Ενθρονιστήριος λόγος Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. κ. Ευγενίου Ι. Μ. Ναός Αγίου Μηνά Ηρακλείου 5 Φεβρουαρίου 2022

ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ

(Ἡράκλειο, 5 Φεβρουαρίου 2022)

 

Kritis Evgenios2Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Αὐστρίας κ.κ. Ἀρσένιε καί Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Μέγα Πρωτοσύγκελλε κ. Θεόδωρε, ἐκπρόσωποι τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου Κυρίου Κυρίου ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ,

Ἐξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ,

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γέροντα Λεοντοπόλεως κ.κ. Γαβριήλ, ἐκπρόσωπε τῆς Α.Θ. Μακαριότητος τοῦ Πάπα καί Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Κ.Κ. Θεοδώρου,

Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Μεσαορίας κ.κ. Γρηγόριε, ἐκπρόσωπε τῆς Α. Μακαριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου Κ.Κ. Χρυσοστόμου,

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Κασσανδρείας κ.κ. Νικόδημε, ἐκπρόσωπε τῆς Α. Μακαριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κ.Κ. Ἱερωνύμου,

Πανοσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρίτα κ. Πορφύριε, ἐκπρόσωπε τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Σινᾶ κ.κ. Δαμιανοῦ,

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων, κ.κ. Εἰρηναῖε, Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης,

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καί Θεοφιλέστατε Ἀρχιγραμματεῦ Αὐτῆς,

Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Κυρία Ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων,

Κύριε ἐκπρόσωπε τῆς Ἀξιωματικῆς Ἀντιπολίτευσης,

Κύριε Πρόεδρε τοῦ «Κινήματος Ἀλλαγῆς»,

Κυρίες καί Κύριοι Ὑπουργοί καί Βουλευτές,

Κύριε Περιφερειάρχα Κρήτης,

Κύριε Δήμαρχε Ἡρακλείου καί λοιποί Δήμαρχοι τῆς νήσου μας,

Κύριοι Πρυτάνεις, Κύριοι Καθηγητές,

Κύριε Γενικέ Γραμματέα Θρησκευμάτων, Κύριοι Ἀρχηγοί,

Κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν Πολιτικῶν, Στρατιωτικῶν, Δικαστικῶν καί Ἐκπαιδευτικῶν Ἀρχῶν,

Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας,

Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί, οἱ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Καταλόγου,

Ὁσιώτατοι Ἡγούμενοι καί μέλη τῶν Μοναχικῶν Ἀδελφοτήτων,

Εὐλογημένα καί πιστά μέλη τοῦ πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, τέκνα γνήσια κατά κοινήν πίστιν.

Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὑπερύμνητο ὄνομα τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος, κατά τό πολύ Αὐτοῦ ἔλεος, εὐλογεῖ τό βηματισμό τῶν παιδιῶν Του καί τά κατευθύνει στήν ἀγαπητική κοινωνία μαζί Του, στήν ἀγαπητική διακονία τῶν ἀδελφῶν Του, στήν ἀγαπητική προσφορά τῆς ζωῆς τους στό Σῶμα τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Τῆς Ἐκκλησίας πού συχνά μέσα ἀπό ἀντιξοότητες, ἄλλοτε πάλι μέσα καί ἀπό παραδοξότητες, πάντα ὅμως κατά τό Θεῖο Του Θέλημα πορεύεται στόν κόσμο, τόν προσλαμβάνει χωρίς ἡ ἴδια νά ἐκκοσμικεύεται, τόν ἀγκαλιάζει, τόν συγχωρεῖ, τόν ἁγιάζει, τόν μεταμορφώνει, τόν ἀνασταίνει, τόν σώζει.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ὕπαρξής της, αὐτή καί ἡ ἀποστολή της, ἡ εἰρήνευση τῶν ψυχῶν μέ τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γιά νά γίνεται πράξη τό «ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ὅπως καί «ἐν οὐρανοῖς». Καί ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ταπεινοί ἐργάτες της, «οἱ καταξιωθέντες λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ, οὐ διὰ τὰς δικαιοσύνας ἡμῶν, ... ἀλλά κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος», ἐργαζόμαστε γι᾿ αὐτό, «εὐαγγελιζόμενοι τὴν εἰρήνην» σέ ψυχές συχνά ἀνειρήνευτες, πού ἴσως τήν ἀναζητοῦν ἀλλοῦ ἤ τήν βιώνουν σέ κακέκτυπες ἐκδοχές της, προτρέποντάς τις «Εἰρήνη ὑμῖν. Εἰρήνη πᾶσι».

Ἀγαπητοί μου πατέρες, ἀδελφοί καί φίλοι.

«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία αἰώνια ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, μία ἱστορική πραγματικότητα, στήν ὁποία συνεχῶς ἀποκαλύπτεται καί ἐργάζεται ὁ Θεός. Ἄν ὁμιλοῦμε μεμονωμένα γιά τά ἀνθρώπινα στοιχεῖα καί πράγματα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τότε δέν πράττομε σωστά. Ἀλλά καί δέν σκεπτόμαστε συνετά, ὅταν γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς Ἐκκλησία εἶναι ἡ σπουδαιοφάνεια τῶν πιστῶν ἤ τῶν διακόνων της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό αἰώνιο σήμερα, τό παρόν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ λύση στά προβλήματα τοῦ κόσμου βρίσκεται στό πῶς τό σήμερα τοῦ Θεοῦ θά παρακολουθεῖ τό σήμερα τοῦ ἀνθρώπου, τό πῶς τό αἰώνιο θά παρακολουθεῖ καί θά ἐξαγιάζει τίς στιγμές καί τό παροδικό.» (Καρδαμάκης)

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν εἴμαστε σκληρόκαρδοι καί ρηχοί, χωρίς στοχασμό καί διορατικότητα, γιά νά εἴμαστε ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν «Καινήν Ἐντολήν» Του στό Μυστικό Δεῖπνο, ἀγωνιζόμαστε νά ἀποκτήσομε θεολογία καιομένης καρδίας «ὑπέρ παντός», ἀγωνιζόμαστε νά ἀποκτήσομε αὐτό πού εἶναι τελικά ἡ ἀγάπη. Ἀκολουθῶντας αὐτήν τήν ὁδό καί ὁ ἐπιστήθιος μαθητής Του καί μεγάλος μας διδάσκαλος «πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καί τῆς θεολογίας».

Σέ αὐτήν τήν ἱερή ἀποστολή στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, στήν ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης, μήπως κάποτε δυνηθεῖ νά ἀποκτήσει καί τή θεολογία, ἀποδόθηκε πρίν τριάντα χρόνια καί ἐκεῖνος πού σᾶς ὁμιλεῖ, πού δέν μποροῦσε ποτέ νά φαντασθεῖ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη σας θά τόν ἐνθρόνιζε σήμερα σέ αὐτόν τόν ἅγιο καί ὑψηλό ἀποστολικό Θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, εἰς διαδοχήν Μεγάλων καί σπουδαίων, πρό πάντων Ἁγίων, Ἀρχιεπισκόπων, τούς ὁποίους ἀπό τήν παιδική ἡλικία διηκόνησε.

Ἀνερχόμενος τίς βαθμῖδες αὐτοῦ τοῦ Θρόνου δέν μπορεῖ νά λησμονήσει πώς κάποτε βρισκόταν στά κράσπεδά του, ὡς ἱερόπαις δίπλα στόν Ἀρχιεπίσκοπο Εὐγένιο, ἀλλά καί δέν λησμονεῖ τήν πρώτη φορά πού πρίν ἀπό δεκαεπτά ἔτη ἀνῆλθε σέ αὐτόν, κατά τή χειροτονία του ὡς Ἐπισκόπου Κνωσοῦ καί Βοηθοῦ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, καί προσκύνησε τήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως πού ἀναγράφει τό δωρητή της, Ἀρχιεπίσκοπο Εὐγένιο, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον αὐτοῦ.

Ἐδῶ λοιπόν, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ ἀσημοκοντοσγουρογέννη Καπετάνιου τοῦ Μεγάλου Κάστρου, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, σήμερα ἔρχομαι καί πάλι, κουβαλῶντας στό γυλιό τῆς στρατείας μου ἁμαρτίες ἀφενός καί ἀτοπήματα, ἀλλά καί πίστη καί ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀφετέρου. Ἔρχομαι γιά τήν ὑπαπαντή μου μετά τήν Ὑπαπαντή, μέ μιά νέα ἰδιότητα αὐτή τή φορά. Αὐτήν πού ὁ Ἅγιος Θεός μοῦ χάρισε, ἐπιλέγοντάς με μεταξύ ὑπεραξίων ἰσαδέλφων μου, μέ τήν σοφή κρίση καί Πατρική εὔνοια τοῦ Παναγιωτάτου Πατρός καί Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου καί μέ ψήφους κανονικές τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στό ὁποῖο ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἔχει τό μέγα προνόμιο τῆς κανονικῆς της ἀναφορᾶς.

Δοξολογῶ τόν Πανάγαθο Θεό πού μέ καθιστᾶ σήμερα διάδοχο τοῦ Πρωτεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, οἱ ὑποθῆκες στόν ὁποῖο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διά τῆς πρός αὐτόν ἐπιστολῆς του, ἀποτελοῦν ὑποθῆκες καί γιά τή δική μου ἀναξιότητα. Οἱ Ἐπίσκοποι γινόμαστε μέν «θρόνων διάδοχοι» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλά καθημερινός ἀγώνας μας εἶναι νά γίνομε καί «τρόπων μέτοχοι» ἐκείνων. Μορφές μεγάλες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου, τοῦ Ἁγίου Μύρωνος, καί τελευταῖα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Γερασίμου καί τῶν σύν αὐτῷ, πού τελειώθηκαν στόν τόπο αὐτό πρίν ἀπό 200 ἀκριβῶς χρόνια, νοηματοδοτοῦν τήν πορεία τῶν διαδόχων τους, πού ὀφείλουν νά εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι». Ἐκεῖνοι, ὁ καθένας μέ τό χάρισμά του, καλλιέργησαν τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί παρέδωσαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν σκυτάλη ἑνός ἔργου μεγάλου καί σωτήριου. Ἐργάσθηκαν σέ συνθῆκες δύσκολες, ἀσύλληπτες γιά τά δικά μας δεδομένα, μέσα στίς ἐναλλαγές τῆς ἱστορίας, καί στερέωσαν τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔζησαν «διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ... ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. ς΄ 8-10).

Τίς ἅγιες εὐχές τους ἐκζητῶ, ὅπως καί τῶν προκατόχων μου, ἰδιαίτερα τῶν τελευταίων, Γερασίμου τοῦ Λετίτζη, κτήτορος τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τοῦ ἀπό Κρήτης Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Ε΄, θεμελιωτοῦ αὐτοῦ τοῦ ναοῦ, Τιμοθέου τοῦ Καστρινογιαννάκη, Εὐμενίου τοῦ Ξηρουδάκη, Τίτου τοῦ Ζωγραφίδη, Τιμοθέου τοῦ Βενέρη, Βασιλείου τοῦ Μαρκάκη καί ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τοῦ νησιοῦ μας, καθώς μυστικά σήμερα τούς βλέπω παρόντες, κύκλῳ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, γιά νά συνεχισθεῖ μέχρι νά θέλει ὁ Θεός καί ἀπό τήν δική μου ἀσθενική παρουσία ἡ ἀποστολική διαδοχή καί ἡ ἱστορική διαχρονική μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Δόξα τῷ Θεῷ, ἀμέτρητα λείψανα τοῦ εὐεργετικοῦ περάσματός τους ἀπό τή Μεγαλόνησο φανερώνονται στίς ἀμέτρητες βασιλικές τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί ἀργότερα, μνημεῖα πίστεως προγονικά, πού διάσπαρτα ὑπάρχουν στή γῆ της. Δόξα τῷ Θεῷ, πού τά ἅγια ὀνόματά τους θησαυρίζονται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στά Συναξάρια, στίς ἱστορικές καταγραφές. Δόξα τῷ Θεῷ, πού ὅλοι, ἄν καί ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, εἶναι παρόντες μέ ἕνα μυστικό μοναδικό τρόπο στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί εὐλογοῦν τόν δικό μας βηματισμό. Τό νοιώθουμε, τό αἰσθανόμαστε, τό ψηλαφοῦμε. Καί μέ εὐγνωμοσύνη μνημονεύομε τά ὀνόματα ὅλων τους, καί, ἰδιαίτερα σήμερα, τοῦ τελευταίου πού προστέθηκε στό Ἁγιολόγιο ἀπό τή Μητέρα μας Ἐκκλησία τήν ἴδια ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς μου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τοῦ Κρητός.

Ὁ Χριστός ὄντως σημάδεψε τήν Κρήτη, τήν «καλή καί πίειρα, περίρρυτο γαία», τήν ὡραία καί εὔγονη δηλαδή γῆ πού κείτεται στή θάλασσα, κατά τόν Ὅμηρο, καί ἡ ὁποία, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κισάμου Εἰρηναῖος, «δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ἐμπνέεται καί δυναμώνεται ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Σταυροῦ, τό πνεῦμα τῶν μεγάλων ἰδανικῶν, τοῦ ἡρωισμοῦ καί τῆς θυσίας... Στούς εἴκοσι αἰῶνες ἡ Κρήτη σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε πολλές φορές, γονάτισε καί ξαναστάθηκε πάλι ὀρθή καί ὁ ἀντρειωμένος», ὁ κάθε Κρητικός, εἶναι ἕνας ἥρωας καμωμένος ἀπό τό ἅγιο χῶμα της, τό νοτισμένο ἀπό αἵματα ἡρώων καί μαρτύρων, ἀπό ἱδρῶτες τίμιου κόπου καί ἀπό δάκρυα, ἄλλοτε πόνου καί ἄλλοτε χαρᾶς. Ἡ λαϊκή μας μοῦσα τόν ψάλλει ἔτσι· «τόν ἀντρειωμένο μήν τόν κλαῖς ὅσο καί ν᾿ ἀστοχήσει, μά ἄν ἀστοχήσει μιά καί δυό πάλι ἀντρειωμένος θά ᾿ναι».

Στήν κορφή τοῦ γερο-Ψηλορείτη ὁ Τίμιος Σταυρός ἀποτελεῖ τό ὁρατό σημάδι τοῦ Χριστοῦ στήν Κρήτη. Καί λίγο πιό κάτω, στήν ἀρχαία Γόρτυνα, ὁ Τίτος, ὁ Πρωτεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐξακολουθεῖ νά διαβάζει στά ἔκγονά του αὐτό πού τοῦ ἔγραψε ὁ Παῦλος καί τό κρατᾶ πλέον στόν κόρφο της ἡ Κρήτη, μνημεῖο καί μαρτυρία, παρακαταθήκη καί προτροπή, πώς ὁ Χριστός πλούσια τήν εὐλόγησε· «Τέκνον Τίτε, ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν».

Ἐν πρώτοις, παρακαλῶ νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά στρέψω ξανά τόν λόγο στή μεγάλη καί χαρισματική μορφή, τοῦ ἱστορικοῦ Πρωθιεράρχου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Εὐγενίου τοῦ πρώτου καί ἀνεπανάληπτου. Αὐτή ἡ φωτεινή μορφή, πού ἀκτινοβολοῦσε φῶς Χριστοῦ, χαράχτηκε μέσα στήν παιδική μου ψυχή πρίν τέσσερις δεκαετίες καί πλέον. Και τό βαρύ ὄνομά του μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία νά λιτανεύω ὡς τήν αἰωνιότητα. Θά εὐγνωμονῶ ἐσαεί ἐκεῖνον πού μοῦ τό χάρισε, μέ τήν ἐντολή νά τοῦ μοιάσω. Καί τώρα μόνο κατάλαβα τί κατεργαζόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τότε πού, μικρά παιδιά κάθε Σάββατο, μαζί μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Γεράσιμο, εὐπρεπίζαμε τό μνῆμα του. Πάντα μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί εἶχα τήν ἀπορία γιά ἐκεῖνο τό «Α΄» πού ἀκολουθοῦσε τό ὄνομα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στήν ἐπιτύμβια μαρμαρόπλακα. Τώρα, σαράντα και πλέον χρόνια μετά, ἡ ἀπορία αὐτή βρῆκε τή λύση της, ἀφοῦ τό «Β΄» ἦλθε νά προστεθεῖ στό δικό μου ταπεινό ὄνομα. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν.

Μαζί μέ τή μορφή ἐκείνου μνημονεύω ὀφειλετικά τήν ἱερή μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ἕως τῶν ἐσχάτων Βοηθός Ἐπίσκοπος καί συνεργάτης ἄμεσος διετέλεσα. Ἄνθρωπος ἀγάπης καί εὐγένειας. Ἄνθρωπος ἀρετῆς καί κοινωνικῆς εὐαισθησίας, διδακτικός καί προσευχητικός, ἐφάμιλλος ἁγίων προσωπικοτήτων τοῦ 20οῦ αἰώνα καί «πηγὴ ὕδατος ζῶντος» γιά χιλιάδες ψυχές πάσχουσες ἀπό λιμόν «τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου».

Καί ἔπειτα, μέ βαθύτατο σεβασμό, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά λάβω, μαζί μέ τίς εὐχές τους ὡς συνοδῖτες στό δρόμο τῆς διακονίας μου, καί τήν εὐχή τοῦ ἀμέσου προκατόχου μου, Ἀρχιεπισκόπου Εἰρηναίου. Ἀποτελεῖ εὐλογία γιά μένα, ὅπως καί γιά ὅλους μας, ἡ γλυκεία παρουσία του ἀνάμεσά μας. Ἐκεῖνος «καί ἁπλῶς φαινόμενος πολλῆς γέμει χάριτος». Καί ἄν δέν ὁμιλεῖ, σίγουρα πάντως διδάσκει. Καί μέ τό χαμόγελό του, τήν ἰώβειο ὑπομονή του, τήν προσευχή του λέγει περισσότερα ἴσως ἀπό ὅσα ἔλεγε ὅταν κινοῦνταν καί ἔτρεχε καί κήρυττε καί δέν ἔδινε στά βλέφαρά του νυσταγμό καί στούς κροτάφους του ἀνάπαυση.

Μετά ἀπό αὐτή τήν ἀναφορά γυρίζω πάλι πίσω στίς ἀράδες τοῦ εἰληταρίου τῆς ζωῆς γιά νά ἐνθυμηθῶ πρόσωπα καί πράγματα πού τή σημάδεψαν. Δέν θά σᾶς κουράσω μέ τήν παράθεση ἀμέτρητων ὀνομάτων εὐεργετῶν τῆς ζωῆς μου. Κάποιοι μάλιστα βρίσκονται καί ἀνάμεσά μας καί συγχαίρουν αὐτήν τήν ἱερή ὥρα. Ὅπως ἡ ἀδελφή τῆς μητέρας μου, συμπαραστάτρια μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, πού ἔζησε γιά νά δεῖ αὐτήν τήν ὥρα, ὁ δάσκαλός μου πού μέ ἔστειλε νά μάθω τί θλιβερό ἀνήγγειλε πένθιμα ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἐκεῖνο τό ἀξέχαστο μεσημέρι τῆς 7ης Φεβρουαρίου 1978, οἱ ἱερεῖς τῆς Παναγίας τῶν Σταυροφόρων καί ἄλλοι πολλοί. Ὁ Θεός νά τούς χαρίζει τά ἀγαθά Του κατά τήν ἀγαπῶσα καρδία τους καί ἄς μνησθεῖ στή Βασιλεία Του τῶν μακαριστῶν γονέων μου, Χρήστου καί Γεωργίας, τῆς Γερόντισσας Εὐγενίας, ἀδελφῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, τῶν οἰκείων τῆς πίστεως καί τῶν διδασκάλων μου. Καί ὅσων κατά καιρούς ἦλθαν ἀρωγοί στό ταπεινό ἐκκλησιαστικό μου ἔργο.

Εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς ἀπό καρδιᾶς, πού ἤλθατε γιά νά βάλομε μαζί τό Εὐλογητός τῆς νέας μου διακονίας, γιά νά πραγματώσουμε τό ὀμοθυμαδόν τῶν Ἀποστόλων, σέ αὐτήν τήν προσευχητική καί δοξολογική σύναξη, καί πού γίνεσθε μάρτυρες αὐτόπτες καί αὐτήκοοι τῆς συνέχειας τῆς διαδοχῆς τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς διακονίας καί τῆς προσθήκης ἑνός ἀκόμη κρίκου στήν ἁλυσίδα της.

Σήμερα ἐδῶ, ἐξομολογοῦμαι στήν ἀγάπη σας, μέ βρίσκετε ἐντελῶς ἀπρόθυμο νά προβῶ σέ ὑποσχετικές διακηρύξεις. Τήν πρόταση ζωῆς πού κήρυξε ὁ Χριστός μας ἦλθα νά σᾶς παρακαλῶ καθημερινά νά ἀκολουθοῦμε μαζί καί νά εἴμαστε, νά ἀποτελοῦμε, ὄντως Ἐκκλησία, Μητέρα ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ πού ἀναπαύει στήν ἀγκαλιά της ὅλους ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν, χωρίς ἐξαιρέσεις, καί κατεξοχήν τούς «κοπιῶντας καί πεφορτισμένους» αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως οἱ εὐσεβεῖς προγονοί μας ἀνέγραψαν στό ὑπέρθυρο τοῦ ἐξωνάρθηκα αὐτοῦ τοῦ περικαλλοῦς καί παμμεγέθους Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ. Αὐτό θά διακονῶ, ἀκόμη καί ἄν χρειασθεῖ σταυρική μετοχή πού θά καταυγάζεται ἀπό τό φῶς καί θά νοηματοδοτεῖται ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης.

Πάντα πίστευα δυνατά αὐτό πού ψηλαφοῦσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή, πώς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου δέν γίνεται μέ διαγγέλματα, ἀλλά μέ ἀγώνα καί θυσία. Ὅπως εἶχα πεῖ κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία μου: «Ἐπειδή τίποτε στή ζωή μας δέν γίνεται χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς, ὅταν καί ὅπως ἐκφρασθεῖ αὐτό τό θέλημα, κύπτομε τόν αὐχένα στήν πανσθενῆ βουλή Του, ἀποδεχόμαστε τό ἐπίταγμα, παίρνομε στούς ἀνάξιους ὤμους μας τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του καί ὁδεύομε στό ὑπέρ αὐτῆς μαρτύριο λέγοντας: «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξε οὕτω καί ἐγένετο, εἴη τό ὄνομα Αὐτοῦ εὐλογημένον»» (Ἰώβ α΄ 21).

Αὐτό ἐπαναλαμβάνω καί σήμερα μέ ὅλη μου τήν δύναμη. «Διακονῆσαι αὐτός ἐλήλυθα». Ἤλθα γιά νά διακονήσω τό μυστήριο τῆς σωτηρίας σας. Στήν ἔναρξη τῆς διακονίας αὐτῆς ὀφείλω νά ὁμολογήσω ἐνώπιόν σας. Πώς ἀπό τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς μου ἕως σήμερα ὁ Θεός μέ εὐεργέτησε «πολυειδῶς καί πολυτρόπως», μοῦ ἐχάρισε πλούσια τίς δωρεές του. Ἐκεῖνος, «ὁ Πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν καί Θεός πάσης παρακλήσεως», ἔγινε ὁ Πατέρας μου, ὅπως μητέρα μου ἔγινε ἡ Ἁγία Ἐκκλησία Του καί ἀδέλφια μου ὅλα τά παιδιά της. Καί ἔτσι δέν αἰσθάνθηκα μόνος ὅταν σέ μικρή ἡλικία στερήθηκα τούς γονεῖς. Ἡ Παναγία μας ἦταν πάντα παροῦσα. Αἰτία τῆς χαρᾶς τῆς ὕπαρξής μου ἡ Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου καί ἔπειτα ἡ Παναγία τῶν Σταυροφόρων, ἡ Παναγία ἡ Κερά Καρδιώτισσα, ἡ Μεγάλη Παναγία στή Νεάπολη, ἡ Μεγάλη Παναγία στό Ρέθυμνο, ἡ ἐπονομαζόμενη Κερά τοῦ Ρεθέμνους, ἡ Παναγία ἡ Μεσοπαντήτισσα τοῦ Χάνδακα μοῦ φανέρωναν διαρκῶς σημεῖα τῆς θεομητορικῆς στοργῆς καί προστασίας τοῦ προσώπου μου. Εὐγνωμόνως Τήν εὐχαριστῶ.

Μέ ἀγάπη πολλή, ὅση διαθέτω, στρέφω τό λογισμό καί τό λόγο μου στήν θεόδμητο καί θεοστήρικτο Μητέρα Ἐκκλησία, τήν καθηγιασμένη καί καθημαγμένη Μεγάλη Μητέρα ὅλων μας, καί στόν σεμνό καί στιβαρό οἰακοστρόφο τῆς νηός της, τόν Πατέρα καί Πατριάρχη μας, τόν Πατέρα τῆς οἰκογένειας τῶν Πανορθοδόξων, κ.κ. Βαρθολομαῖο. Στόν θεοδόξαστο καί θεοφύλακτο Οἰκουμενικό Θρόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ὑπάρχει ἀφοσιωμένη θυγατέρα καί καυχᾶται ἐν Κυρίῳ ὁσάκις κατονομάζεται ὡς «ἡ ναυαρχίς» αὐτοῦ. Ἔτσι ἦταν, εἶναι καί θά παραμένει. Καί ὅλοι ἐμεῖς στό πλευρό Ἐκείνου τοῦ Μεγάλου Ἡγήτορος, κυρηναῖοι στήν ἄρση τοῦ σταυροῦ Του καί σταυροῦ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, συνθαπτόμενοι καί συνεγειρόμενοι, συσταυρούμενοι καί συνδοξαζόμενοι. Μοναδική τιμή νά ἀνήκομε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού διακρατεῖ καί διαφυλάττει ἀπαραχάρακτα καί ἀκαινοτόμητα τά τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί ταυτότητα, χωρίς εὐσεβιστικές προσθαφαιρέσεις καί ἀνήθικους ἠθικισμούς. Ὁ πόνος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας εἶναι πόνος μας καί οἱ χαρές Της χαρά μας. Εὐχαριστῶ ἀπό τά μύχια τῶν καρδιακῶν μου χώρων τούς ἐκπροσώπους τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τούς Κρῆτας Ἀδελφούς, Σεβ. Μητροπολίτη Αὐστρίας κ.κ. Ἀρσένιο καί Πανοσιολ. ἅγιο Μέγα Πρωτοσύγκελλο κ. Θεόδωρο, γιά τίς Σεπτές Πατρικές καί Πατριαρχικές Εὐχές τίς ὁποῖες μᾶς κομίζουν μαζί μέ τήν αὔρα τοῦ Βοσπόρου καί τούς παρακαλῶ νά καταθέσουν στόν Πάνσεπτο Οἰκουμενικό Θρόνο καί στόν κλεΐζοντα αὐτόν, Παναγιώτατο Πατριάρχη μας, τήν υἱϊκή ἀγάπη, τό βαθύτατο σεβασμό καί τήν ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων, μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν Μοναχικῶν Ἀδελφοτήτων καί τοῦ εὐσεβοῦς καί ἡρωικοῦ λαοῦ τῆς Κρήτης, καθώς καί τοῦ ταπεινοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης ὡς καί τοῦ πολιοῦ Γέροντος προκατόχου του, Ἀρχιεπισκόπου Εἰρηναίου.

Εὐχαριστῶ πολύ τήν Αὐτοῦ Θειοτάτη Μακαριότητα, τόν Πάπα καί Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεόδωρο τόν Κρῆτα γιά τίς Πατριαρχικές Εὐχές καί Εὐλογίες, τίς ὁποῖες μᾶς ἐπιδαψιλεύει σήμερα διά τοῦ Σεβ. ἐκπροσώπου του, Μητροπολίτου Γέροντα Λεοντοπόλεως κ.κ. Γαβριήλ, τούς Μακαριωτάτους Ἀρχιεπισκόπους Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου καί Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, τόν Σεβασμιώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Σιναίου κ.κ. Δαμιανό, καί τούς παρακαλῶ διά τῶν τιμίων ἐκπροσώπων τους νά εὔχονται πάντοτε γιά τήν Ἐκκλησία μας.

Ἀποτελεῖ βαθειά τιμή γιά τήν Ἐκκλησία Κρήτης καί τό πρόσωπό μου ἡ ἱστορική παρουσία τοῦ Ἐξοχωτάτου Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος κ.κ. Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ἐξοχώτατε, Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τόν ἐπιστηριγμό Σας στήν Ἐκκλησία Κρήτης, γιά ὅσα προσφέρετε τούς δίσεκτους αὐτούς χρόνους στή χώρα μας καί στό λαό της, γιά τήν κρητική σας λεβεντιά πού κάνει τή Μεγαλόνησο νά καυχᾶται. Παρακαλῶ πολύ βοηθήσετε μέ ὅλη τή δύναμη καί τό πύρωμα τῆς καρδιᾶς Σας στά προβλήματα πού δοκιμάζουν τίς ἀντοχές αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου λαοῦ καί Σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ τῶν προτέρων γιά τά ἔργα πού προγραμματίζετε γιά νά κάνουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων τῆς Κρήτης καλύτερη καί πιό ἀσφαλῆ. Εὐχή μου νά συνδεθεῖ τό ὄνομά Σας μέ ἔργα ἀνάπτυξης πού θά καθορίσουν τό μέλλον αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος διαθέτει τίς καλύτερες προοπτικές καί βρίσκεται στό σταυροδρόμι ἠπείρων καί πολιτισμῶν. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ δέ τή μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας σχέση, κρίνω σκόπιμο καί ἐπωφελές γιά ὅλους νά τονίσω πώς εἶναι ἀνάγκη γιά τήν Πατρίδα καί τό λαό μας νά συμπορευόμαστε μέ ἀμοιβαία ἀγάπη, σεβασμό καί κατανόηση, στά πλαίσια τῆς συναλληλίας, ὑπηρετῶντας πάντοτε τόν ἴδιο λαό ἀπό διαφορετικές ἀφετηρίες. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καί ὁ Χριστός, δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ἔχει ἀποστολή νά ἑνώνει καί, μακρυά ἀπό διχαστικές λογικές καί πρακτικές, νά ἐκφράζει τόν εὐαγγελικό λόγο καί τήν ἀγωνία της, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται μισάνθρωπος καί τελικά ἀπάνθρωπος.

Εὐχαριστῶ τούς Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς πού συγκροτοῦν τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ὅλοι μαζί, μέ πνεῦμα ἑνότητος καί ἐν Χριστῷ ἀγάπης, καί μέ γνώμονα τήν ὠφέλεια τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ πληρώματός της, θά συνεργαζόμαστε στό Συνοδικό μας Βουλευτήριο καί εἴθε ὁ Θεός τῆς εἰρήνης νά μᾶς δίδει πάντοτε «τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις», πρός δόξαν Ἐκείνου, πρός σωτηρίαν ψυχῶν, πρός συνέχειαν τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς Συλλειτουργίας καί ἀσφαλῶς ἡ συνοδικότητα δέν ἀρκεῖται στό ἐπίπεδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ξεκινᾶ ἀπό τή βάση, ἀπό τήν Ἐνορία, τό μικρότερο κύτταρο, πού λειτουργεῖ μέ συνοδικούς καί δημοκρατικούς θεσμούς, καί ἀνέρχεται ὡς τό ὑψηλότερο ἐπίπεδο. Μέλημά μας ἡ καλλιέργεια αὐτῆς τῆς συνοδικότητας στήν καρδιά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου ὅλες οἱ σκέψεις, οἱ ἀπόψεις, οἱ προβληματισμοί, οἱ ἀντιρρήσεις καί οἱ διαφωνίες ἀκόμη, κατατίθενται καί, μέ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἐκφράζονται καί ἀξιολογοῦνται. Κάθε φωνή εἶναι ἀποδεκτή καί ἀπαραίτητη καί ὑπακούοντας στούς Κανόνες ἐντάσσεται στή συμφωνία. Διαφορετικά, κινδυνεύει νά γίνει παραφωνία ἤ ἁπλᾶ φωνασκία. Καί τελευταῖα ἔχομε δεινοπαθήσει ἀπό τέτοια φαινόμενα καινοφωνιῶν καί κενοφωνιῶν, πού ἐκφράζονται ἀνοίκεια καί πάντως ὄχι ἐκκλησιαστικά.

Ὁ θεσμός τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς μας Συνόδου ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί ἀπαιτεῖται ἡ σύσταση καί ἡ λειτουργία καί ἄλλων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν, ὅπως καί ἡ διεύρυνση τῶν ὑπαρχουσῶν, γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν ὅλα τά ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Ἡ ἐνίσχυση τοῦ ἐφημεριακοῦ μας κλήρου, ἡ κατοχύρωση τῶν θέσεών του, ἡ διευκόλυνση στό ποιμαντικό του ἔργο εἶναι κάποια ἀπό αὐτά, καθώς καί τό ζήτημα τῶν νέων ἱερατικῶν κλίσεων. Ἀκόμη, ἡ ἀναζωπύρωση καί στήριξη τῆς λειτουργίας τῶν μοναστικῶν καί τῶν λοιπῶν καθιδρυμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὀρθή ἀξιοποίηση τῆς ἐναπομείνασας ἐκκλησιαστικῆς καί μοναστηριακῆς περιουσίας πρός ὄφελος τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Καί ἄλλα πολλά, πού προβλέπονται στόν Καταστατικό μας Χάρτη, ἀλλά καί μποροῦν νά γίνουν μέσα ἀπό τό δικαίωμα πού ἀποκτήσαμε νά καταρτίζομε Κανονισμούς πού νά ρυθμίζουν τήν ἐσωτερική μας λειτουργία.

Εὐχαριστῶ εὐγνωμόνως τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων κ. Εἰρηναῖο γιά ὅσα ἔκανε κατά τό διάστημα τῆς Τοποτηρητείας του στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή καί γιά ὅσα μέ πολλή ἀγάπη εἶπε πρίν λίγο. Εἶχε καί θά ἔχει πάντοτε τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη μου. Ὡς ὅμοροι Ἐπίσκοποι στόν Νομό Ρεθύμνης, συμπορευθήκαμε καί συνεργαστήκαμε ἄριστα γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ τόπου τῆς εὐθύνης μας. Τόν εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό, καθώς καί γιά τήν προετοιμασία τῆς ὑποδοχῆς μου σήμερα, μαζί μέ τά μέλη τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καί ὅλους τούς τοπικούς φορεῖς. Τόν παρακαλῶ νά μέ στηρίζει πάντοτε μέ τήν προσευχή, τήν ἀγάπη καί τήν πολύτιμη πνευματική καί διοικητική του πείρα.

Εὐχαριστῶ τούς Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους Ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι Κρῆτες, πού ἤλθαν ἀπό ὅπου διακονοῦν τήν Ἐκκλησία γιά νά συμμετάσχουν προσευχητικά καί νά εὐλογήσουν μέ τήν παρουσία τους τήν καλή ἀπαρχή τοῦ νέου μου διακονήματος. Tούς παρακαλῶ πολύ νά εὔχονται στόν Κύριο νά μέ ἀναδεικνύει ἄξιο ποιμένα αὐτῆς τῆς ἁγιασμένης ποίμνης, ὅπως ἐπίσης τούς παρακαλῶ νά εὔχονται γιά τήν κατά Θεόν προκοπήν τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ εὐσεβοῦς της ποιμνίου καί συχνά νά μᾶς χαρίζουν τή χαρά τῆς ἐλεύσεώς τους ἐδῶ.

Εὐχαριστῶ τούς Ἄρχοντες καί ὅλους τούς ἐκπροσώπους τῶν πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν Ἀρχῶν τοῦ τόπου μας γιά τήν παρουσία τους. Θά εἶμαι πάντα μπροστάρης μαζί τους στούς ἀγῶνες γιά τό καλύτερο, γιά τήν πρόοδο καί τήν εὐημερία τοῦ λαοῦ μας, ἰδιαίτερα στούς ἀγῶνες γιά τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τοῦ Πατέρα καί Δημιουργοῦ Θεοῦ, τοῦ φυσικοῦ μας περιβάλλοντος.

         Εὐχαριστῶ ὅλους τούς ἀδελφούς  Κληρικούς πού παρίστανται, τίς Ἀδελφότητες τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τά Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια, ὅλους ὅσοι ἦλθαν ἀπ᾿ ὅλη τήν Κρήτη γιά νά μετέχουν στήν χαρά τῆς Ἐκκλησίας.

          Εὐχαριστῶ ὅσους ἕως σήμερα συνήντησα στήν πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μου καί ἰδιαίτερα τόν ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης πού μέ ὑποδέχεται, ἀλλά καί τόν ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐγενῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, τούς ὁποίους ἀποχωρίζομαι μέ χαρμολύπη ἔπειτα ἀπό δώδεκα χρόνια ὑπέροχης καθημερινῆς ἀναστροφῆς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέ ἀγάπησαν καί τούς ἀγάπησα, μέ ἐτίμησαν πολύ, ὅπως καί παλαιότερα ἐκεῖνοι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου, πού ἀναστράφηκα μαζί τους γιά δεκαπέντε ἐπίσης χρόνια. Ζητῶ ἀπό ὅλους νά μέ ἐνισχύουν μέ τήν προσευχή τους.

Οἱ εὐχαριστίες μου, πού δέν ἔχουν τέλος, σταματοῦν ἐδῶ, μέ μία μόνο ἀναφορά ἀκόμη, ἀπολύτως ἐπιβεβλημένη. Στόν δικό μου «παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν», τόν ἀοίδιμο Γέροντά μου, βέβαιος γιά τήν παρουσία του, Μητροπολίτη Πέτρας καί Χερρονήσου Νεκτάριο, γιά ὅσα μοῦ προσέφερε. Ἡ εὐλογημένη ὥρα πού τόν γνώρισα πρίν ἀπό 40 καί πλέον χρόνια, ἔγινε ἡ καλή ἀπαρχή τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ πού φθάνει ἕως αὐτήν τήν μεγάλη στιγμή. Στό Πανεπιστήμιο τοῦ Ὠμοφορίου του σπούδασα καί ἐκεῖνος πρῶτος μέ ἔμαθε νά ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία καί τήν ἁγιασμένη της Παράδοση, νά σέβομαι καί νά τιμῶ τόν Πανίερο Θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νά σκύβω ἀγαπητικά στούς ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος καί τοῦ μόχθου, τῆς καθημερινῆς βιοπάλης καί τῆς αὐθεντικῆς λαϊκῆς εὐσέβειας πού διακρατεῖ τά ζώπυρα τῆς πίστεως καί τοῦ ὀρθόδοξου πολιτισμοῦ. Ἡ εὐχή του ἄς προπορεύεται πάντοτε τῶν βημάτων μου.

Ἀγαπητοί Ἀδελφοί καί Φίλοι, παιδιά τῆς Ἐκκλησίας φωτόμορφα.

Ὁ πρῶτος ἄξονας, στόν ὁποῖο ἐπιθυμοῦμε νά κατευθύνομε τούς ὁραματισμούς τῆς διακονίας μας, εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ἐν Χριστῷ μεταξύ μας ἑνότητας. Στούς δίσεκτους αὐτούς χρόνους πού ζοῦμε, πολλοί καί πολλά, δυστυχῶς, καθημερινά ἐργάζονται γιά νά ἀδυνατίσουν οἱ κοινωνικοί μας ἱστοί καί ἡ ἑνότητά μας ἀπό αὐτονόητο ἔγινε ζητούμενο. Ἡ πανδημία, δυστυχῶς, αὔξησε τίς ἀνισότητες καί κατέδειξε πόσο βαθειά ριζωμένη μέσα στόν κοινωνικό χῶρο εἶναι ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἐσωστρέφεια, ἡ σύγχυση καί ὁ φανατισμός. Τό μεγάλο πρόβλημα τοῦ ἰοῦ ἀνέδειξε, ὡς μή ὤφειλε, πώς ὑπάρχουν καί κυκλοφοροῦν δυστυχῶς καί ἄλλοι ἰοί, πνευματικοί καί κοινωνικοί, πού ἀπειλοῦν τήν πνευματική μας ὑγεία, ἀπειλοῦν αὐτήν ἀκόμη τή χριστιανική μας ἰδιότητα, ἀφοῦ ὁ χριστιανός εἶναι ἀδύνατον νά εἶναι φονταμενταλιστής καί φανατικός. Κάποιοι ἀδελφοί μας ἀπό πιστοί γίνονται εὔπιστοι καί, ἀφήνοντας τό Εὐαγγέλιο, ἀναζητοῦν ψευδοευαγγελιστές. Λησμονοῦν τό θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τό Χριστό πού διασχίζει τήν Ἱστορία, καί ψάχνουν ἐναγώνια «θαύματα» καί «θαυματοποιούς». Καί ἀκόμη κάποιοι ἰδιωτικοποιοῦν τήν πίστη, κάτι πού καμμία σχέση δέν ἔχει μέ τήν ἀποστολική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἕνα ἄλλο ζήτημα, πού προστίθεται ἀνησυχητικά στούς καιρούς μας, εἶναι ἡ αὔξηση τῶν περιστατικῶν ἐπιθετικότητας στό ὄνομα τῆς πίστης. Ἔχει γραφτεῖ πολύ χαρακτηριστικά, πώς κάθε ἐπίθεση στό ὄνομα μιᾶς θρησκείας εἶναι ἐπίθεση κατά τῆς θρησκείας. Μακρυά ἀπό ἐμᾶς κάθε ἔννοια θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι καί δέν ἔγινε ποτέ μισαλλοδοξία.

Ὁ μέγας ὅμως πειρασμός τῶν καιρῶν μας, πού ἀπειλεῖ τήν Ὀρθοδοξία σχίζοντας τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτό πού προσφυέστατα ὀνομάζεται «σκάνδαλο τῶν αὐταδέλφων», ὁ ἐθνοφυλετισμός. Ἐμφανίζονται οἱ χριστιανοί νά προτάσσουν αὐτῆς τῆς ἰδιότητάς τους τήν ἐθνική τους προέλευση. Αὐτό πού ἔκανε κάποτε τόν Ἅγιο Σωφρόνιο, διορθώνοντάς τους, νά γράψει: «Δέν γνωρίζω Ρῶσσο Χριστό, Ἕλληνα Χριστό, Ἄγγλο Χριστό, φιλέλληνα Θεό...». Γιά τό θέμα αὐτό ἔχει μιλήσει ἡ Ἐκκλησία, μέ τή γνωστή Ἐγκύκλιο τοῦ 19ου αἰώνα, πού χαρακτηρίζει αἵρεση τόν ἐθνοφυλετισμό. Καί τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο ἀγωνίζεται καθημερινά γιά νά μήν ἐπικρατήσει στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοῦτο τό τόσο ἀντίθετο στήν ἀποστολική ρήση· «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, ... πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ΄ 28).

Ἄς στερεώνει ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία Του καί ἄς δώσομε ὅλες τίς δυνάμεις μας, ὥστε ἡ σάρκωση τοῦ Εὐαγγελίου νά γίνεται στόν κόσμο διαρκές γεγονός. Στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν χωροῦν ὁπαδοποιήσεις καί ὁμαδοποιήσεις. Ὅλα τά παραπάνω ἀνοίγουν πληγές καί ἀλίμονο σέ ἐκεῖνον πού προσθέτει τραύματα στό Σῶμα τῆς ἤδη ἀλγούσης καί πασχούσης Ἐκκλησίας Του.

Ἔχομε χρέος νά κηρύττομε καί νά ἐργαζόμαστε γιά τήν ἀγάπη, σέ καιρούς πού ἔχει ψυγεῖ ἡ ἀγάπη, γιά τήν ἐλπίδα, σέ μιά γενιά πού μεγάλωσε δίχως ἐλπίδα, γιά τό φῶς, σέ ἕνα κόσμο σκοτεινό καί σκοταδιστικό, γιά τήν εἰρήνη, δίδοντας τή δική μας προσωπική μαρτυρία μέ ἁγία ἁπλότητα, ἡσυχία καί ταπείνωση, καί ὄχι μέ πολυπράγμονα ἀνούσιο ἀκτιβισμό.

Τελικά, ἔχομε ἀποστολή νά προβάλομε στούς ἀνθρώπους τή χριστιανική ὀρθόδοξη πρόταση ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στήν προσωπική μας συνάντηση μέ τό μυστήριο καί στήν ἐπανεύρεση τῶν ἀληθινῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων πού ἀπειλοῦνται ἀπό τήν εἰκονική πραγματικότητά τους. Νά καλλιεργήσομε τήν ἐσωτερική μας ζωή κάνοντας πράξη τό «ἔνδον σκάπτε» καί τό «ἔνδον καλλιέργησε» μέ τούς σπόρους τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά καρποφορήσουν στήν κοινωνία.

