Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία (1 Απριλίου)

7 μνήμη τῆς Ὁσίας Μητέρας μας ἑορτάζεται, τόσο κατά τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὅσο καί κατά τήν 1η Ἀπριλίου.
Τό «Ὡρολόγιο» γράφει ὅτι «Πλησιάζοντας τό τέλος τῆς Ἁγίας Σαρακοστής, τάχθηκε νά ἑορτάζεται σήμερα ἡ Ἁγία πρός τόνωση τῶν ραθύμων καί ἀμαρτωλῶν σέ μετάνοια.»
Ἡ Ὁσία Μαρία εἶναι ζωντανό παράδειγμα τῆς δυνάμεως τῆς μετανοίας. Παρά τό ὅτι βυθίσθηκε μέχρι τό κεφάλι στή λάσπη τῆς ἀμαρτίας, ἔπειτα μετανοήσει καί μέ τή Χάρη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἔφθασε στή καθαρότητα τῶν Ἀγγέλων.
Μπορούμε νά γίνουμε ὅλοι κατάλευκοι, ὅπως ἥμασταν πρό τοῦ βαπτίσματος, ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε.
Ἡ Ἑκκλησία μας ψάλλει σήμερα γιά τήν Ὁσία Μαρία τό ἀκόλουθο τροπάριο:
”Ἀφοῦ διέφυγες ἀπό τό σκότος τῆς ἀμαρτίας καί φωτίσθηκες ἀπό τό φῶς τῆς μετανοίας, προσέφερες, ώ δοξασμένη Ἁγία Μαρία, τή καρδιά σου στόν Χριστό. Ἐκεῖνος δέ τή δέχθηκε, γιατί ἐσύ ἔβαλες νά μεσιτεύσει πρός Αὐτόν ἡ ἀκηλίδωτος καί Ἁγία Μητέρα Του, ἡ γεμάτη ἀπό συμπάθεια. Γι' αὐτό ὄχι μόνο ἀπαλλάχθηκες ἀπό τίς ἀμαρτίες σου, ἀλλά καί εὐφραίνεσαι αἰώνια μαζί μέ τούς Ἀγγέλους”.
Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καί τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας πού εἶχε, κάποια φορά ἀκολούθησε τούς προσκυνητές πού πήγαιναν στά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό. Καί αὐτό τό ἔκανε, ὄχι γιά νά προσκυνήσει τόν Τίμιο Σταυρό, ἀλλά γιά νά ἔχει πολλούς ἐραστές πού θά ἦταν ἕτοιμοι νά ἱκανοποιήσουν τό πάθος της. Περιγράφει δέ καί ἡ ἴδια ρεαλιστικά καί τόν τρόπο πού ἐπιβιβάστηκε στό πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δέν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπό ὅσα λέγονται καί δέν λέγονται, τοῦ ὁποίου δέν ἔγινε διδάσκαλος σέ ἐκείνους τούς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καί ἡ ἴδια ἐξέφρασε τήν ἀπορία της γιά τό πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τίς ἀσωτίες της καί γιατί ἡ γῆ δέν ἄνοιξε τό στόμα της καί δέν τήν κατέβασε στόν ἅδη, ἐπειδή εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δέν ἀρκέστηκε στό ὅτι διέφθειρε τούς νέους, ἀλλά διέφθειρε καί πολλούς ἄλλους ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως καί τούς ξένους ἐπισκέπτες. Καί στά Ἱεροσόλυμα πού πῆγε κατά τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στούς δρόμους «ψυχάς νέων ἀγρεύουσα».
Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιά μετάνοια ἀπό ἕνα θαυματουργικό γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στό ναό γιά νά προσκυνήσει τό Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τήν ἐμπόδισε νά προχωρήσει. Στήν συνέχεια στάθηκε μπροστά σέ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καί ζήτησε τήν καθοδήγηση καί βοήθεια τῆς Παναγίας. Μέ τήν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτή τήν φορά στόν ἱερό ναό καί προσκύνησε τόν Τίμιο Σταυρό. Στήν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τήν Παναγία, ἄκουσε φωνή πού τήν προέτρεπε νά πορευθεῖ στήν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τήν συνδρομή καί τήν προστασία τῆς Θεοτόκου καί πῆρε τόν δρόμο της πρός τήν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπό τήν ἱερά μονή τοῦ Βαπτιστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στήν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτά χρόνια, χωρίς ποτέ νά συναντήσει ἄνθρωπο.
Κατά τά πρῶτα δεκαεπτά χρόνια στήν ἔρημο, πάλεψε πολύ σκληρά γιά νά νικήσει τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικά γιά νά νικήσει τόν διάβολο πού τήν πολεμοῦσε μέ τίς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.
Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτά χρόνια στήν ἔρημο «θηρσίν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλές ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καί «πορνικῶν ᾀσμάτων» καί πολλούς λογισμούς πού τήν ὠθοῦσαν πρός τήν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, ἔπεφτε στήν γῆ, τήν ἔβρεχε μέ δάκρυα καί δέν σηκωνόταν ἀπό τή γῆ «ἕως ὅτου τό φῶς ἐκεῖνο τό γλυκύ περιέλαμψεν καί τούς λογισμούς τούς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στήν Παναγία, τήν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας πού ἔκανε. Τό ἱμάτιό της σχίσθηκε καί καταστράφηκε καί ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν ἀπό τόν καύσωνα καί ἔτρεμε ἀπό τόν παγετό καί «ὡς πολλάκις με χαμαί πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδόν καί ἀκίνητον».
Ὕστερα ἀπό σκληρό ἀγῶνα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν συνεχή προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπό τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τό λογιστικό καί παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς της, καθώς ἐπίσης ἐθεώθηκε καί τό σῶμα της.
Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στήν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα.
Ἦταν γυμνή ἀλλά τό σῶμα της ὑπερέβη τίς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνή γάρ εἰμί, καί γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καί τήν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τό σῶμα τρεφόταν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γάρ καί σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τά σύμπαντα». Στή περίπτωσή της, ὅπως καί σέ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτή ἡ ἀναστολή τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στό ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τήν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καί στό σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τήν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τήν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Ἐκείνη τήν περίοδο ἀσκήτευε σέ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), πού ἦταν κεκοσμημένος μέ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθώς τοῦ εἶχε δοθεῖ τό χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τά πενήντα τρία του χρόνια μέ μεγάλη ἄσκηση καί ἦταν φημισμένος στήν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμός κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιά τό ἂν δηλαδή ὑπῆρχε ἄλλος μοναχός πού θά μποροῦσε νά τόν ὠφελήσει ἢ νά τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιά νά τόν διδάξει καί νά τόν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει στήν τελειότητα. Καί στήν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νά πορευθεῖ σέ ἕνα μοναστήρι πού βρισκόταν κοντά στόν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στήν φωνή τοῦ Θεοῦ καί πῆγε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, πού τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τόν ἡγούμενο καί τούς μοναχούς, καί διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τή Χάρη καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχική ζωή μέ ἀκτημοσύνη, μέ μεγάλη ἄσκηση καί ἀδιάλειπτη προσευχή.
Στό μοναστήρι αὐτό ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μέ αὐτόν, τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοί κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καί ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καί ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικές τροφές καί ἔφευγαν στήν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιά νά ἀγωνισθοῦν κατά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τόν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δέ στό μοναστήρι τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, γιά νά ἑορτάσουν τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νά μήν συναντᾶ κανείς τόν ἄλλο ἀδελφό στήν ἔρημο καί νά μήν τόν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιά τό εἶδος τῆς ἀσκήσεως πού ἔκανε τήν περίοδο αὐτή.
Αὐτόν τόν κανόνα ἐφάρμοσε καί ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι καί πορεύθηκε στήν ἔρημο, ἔχοντας τήν ἐπιθυμία νά εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιό βαθειά σέ αὐτή, μέ τήν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητή πού θά τόν βοηθοῦσε νά φθάσει σέ αὐτό πού ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καί τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δέ ὅπου εὑρισκόταν.
Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμή πού κάθισε νά ξεκουραστεῖ καί ἔψελνε, εἶδε στό βάθος μία σκιά πού ἔμοιαζε μέ ἀνθρώπινο σῶμα. Στήν ἀρχή θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικό φάντασμα, ἀλλά ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτό τό ὂν πού ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα – τό σῶμα αὐτό προερχόταν ἀπό τίς ἡλιακές ἀκτῖνες – καί εἶχε στό κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, πού δέν ἔφθαναν πιό κάτω ἀπό τόν λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τήν Ὁσία Μαρία, τήν ὥρα πού προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τήν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί ἅπλωσε τά χέρια της καί «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνή δέ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καί σέ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτήν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπό τῆς γῆς καί τῷ ἀέρι κρεμαμένην καί οὕτω προσεύχεσθαι».
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νά πλησιάσει, γιά νά διαπιστώσει τί ἦταν αὐτό πού ἔβλεπε, ἀλλά τό ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καί ἐκεῖνο. Καί ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μέ δάκρυα πρός αὐτό ὥστε νά σταματήσει, γιά νά λάβει τήν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δέν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σέ κάποιο χείμαρρο καί ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τό ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τόν ἀποκάλεσε μέ τό μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα πού προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στόν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δέν μπορεῖ νά γυρίσει καί νά τόν δεῖ κατά πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνή καί ἔχει ἀκάλυπτα τά μέλη τοῦ σώματός της. Τόν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νά τῆς δώσει τήν εὐχή του καί νά τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπό τά ροῦχα του, γιά νά καλύψει τό γυμνό σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καί τότε ἐκείνη στράφηκε πρός αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιά νά λάβει τήν εὐχή της, ἐνῷ τό ἴδιο ἔκανε καί ἐκείνη. Καί παρέμειναν καί οἱ δυό γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τόν ἕτερον».
Ἐπειδή ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τούς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, πού ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα καί εἶναι χῶμα καί στάχτη καί ὄχι ἄυλο πνεῦμα.
Ἡ Ὁσία Μαρία κατά τήν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τήν ζωή της, ζήτησε ἀπό τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νά ἔλθει κατά τήν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σέ ἕναν ὁρισμένο τόπο στήν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντά σέ μία κατοικημένη περιοχή, γιά νά τήν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας πού μεταμόρφωσε τήν ὕπαρξή της. «Καί νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδή εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νά κοινωνήσει τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στό μοναστήρι χωρίς νά πεῖ σέ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καί μέ τόν κανόνα πού ὑπῆρχε σέ ἐκείνη τήν ἱερά μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά δεῖ καί πάλι «τό ποθούμενον πρόσωπον» τήν ἑπόμενη χρονιά καί μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δέν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθώς ἤθελε ὅλος αὐτός ὁ χρόνος νά ἦταν μία ἡμέρα.
Τό ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπό κάποια ἀρρώστια δέν μπόρεσε νά βγεῖ ἀπό τό μοναστήρι στήν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς καί ἔτσι παρέμεινε στό μοναστήρι. Καί τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νά πορευθεῖ στόν τόπο πού τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιά νά τήν κοινωνήσει.
Τήν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σέ ἕνα μικρό ποτήρι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικά σύκα καί χουρμάδες καί λίγη βρεγμένη φακή καί βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι γιά νά συναντήσει τήν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδή ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νά ἔλθει στόν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στόν Θεό μέ δάκρυα νά μήν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τήν εὐκαιρία νά τή δεῖ ἐκ νέου.
Μετά τήν θερμή προσευχή τήν εἶδε ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νά κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νά πατᾶ πάνω στό νερό τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπί τῶν ὑδάτων ἐπάνω καί πρός ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στήν συνέχεια ἡ Ὁσία τόν παρακάλεσε νά πεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τό «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τά χέρια της στόν οὐρανό, ἀναστέναξε μέ δάκρυα καί εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τήν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου».
Στήν συνέχεια, ἀφοῦ τόν παρακάλεσε νά ἔλθει καί τό ἑπόμενο ἔτος στό χείμαρρο πού τήν εἶχε συναντήσει τήν πρώτη φορά, ζήτησε τήν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τά πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καί αὐτός τήν προσευχή της καί τήν ἄφησε νά φύγει «στένων καί ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τήν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Τό ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καί μέ τήν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νά φθάσει «πρός ἐκεῖνο τό παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλές ἡμέρες καί ἔφθασε στόν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτής ἐμπειρότατος» νά δεῖ «τό γλυκύτατο θήραμα», τήν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δέν τήν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νά προσεύχεται στόν Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τόν θησαυρόν σου τόν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τόν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιά τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σέ σῶμα, πού ὁ κόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά τόν ἔχει. Καί προσευχόμενος μέ τά λόγια αὐτά εἶδε «κεκειμένην τήν Ὁσίαν νεκράν, καί τάς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καί πρός ἀνατολάς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι». Βρῆκε δέ καί δική της γραφή πού ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τό λείψανον, ἀποδός τόν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπέρ ἐμοῦ διά παντός πρός τόν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστί κατά Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δέ τῇ νυκτί τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετά τήν τοῦ θείου καί μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τήν βρῆκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στήν γῆ, μέ τά χέρια σταυρωμένα καί βλέποντας πρός τήν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καί γραφή πού τόν παρακαλοῦσε νά τήν ἐνταφιάσει.
Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τήν ἴδια ἡμέρα πού κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σέ μία ὥρα ἀπόσταση τήν ὁποία διήνυσε τό ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σέ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καί ἥνπερ ὤδευσεν ὁδόν Ζωσιμᾶς διά εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καί εὐθύς πρός τόν Θεόν ἐξεδήμησεν». Τό σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.
Στήν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολύ καί εἶπε ψαλμούς κατάλληλους γιά τήν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχήν ἐπιτάφιον». Καί μετά μέ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τό σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τά τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρή καί ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτό δέν μποροῦσε νά τήν σκάψει καί βρισκόταν σέ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καί τά ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή εἶδε ἕνα λιοντάρι νά στέκεται δίπλα στό λείψανο τῆς Ὁσίας καί νά γλείφει τά ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλά τό ἴδιο τό λιοντάρι «οὐχί τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλά καί προθέσει», δηλαδή τό ἴδιο τό λιοντάρι καλόπιανε τόν Ἀββᾶ καί τόν παρακινοῦσε καί μέ τίς κινήσεις του καί μέ τίς προθέσεις του, νά προχωρήσει στόν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπό τό ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τό παρακάλεσε νά σκάψει αὐτό τό ἴδιο τόν λάκκο, γιά νά ἐνταφιασθεῖ τό ἱερό λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδή ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τό λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθύς δέ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή μέ τά μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τό λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιά νά ἐνταφιασθεῖ τό σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.
Ὁ ἐνταφιασμός τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετά τόν ἐνταφιασμό ἔφυγαν καί οἱ δύο, «ὁ μέν λέων ἐπί τά ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δέ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καί αἰνῶν τόν Θεόν ἡμῶν».
Καί ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτό τό βίο «κατά δύναμιν» καί «τῆς ἀληθείας μηδέν προτιμῆσαι θέλων».
Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νά γίνει κατά Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καί πῶς ἡ κατά Χριστόν ἐλπίδα μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τήν ὑπό τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση. Στό πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τόν ἄνθρωπο πού ἀναζητᾶ τήν ἡδονή καί κυνηγᾶ τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἱκανοποίησή τους, ἀλλά ὅμως μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νά φθάσει στό σημεῖο νά τήν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιά νά λάβουν τήν εὐλογία της καί νά ἀσπασθοῦν τό τετιμημένο της σῶμα, καθώς ἐπίσης νά τή σέβονται καί τά ἄγρια ζῶα.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μέ τήν μετάνοιά της, τήν βαθιά της ταπείνωση, τήν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καί παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνός μέν προσφέρει μία παρηγοριά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ταπεινώνει ἐκείνους πού ὑπερηφανεύονται γιά τά ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δέν ἡμέρωσε μόνο τά ἄγρια θηρία πού ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδή τά ἄλογα πάθη, ἀλλά ὑπερέβη ὅλα τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί ἡμέρωσε ἀκόμη καί τά ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.
Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, πού φυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τήν ἀποκαλυπτική θεολογία καί τήν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανής λαμπηδών, τῶν παθῶν τόν σκοτασμόν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς τῶν ἀγώνων σου πόνοις θεόληπτε, τό τῆς ἐρήμου τραχύ καθηγίασας· διό σου τήν μνήμην δοξάζομεν, ἐν ὑμνῳδίαις Μαρία τιμῶντές σε, Ὁσία Ὁσίων ἀγλάϊσμα.

Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἁμαρτίας τήν ἀχλύν ἐκφυγοῦσα, τῆς μετανοίας τῷ φωτί αὐγασθεῖσα, τήν σήν καρδίαν ἔνδοξε προσῆξας τῷ Χριστῷ, τούτου τήν Πανάμωμον, καί ἁγίαν Μητέρα, πρέσβυν συμπαθέστατον, προσενέγκασα· ὅθεν, καί τῶν πταισμάτων εὗρες ἀποχήν, καί σύν Ἀγγέλοις, ἀεί ἐπαγγέλλεσαι.

Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τήν λαμπάδα τήν πολύφωτον
Καί ἐγκρατείας τήν εἰκόνα τήν θεόγραφον,
Τήν Μαρίαν ἀνυμνήσωμεν τήν Ὁσίαν.
Ἐν ἐρήμῳ γάρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσε
Καί τόν τρώσαντα αὐτήν πρῴην κατῄσχυνε·
Ταύτῃ λέγοντες· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.
Αἴγυπτον φυγοῦσα τήν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τόν μολυσμόν, καί ἐν τῇ ἐρήμῳ, τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.