«Θάρσει τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»
ετά τη θεραπεία, αδελφοί μου, των δύο διαμονισμένων, της περασμένης Κυριακής, στη χώρα των Γεργεσηνών, ο Κύριος με πλοιάριο μαζί με τους μαθητές Του επέστρεψε εις την Καπερναούμ, «εις την ιδίαν πόλιν» όπως την χαρακτηρίζει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Όταν έφθασε εκεί, έφεραν μπροστά Του έναν παράλυτο σε φορείο, έναν ζωντανό νεκρό! Μία αξιοδάκρυτη ύπαρξη!
Με τα βογγητά του και τη θλιμμένη όψη του ήταν μία τραγική αντίθεση, μία πένθιμη και μελαγχολική παραφωνία στην ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού και της χαράς του πλήθους, που υποδέχοταν τον Κύριο. Εναγωνίως, αλλά και με προσδοκία και ελπίδα, κοιτάζει ο παράλυτος τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων και περιμένει να ακούσει τον θεραπευτικό Του λόγο. Και αντ’ αυτού ακούει: «Θάρσει τέκνον αφεώνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Ο Κύριος, αδελφοί μου, ως καρδιογνώστης που είναι, δε βλέπει μόνον τον πόνον του ασθενούς. Βλέπει και την αιτία της ασθενείας του, που ήταν η αμαρτία. Και θέλει πρώτα – πρώτα να θεραπεύσει την ψυχή του παραλύτου.
Και τούτο γιατί, ο Κύριος θεωρεί πρώτιστη ανάγκη για τον παράλυτο, αλλά και για κάθε άνθρωπο, την υγεία της ψυχής και τη σωτηρία της. Η δε απαλλαγή της από την ενοχή της αμαρτίας είναι ο,τι απαραίτητο για τη σωτηρία την αιώνια. Γι’ αυτή τη λύτρωση των ψυχών από το κράτος και τις συνέπειες της αμαρτίας ήλθε στον κόσμο ο Υιός του Θεού. Και οφείλει κάθε Χριστιανός να συνειδητοποιήσει το «τι ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;».