Ἅγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καί Ἰωάννης, ἦταν Ἰουδαῖος Ἑλληνιστής καί ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς νά παίρνουν οἱ Ἰουδαῖοι καί ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικό ἢ ρωμαϊκό, ὀνομάσθηκε καί Μᾶρκος. Ἡ οἰκογένειά του διέθετε τό προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στήν Ἱερουσαλήμ γιά τίς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. Ὁρισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητές δέχονται ὅτι στό σπίτι αὐτό ἔλαβε χώρα τό τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς Μαθητές Του καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων», ὁ ὁποῖος θά ἔδειχνε στούς δύο Μαθητές πού ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιά τήν προετοιμασία τοῦ δείπνου τό «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον», ἦταν ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος.
Ἡ καταγωγή τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἦταν μᾶλλον ἀπό τήν Κύπρο. Ἀπό νεαρή ἡλικία ἄρχισε τήν διακονία τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου, συνοδεύοντας τόν θεῖο του Ἀπόστολο Βαρνάβα καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο στίς διάφορες περιοδεῖες τους.
Στήν πρώτη περιοδεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διακόπτει τήν συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καί οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπό τήν Κύπρο στήν Πέργη τῆς Παμφυλίας καί ἀπό ἐκεῖ ἐπιστρέφει στά Ἱεροσόλυμα. Στήν ἀρχή τῆς δεύτερης περιοδείας, μετά τήν Ἀποστολική Σύνοδο, κατά τόν «παροξυσμό» πού παρατηρήθηκε μεταξύ Παύλου καί Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μέ τόν Μᾶρκο ἀπέπλευσαν στήν Κύπρο καί ὁ Παῦλος μέ τόν Σίλα ξεκίνησαν γιά τή νοτιοδυτική Μικρά Ἀσία. Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος βρίσκεται πάλι κοντά στόν Παῦλο κατά τόν χρόνο πού γράφει ὁ Ἀπόστολος τίς Ἐπιστολές τῆς αἰχμαλωσίας καί τέλος μνημονεύεται στήν Α’ Ἐπιστολή τοῦ Πέτρου, ὡς συνεργάτης αὐτοῦ καί στήν Β’ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολή.