Κατά Ματθαίον (κε΄ 31 - 46)

Επεν Κύριος· όταν λθ υἱὸς τονθρπου ν τ δξ ατο κα πντες ογιοι γγελοι μετ᾿ ατο, ττε καθσει π θρνου δξης ατο, κα συναχθσεται μπροσθεν ατο πντα τθνη, καφοριε ατος π᾿λλλων σπερ ποιμν φορζει τ πρβατα π τν ρφων, κα στσει τ μν πρβατα κ δεξιν ατο, τ δρφια ξ εωνμων.

Ττε ρε βασιλες τος κ δεξιν ατο· δετε ο ελογημνοι το πατρς μου, κληρονομσατε τν τοιμασμνην μν βασιλεαν π καταβολς κσμου. πενασα γρ, καδκατ μοι φαγεν, δψησα, καποτσατ με, ξνος μην, κα συνηγγετ με, γυμνς, κα περιεβλετ με, σθνησα, καπεσκψασθ με, ν φυλακμην, καλθετε πρς με.

Ττε ποκριθσονται ατ ο δκαιοι λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα καθρψαμεν, διψντα καποτσαμεν; Πτε δ σε εδομεν ξνον κα συνηγγομεν, γυμνν κα περιεβλομεν; Πτε δ σε εδομεν σθενν φυλακ, καλθομεν πρς σε;

Καποκριθες βασιλες ρε ατος· μν λγω μν, φ᾿σον ποισατε ν τοτων τν δελφν μου τν λαχστων, μοποισατε.

Ττε ρε κα τος ξ εωνμων· πορεεσθε π᾿μο ο κατηραμνοι ες τ πρ τ αἰώνιον ττοιμασμνον τ διαβλ κα τος γγλοις ατο. πενασα γρ, κα οκ δκατ μοι φαγεν, δψησα, κα οκ ποτσατ με, ξνος μην, κα ο συνηγγετ με, γυμνς, κα ο περιεβλετ με, σθενς καν φυλακ, κα οκ πεσκψασθ με.

Ττε ποκριθσονται ατ κα ατο λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα διψντα ξνον γυμνν σθενν φυλακ, κα ο διηκονσαμν σοι;

Ττε ποκριθσεται ατος λγων· μν λγω μν, φ᾿σον οκ ποισατε ν τοτων τν λαχστων, οδμοποισατε.

Καπελεσονται οτοι ες κλασιν αἰώνιον, ο δ δκαιοι ες ζων αἰώνιον.

 

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Εἶπε ὁ Κύριος:

«Ὅταν θα ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλην του τὴν δόξαν καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, καὶ θα τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του.

Τότε θὰ πῇ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἐτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξἐνος ἤμουνα καὶ μ’ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ’ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ’ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ’ ἐμέ».

Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ’ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ’ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ’ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ’ἐσέ;».

Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδεφλοὺς μου, σ’ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε».

Τότε θὰ πῇ σ’ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ’ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μ’ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουνα καὶ δὲν μ’ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μ’ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς ἤμουνα καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ’ ἐπισκεφθήκατε».

Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψὰς καὶ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;»

Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι δὲν ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους τούτους, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐκάνατε».

Καὶ αὐτοὶ θὰ μεταβοῦν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».