Αὐτό τό γνωρίζει καλά ἡ Ἐκκλησία. Δέν εἶναι μικρό πράγμα νά σοῦ ἀνήκουν οἱ αἰῶνες. Δέν εἶναι μικρό πράγμα νά ἀποτελεῖς πραγματικά καί κυριολεκτικά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στά σπλάγχνα τοῦ λαοῦ Του. Ἀλλά, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ὁ σκοπός, πρέπει νά ξεκινήσομε ἀπό τήν αὐτοκριτική μας, νά ἔχομε διαρκῶς τήν καλή ἀγωνία γιά τά ἐκκλησιαστικά μας πράγματα, νά ἀναρωτιόμαστε ἄν ἡ γλώσσα μας πείθει, ἄν εἶναι «ξύλινη» καί ἀκατάληπτη, εἰδικά στούς νέους ἀνθρώπους, πού δέν ἔχομε δικαίωμα νά τούς ἀποξενώνομε καί νά τούς κρατοῦμε μακρυά. Προπάντων ὅμως, νά δοῦμε πῶς θά πείθει ὄχι ἡ γλώσσα μας, ὅσο ἡ ζωή μας, ἀφοῦ δέν πείθεις ὅταν δέν ζεῖς. «Ὃ γὰρ μὴ ποιῶν καὶ διδάσκων ἀναξιόπιστός ἐστιν εἰς ὠφέλειαν» (Μ. Βασίλειος, ΡG 30, 497).

Ἡ Ἐκκλησία «δέν κυριεύει, ἀλλά συμμετέχει, δέν καταπιέζει, ἀλλά παρακαλεῖ, δέν ἐπιβάλλει, ἀλλά προσκαλεῖ. Δέν εἶναι αὐθεντία, ἀλλά ἀλήθεια. Δέν εἶναι ἐξουσία, ἀλλά εὐθύνη. Δέν εἶναι βία, ἀλλά ἐλευθερία. Δέν εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἀναμαρτήτων, ἀλλά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν ἁμαρτανόντων καί τῶν μετανοούντων». Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀπαντῶντας σ᾿ ἐκείνους πού σκανδαλίζονταν καί ρωτοῦσαν· «διὰ τί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;»

Καί ὁ Θεός ἐντός της φανερώνεται ἄλλοτε στό πρόσωπο ἑνός μικροῦ παιδιοῦ καί ἄλλοτε ἑνός φτωχοῦ ἀνθρώπου, ἀπομονωμένου, μοναχικοῦ, ἀστέγου, ἐλεεινοῦ καί περιθωριακοῦ γιά τά κοσμικά μας μάτια. Αὐτό μᾶς μαθαίνει ἡ Ἐκκλησία, νά Τόν ἀναζητοῦμε στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν Του τῶν ἐλαχίστων, καί σέ αὐτό θά δώσομε ἐξετάσεις στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος, πάνω στό Σταυρό, μᾶς ἔδωσε τήν ἐγγύηση ὅτι τό Αἷμα Του χύνεται γιά κάθε πονεμένο καί ἀναγκεμένο. Γι᾿ αὐτό καί ὁ δικός Του Σταυρός νοηματοδοτεῖ τούς δικούς μας. Μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας συνυπάρχομε, Θεός καί ἄνθρωποι, ἅγιοι καί ἁμαρτωλοί. Καί ὅλοι ἐμεῖς οἱ τελευταῖοι κάνομε τή δική μας ἐπανάσταση γιά νά κερδίσομε τελικά τήν Ἀνάσταση. Κάνομε τήν ἐπανάστασή μας ἔναντι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀποτυχίας, ἔναντι τῶν προκαταλήψεων καί τῶν διακρίσεων, ἀφοῦ ὅλοι εἶναι κεκλημένοι στό Δεῖπνον τῆς Βασιλείας. Ἡ Ἐκκλησία ἄν χάσει τήν οὐσία αὐτή τῆς ὕπαρξής της στόν κόσμο, μέ μεγάλη εὐκολία μετατρέπεται σέ μιά θρησκευτική κοινότητα ἤ σέ μιά φιλανθρωπική ὀργάνωση. Καί τότε ὅλα ἀλλοιώνονται. Ἡ λειτουργική της παράδοση εὐτελίζεται σέ κωμωδία, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σέ φθηνή ἀπολογητική, τό ἦθος της σέ ἀνούσια ἠθική δεοντολογία, σέ «πρέπει», πού κανείς δέν ξέρει ἄν πρέπει τελικά, σέ «μή» καί σέ «δέν» πού ὁδηγοῦν μοιραῖα στό μηδέν. Τότε ἡ φιλανθρωπία γίνεται ψυχρή «ἀλληλεγγύη», ἡ μετάνοια ἀποκτᾶ νομικό χαρακτήρα, μέ ἀποτέλεσμα τελικά ἡ πίστη νά δίδει τή θέση της στήν παραφροσύνη καί τό δόγμα νά διολισθαίνει σέ μύθο πού τρέφει τούς μυθομέριμνους.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαχρονική καί συχνά ἐμεῖς, παρά τό ὅτι εἴμαστε ἐντός της, γινόμαστε ἀναχρονιστικοί. Ἡ διακονία μας δέν εἶναι ἡ ἐπιτέλεση ἔργου μουσειοφύλακος μιᾶς Ἐκκλησίας-Μουσείου. Ἄν παύσουμε νά εἴμαστε διαρκῶς ἁγιαζόμενοι τότε ἡ ἐκκλησιολογία γίνεται μουσειολογία καί ἡ θεολογία μετατρέπεται σέ νεκρολογία. Μέσα στήν σύγχρονη κατάσταση, πού συχνά ἡ τεχνολογική ἐξέλιξη μᾶς κάνει νά χάνομε τή γνώση στήν πληροφόρηση, μέσα σέ ἕνα κόσμο πού ἔχει χαρακτηρισθεῖ γοργόφτερος καί ταχύπλοος, ὀφείλομε νά εἴμαστε πρωτοπόροι καί ὄχι οὐραγοί. Ὀφείλομε νά ὁδηγοῦμε τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς γνώσεις στή γνώση καί ἀπό τή γνώση στήν ἐπίγνωση. Νά εἴμαστε «ἐν ἐπιγνώσει Ὀρθόδοξοι», χωρίς «ζῆλον οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν», καθόλου ἀξιοζήλευτο.

Ζῶντας σέ αὐτόν τόν διαρκῶς μεταβαλλόμενο κόσμο δέν ἐθελοτυφλοῦμε διαπιστώνοντας τήν ἀποστασιοποίηση τῶν ἀνθρώπων, εἰδικά τῶν νέων μας, ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν μποροῦμε νά χάνομε χρόνο παραπονούμενοι, ἀλλά πρέπει νά κινητοποιηθοῦμε δυναμικά, γιά νά προσεγγίσομε ξανά, μέ τή μαρτυρία τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς μας, τούς ἀνθρώπους, νά τούς συναντήσομε ὅπου εἶναι καί ὅπως εἶναι, ὅποιοι καί ἄν εἶναι, καί νά τούς ποῦμε γιά τό Εὐαγγέλιο, νά τούς μιλήσομε ξανά γιά τήν πατρική σχέση πού συνδέει τόν Θεό μαζί τους, γιά νά τούς δώσομε ἐλπίδα ὅταν τά πάντα γύρω τους τούς ἀπελπίζουν, γιά νά τούς ὑπενθυμίσομε ἀξίες καί ἀρετές, νά τούς διδάξομε ἐκκλησιαστικό ἦθος καί διάθεση προσφορᾶς.

Αὐτό εἶναι τό πρῶτο σημεῖο πού ἐπιθυμῶ νά θίξω, ἀφοῦ μέ ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα καί πρέπει ὅλοι μαζί νά συνεργασθοῦμε, γιατί ἀποτελεῖ χρέος στήν ἱστορία τοῦ Γένους καί τοῦ νησιοῦ μας ἡ στοργική μας μέριμνα. Ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μας ἰδιαίτερα μέ τούς νέους ἀνθρώπους, μέ τά παιδιά μας, τά παιδιά μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, διαφορετικῆς ἀπό αὐτήν πού ζήσαμε ἐμεῖς στήν ἡλικία τους. Τά παιδιά μέ τούς διαφορετικούς προβληματισμούς, τίς ἀγωνίες καί τά προβλήματα, πού συχνά ἀδυνατοῦμε νά συνομιλήσομε μαζί τους, ἀφοῦ μιλοῦμε μιά διαφορετική γλώσσα. Σκέφτομαι συχνά τί πρέπει νά γίνει γιά νά ἀποκατασταθεῖ αὐτή ἡ σχέση, γιά νά τά ξαναδοῦμε στό σπίτι τῆς Ἐκκλησίας καί δικό τους σπίτι, πού χρειάζεται τή δημιουργική τους πνοή, ἀφοῦ δικό τους θά εἶναι αὔριο καί ἀφοῦ κακῶς λειτουργοῦμε μερικοί ὡσάν ἡ Ἐκκλησία νά ἄρχισε σέ ἐμᾶς καί σέ ἐμᾶς νά τελειώνει. Ἀρκετά πιά μέ τούς μονόλογους, ἀρκετά μέ τούς ἀγοραφοβικούς ἐγκλεισμούς μας. Καιρός γιά διάλογο, κι ἄς μᾶς πονέσει, γιά καταλλαγή, γιά ἀμοιβαία ἀνανέωση σκέψεων καί ζωῆς. Καιρός νά ποῦμε σέ ὅλους πώς ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἄρνηση, ἀλλά θέση, δέν εἶναι ὀπισθοδρόμηση, ἀλλά προοπτική. Πώς εἶναι ἀγάπη πού ἀποβάλλει φοβικά σύνδρομα. Καιρός νά νοιώσομε τήν εὐθύνη μας, νά συναντηθοῦμε ξανά, νά ἀνακαλύψομε τίς ρίζες τοῦ πολιτισμοῦ πού κληρονομήσαμε, νά συνεργασθοῦμε, νά μάθομε νά συνυπάρχομε καί ὄχι ἁπλᾶ νά ὑπάρχομε. Νά μάθομε πώς γιά τόν ἄνθρωπο ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του στημένος ἀπέναντί του. Καιρός νά ἀκούσομε τόν ἄλλο καί νά μήν ἀπαιτοῦμε νά μᾶς ἀκούει μόνο αὐτός. Ἀλλιῶς καί αὐτός καί ἐμεῖς ἀπευθυνόμαστε «εἰς ὦτα μή ἀκουόντων» καί, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, «καθένας στόν κόσμο του».

Ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖται νά ἐμπνεύσει στούς ἀνθρώπους αὐτά πού θά τούς βγάλουν ἀπό τά σημερινά ἀδιέξοδα. Νά τούς ὑπομνήσει πώς εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, παιδιά τοῦ ἴδιου Πατέρα καί ἀδελφοί μεταξύ τους, μέ ἕνα καί μόνο προορισμό καί σκοπό, τή σωτηρία. Νά τούς πεῖ πώς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πού νά ξεπερνᾶ τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πώς στήν αγκαλιά ὅλοι ἔχουμε θέση. Νά τούς μάθει πώς ἔσχατο και τραγικό ἀνθρώπινο λάθος εἶναι μόνο ἡ ἀμετανοησία. Πώς «ἡ μόνη δυστυχία πού δέν διορθώνεται εἶναι νά βρεθεῖς μιά μέρα χωρίς νά μετανοεῖς μπροστά στό Πρόσωπο πού συγχωρεῖ».

Ἕνα δεύτερο σημεῖο πού ἐπιθυμῶ νά τονίσω εἶναι ἡ εὐθύνη τοῦ καθενός μας καί ὅλων μαζί γιά τήν πολιτισμική μας κληρονομιά καί γιά τήν πορεία της στό αὔριο. Σκέφτομαι συχνά πώς αὐτός ὁ τόπος πού γέννησε ἕνα Μιχαήλ Δαμασκηνό, ἕνα Θεοφάνη, ἕνα Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, ἕνα Ἄγγελο, ἕνα Τζάνε, αὐτός ὁ τόπος πού γέννησε ἕνα Κορνάρο, ἕνα Μπουνιαλῆ, ἕνα Χορτάτζη, γιά νά μήν ἀναφερθῶ στούς νεώτερους, πόση εὐθύνη ἔχει γιά νά δώσει, ὅπως ἄλλοτε στήν Κρητική Ἀναγέννηση, νέες προτάσεις στήν τέχνη, στή λογοτεχνία, στή μουσική καί ἐν γένει στόν πολιτισμό. Ἴσως μιά νέα Κρητική Ἀναγέννηση, ἀντίδοτο στό «κίτς» πού ἔχει κατακλύσει ὅ,τι μᾶς περιβάλλει, καί τούς ναούς μας ἀκόμη, νά εἶναι ὥρα νά δώσει τό στίγμα της στούς τομεῖς αὐτούς, πού μέ τό δικό τους τρόπο ἐκφράζουν καί μιλοῦν στήν ἀνθρώπινη καρδιά. Ἔχομε χρέος νά συμβάλομε σ᾿ αὐτό, ὅπως καί στή διατήρηση τῆς πολιτισμικῆς μας ἰδιοπροσωπίας, νά κρατήσομε ἤ, τό ὀρθότερο, νά κρατηθοῦμε ἀπό τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες μας καί ἄς δώσομε στόν κόσμο πού διψᾶ αὐτό πού τοῦ λείπει. Ὁ μεγάλος λογοτέχνης καί εὐεργέτης τῆς σπουδαίας Βικελαίας Βιβλιοθήκης τοῦ τόπου μας, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ἔγραψε κάποτε: «Εἴμαστε ἕνας λαός, μέ παλικαρίσια ψυχή, πού κράτησε τά βαθιά κοιτάσματα τῆς μνήμης του σέ καιρούς ἀκμῆς καί σέ αἰῶνες διωγμῶν καί ἄδειων λόγων. Τώρα πού ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νά θέλει νά μᾶς κάνει τρόφιμους ἑνός οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θά τήν ἀπαρνηθοῦμε αὐτή τή μνήμη; Θά τό παραδεχτοῦμε τάχα νά γίνουμε ἀπόκληροι;».

Ἡ Κρήτη μας, στήν καρδιά τῆς Μεσογείου, ἔχει νά προσφέρει πολλά, ὅπως ἔκανε πάντα. Καί μέ τούς παραπάνω τρόπους νά ὑψώσει τή φωνή της καί νά ἀναπτύξει δράσεις γιά τόν πολιτισμό τῆς εὐρύτερης περιοχῆς καί τῆς Εὐρώπης ὁλόκληρης, στίς ρίζες τῆς ὁποίας ἀναμφισβήτητα ὑπάρχει ἡ συμβολή της. Μπορεῖ νά συμβάλλει ἀποφασιστικά στό γόνιμο προβληματισμό καί στίς ἀποφάσεις πού πρέπει, χωρίς χρονοκαθυστέρηση, νά ληφθοῦν γι’ αὐτά πού ἄρχισαν νά ταλανίζουν τήν ἀνθρωπότητα, ἀκολουθῶντας τό παράδειγμα τοῦ Πατριάρχου μας. Τήν κλιματική ἀλλαγή, τήν ἀναστολή τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, τήν προστασία τελικά τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἔχομε τήν ἐντολή Του, «τοῦ φυλάσσειν».

Ἕνα ἀκόμη σημεῖο εἶναι ἡ ἀνανέωση τῆς ἐνοριακῆς μας ζωῆς, ἤ καλύτερα ἡ ἐπανεύρεση τοῦ προσώπου μας ἐντός τῆς ἐνορίας. Ἡ ἐνορία ἀπαιτεῖται νά ὁραματισθεῖ τό μέλλον καί μέ τήν εὐαισθητοποίηση τῶν ἐνοριτῶν νά προτείνει καί νά ἐπιδιώξει τήν ἐνεργό συμμετοχή τους στήν οἰκογενειακή της ζωή, τήν θέση τους ἐντός της καί τή συνεργατικότητα. Ἐντός τοῦ ἐνοριακοῦ κυττάρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τά πάντα οἰκοδομοῦνται, ἐξομαλύνονται, ὠφελοῦν μέ τή διαπροσωπική σχέση τοῦ ἱερέως καί τῶν μελῶν τῆς κοινότητας, μέ τήν ἐξατομικευμένη ποιμαντική πού ἀγκαλιάζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί τοῦ δίδει ἁρμοδιότητα, διακόνημα γιά νά προσφέρει τό χάρισμά του στούς ἀδελφούς.

Ἀναγκαία θεωροῦμε τήν διαρκῆ ἐπιμόρφωση τοῦ ἱεροῦ κλήρου μας, πού ἔχει ἀρχίσει καί θά συνεχισθεῖ, γιά νά εἶναι αὐτό πού ἔχει ἀποστολή νά εἶναι κοντά στόν κάθε ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου δοκιμάζονται οἱ ἀντοχές καί οἱ ἐλπίδες. Θά προσπαθήσομε μέ κάθε τρόπο νά εὐαισθητοποιήσομε τούς καλούς μας συνεργάτες γιά τήν ἀνανέωση τῶν ποιμαντικῶν τους ὁραματισμῶν, πού δέν θά ἐξαντλοῦνται στό μέ κοσμικά κριτήρια ὀνομαζόμενο «κοινωνικό ἔργο», πού δέν εἶναι σκοπός, ἤ τό χειρότερο αὐτοσκοπός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά θά ἐργάζονται αὐτοπροσφερόμενοι στό Χριστό πού κρύβεται στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν.

Παρακαλῶ τούς ἱερεῖς μας νά πράττουν τό πᾶν γιά νά συνεχίζεται ἡ θεία Λειτουργία, νά μήν σβήνουν τά κανδήλια μας, νά μήν σιγοῦν οἱ καμπάνες. Τούς παρακαλῶ νά διακονοῦμε ἥρεμα, ἁπλᾶ, ταπεινά, ἀνεπιτήδευτα, προπάντων χωρίς ἔπαρση, αὐτοπροβολή, ὄχι γιά ἐντυπωσιασμούς. Δέν ἔκανε τέτοια ὁ Χριστός μας, γιά νά δικαιολογοῦμε τούς ἑαυτούς μας ὅτι τά συνεχίζομε. Μακρυά λοιπόν ἀπό ἐμᾶς ἡ αὐταρέσκεια καί ἡ ἀνθρωπαρέσκεια. Σπουδή μας τό «ἀρέσαι Θεῷ μόνον».

