑλληνισμοῦ τοῦ 'Ὀθωμανικοῦ κράτους.

Οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς τῆς περιοχῆς θορυβήθηκαν καὶ πέτυχαν τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν μητρόπολη Σμύρνης (1914), στὴν ὁποία ἐπέστρεψε μετὰ τὴν ἀνακωχὴ τοῦ Μούνδρου (1918). Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης τῆς Σμύρνης (1919-1922), λειτουργοῦσε ὡς ἀναμφισβήτητος ἐθνάρχης τοῦ μικρασιάτικου Ἑλληνισμοῦ καὶ ὡς ὃ ἐμπνευσμένος ἡγέτης τῆς "Μικρασιατικῆς Ἄμυνας" γιὰ τὴν δημιουργία αὐτόνομου κράτους σὲ περίπτωση ἥττας τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἢ κατάρρευση ὅμως τοῦ μικρασιάτικου μετώπου (Αὔγουστος 1922) ἀπογοήτευσε τὸν μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ὁ ὅποῖος ἀποδοκίμασε τὰ σχέδια τῶν Μεγάλων Δυνάμεων γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία.

Ἢ εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴν Σμύρνη ὑπῆρξε ἡ δοκιμασία τῶν ἐθνικῶν του ὁραμάτων. Ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν λαό του, παρὰ τὴν πίεση τῶν προξένων τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Στὶς 27 Αὐγούστου 1922 συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο φρούραρχο τῆς πόλης Νουρεντὶν πασά, μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας στὸ ναὸ τῆς 'Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ παραδόθηκε στὸν ἐξαγριωμένο τουρκικὸ ὄχλο.

Ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ὃ ἐκφραστὴς τῶν ἐθνικῶν πόθων κατέστη πλέον τὸ σύμβολο τῶν τραγικῶν πεπραγμένων τοῦ Γένους.

Τὸ δίτομο ἔργο τοῦ Περὶ Ἐκκλησίας, τὰ ἄρθρα του στὰ περιοδικὰ Ἐκκλησιαστικὴ 'Ἀλήθεια καὶ Ἱερὸς Πολύκαρπος καὶ ἡ ὅλη κηρυκτικὴ του δράση ἀναδεικνύουν τὴν ὑπέροχη πνευματικὴ μορφὴ τοῦ ἐθνομάρτυρα Ἱεράρχη.

Ἀνακήρυξη Ἁγίου

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο καὶ ἐθνομάρτυρα. H μνήμη τοῦ «Ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἁγίων ἀρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιῶν, Ἀμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ἰκονίου, Εὐθυμίου Ζήλων καθὼς καὶ τῶν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ποὺ σφαγιάσθηκαν κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ» ἑορτάζεται τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ἀπολυτίκιον

Μέγαν μάρτυρα ἡ Ἑκκλησία, μέγαν ἥρωα τό ἔθνος σύμπαν,
τόν τῆς Σμύρνης ὑμνοῦμεν Χρυσόστομον.
Kαί γάρ γενναίως ἀθλήσας ὑπέμεινεν ὑπέρ πατρίδος καί πίστεως θάνατον.
Ἱεράρχου τέ ὑπόδειγμα ἑαυτόν ἀνέδειξε, τόν στέφανον λαβών τόν ἀμαράντινον.