Ἕνα τελευταῖο σημεῖο εἶναι πώς δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Κρήτη μας εἶναι ἕνας κατεξοχήν τουριστικός προορισμός πού δέν ἔχει νά προσφέρει μόνο ἥλιο καί θάλασσα. Ἔχει πολιτισμό χιλιετιῶν, προπάντων ἔχει τόν ἄνθρωπο πού ἀποτελεῖ φορέα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ καί διασώζει στήν ψυχή του τήν ἀληθινή ὀμορφιά τῆς Κρήτης, τό μεγαλεῖο της. Ἡ φιλοξενία, ἐντολή καί παρακαταθήκη ἱερή, ὀφείλει νά δίδει τήν πραγματική εἰκόνα ἑνός λαοῦ μέ ἀρχές καί ἀξίες, μέ ἱστορία καί δυναμική, μέ παραγωγή προϊόντων ἀρίστης ποιότητος τῆς εὔγονης γῆς του. Ἑνός αὐθεντικοῦ λαοῦ πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ ὅσα κατά καιρούς ἀμαυρώνουν τήν εἰκόνα του, δῆθεν «παραδοσιακά» καί «πατροπαράδοτα».

Ὁ τόπος μας ὑπῆρξε πάντοτε χῶρος συμφιλίωσης, συναδέλφωσης, τόπος πού γέννησε τό συγκρητισμό στήν αὐθεντική σημασία τοῦ ὅρου. Γι’ αὐτό καί δέν δέχθηκε ποτέ ὅσα ἀπειλοῦσαν τήν πνευματική του ἐλευθερία καί μέ αἷμα ἄφθονο τῶν ἀνθρώπων του σφράγισε παληκαρίσια τή διατήρησή της. «Ἡ Κρήτη, πού ἔζησε στό παρελθόν θά ζήσει καί στό μέλλον. Σταυροδρόμι ἡπείρων καί θαλασσῶν, σταυροδρόμι λαῶν καί φυλῶν, σταυροδρόμι ἰδεῶν καί συμφερόντων, πού σημαίνει πεδίο συγκρούσεων καί ἀγώνων, ἤ ἐπιτέλους πεδίο καταλλαγῆς καί δημιουργίας», μᾶς λέγει πάλι ὁ παπποῡς Εἰρηναῖος.

Δοξάζομε τό Θεό γιά τήν πραγματοποίηση στόν τόπο μας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού προστέθηκε στούς σταθμούς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ νησιοῦ μας. Μέγα γεγονός, γιά τό ὁποῖο σεμνύνεται ἡ Ἐκκλησία καί ἔχομε χρέος οἱ πάντες νά ἀξιοποιήσομε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς, νά μελετήσομε τά κείμενά της καί πῶς αὐτά ἐφαρμόζονται στή ἐκκλησιαστική μας ζωή.

Ἐπιθυμοῦμε καί προσβλέπομε στήν καλή μας συνεργασία μέ τά Πνευματικά Ἱδρύματα τῆς Κρήτης, τό Πανεπιστήμιο Κρήτης καί τό Ἑλληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, τό Πολυτεχνεῖο Κρήτης, τήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης, μέ τή μεγάλη τους προσφορά. Αὐτονόητη ἡ ἀγαστή συνεργασία μας μέ τό Σύνδεσμο τῶν Θεολόγων τῆς Κρήτης, μέ τούς συνεργάτες Θεολόγους μας, τό μάθημα τῶν ὁποίων ὀφείλει νά παρέχει οὐσιαστικό πνευματικό προσανατολισμό, νά μήν ἀπωθεῖ, ἀλλά νά καθίσταται ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπαραίτητο στήν ὁλοκληρωμένη παιδεία πού παρέχει τό ἐκπαιδευτικό μας σύστημα. Ὀφείλομε νά μνημονεύσομε ἰδιαίτερα τήν προσφορά τῆς Πατριαρχικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης καί τῆς Πατριαρχικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Κρήτης, ἐκφράζοντας τήν ἐπιθυμία τῆς Ἐκκλησίας νά γίνει γι᾿ αὐτά τό καλύτερο, γιατί ἀποτελοῦν φυτώρια τῶν ἐκκλησιαστικῶν στελεχῶν πού θά τούς παραδώσομε τή σκυτάλη γιά νά ὁδηγήσουν τήν Ἐκκλησία στό μέλλον.

Στέλνω τήν ἀγάπη καί τή βαθειά τιμή μου στούς ὅπου γῆς ἀπόδημους Κρῆτες, πού πῆραν χῶμα ἀπ᾿ τό νησί μας καί τό σκόρπισαν σ᾿ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, στελεχώνοντας τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Κρητῶν καί οἱ Παγκρητικές Ἑνώσεις, ὅλα τά Σωματεῖα πού ἑνώνουν τούς Κρῆτες καί ἐκφράζουν τήν Κρήτη, ἔχουν τήν εὐλογία καί τήν εὐαρέσκεια τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν προσωπική μου βαθειά ἐκτίμηση.

Ἀγαπητοί μου, σᾶς κούρασα ἤδη πολύ ἀπό τήν πρώτη μέρα τῆς ἐδῶ παρουσίας μου καί ζητῶ τήν κατανόησή σας. Ἐπιθυμῶ κλείνοντας αὐτήν τήν ἐπ’ ἐκκλησίας ἐξομολόγησή μου ἀπό τήν ὑψηλότερη αὐτή ἔπαλξη καί φρυκτωρία τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας, ἀπ᾿ αὐτή τήν ἄλλης λογῆς βίγλα τοῦ Κάστρου, καί ἀτενίζοντας σήμερα τά πρόσωπα ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς εὐλογημένης Μεγαλονήσου μας, νά ἀναφέρω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό πρόσφατη Πατριαρχική Ἐγκύκλιο πού παρέχει σέ ὅλους μας τήν ὀρθή θεώρηση γιά τόν τρόπο προσέγγισης τῶν προβλημάτων τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, προκειμένου νά συμβάλομε, ἔστω καί λίγο, στήν ἐπίλυσή τους.

Ὁ Πατέρας καί Πατριάρχης μας τόνισε στήν Ἐγκύκλιό Του αὐτή πώς: «Ἀπαιτεῖται εἰς τήν ἐποχήν μας ποιμαντική φαντασία, διάλογος ὄχι ἀντίλογος, μετοχή ὄχι ἀποχή, συγκεκριμένη πρᾶξις ὄχι ἀπόκοσμος θεωρία, δημιουργική πρόσληψις ὄχι γενική ἀπόρριψις. Ὅλα αὐτά δέν λειτουργοῦν εἰς βάρος τῆς πνευματικότητος καί τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, ἀλλά ἀναδεικνύουν τήν ἀδιάσπαστον ἑνότητα τῆς λεγομένης «καθέτου» καί «ὁριζοντίου» διαστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας. Πιστότης εἰς τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἐγκλωβισμός εἰς τό παρελθόν, ἀλλά ἀξιοποίησις τῆς πείρας τοῦ παρελθόντος προσφυῶς ἐν τῷ παρόντι…».

Ἐλᾶτε λοιπόν μαζί νά διακονήσομε τήν Ἐκκλησία κατά τήν Σεπτή αὐτή Πατριαρχική προτροπή καί μέ αὐτήν τήν προοπτική, μέ ζέση πίστεως, μέ ἀγάπη Θεοῦ, μέ διάκριση καί ταπείνωση, λαμβάνοντας καί δίδοντας μαθήματα πνευματικῆς ἐλευθερίας, γιά νά ἐπαληθεύεται αὐτό πού ὁ Ἐθνικός μας ποιητής, Κωστής Παλαμᾶς, ἔγραψε κάποτε: «Εἶμαι ἀπ᾿ τήν Κρήτη. Ἀπ᾿ τό νησί πού δέν γερνᾶ, δέν γέρνει, καί σκλαβωμένο, ἀσκλάβωτο πάντα ᾿ναι, γιά νά δίνει μαθήματα λευτεριᾶς».

 Καί ἄς εἶναι ὁ Θεός βοηθός μας σέ τοῦτο τό ἔργο, πού δέν εἶναι δικό μας, ἀλλά δικό Του. Τοῦ τό ζητῶ καί θά Τοῦ τό ζητῶ καθημερινά, ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς μου, μέ ἐκεῖνο τό ποίημα-προσευχή τοῦ ἀοιδίμου μεγάλου Κρητικοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ.

Θεέ μου, «αὐτή ᾿ναι ἡ κατάσταση ἐδῶ κάτω, δέν χρειάζεται νά σοῦ γράψω περισσότερα· ἄν θά σοῦ ᾿στελνα καί μονάχα σελίδα ἀνθρώπινης μοναξιᾶς, φοβοῦμαι πώς θά βούβαινα τόν τρισάγιο ὕμνο τῶν Ἀγγέλων. Μά τίς ἐπιχειρήσεις διοικεῖς Ἐσύ· περιμένω τίς καινούργιες ἐντολές Σου».

Μέ αὐτά, εὐχαριστῶντας καί τά μέσα ἐνημέρωσης καί τά λοιπά μέσα τῆς σύγχρονης τεχνολογίας, πού μεταδίδουν τή σημερινή ἐκκλησιαστική αὐτή τελετή, καί ἀνοίγοντας τήν ἀγκαλιά μου, ὅπως ὁ Χριστός μας ἐπί τοῦ Σταυροῦ, κατασπάζομαι ὅλους ἐσᾶς, τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, «τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει», κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου στόν Ἀπόστολο τῆς Κρήτης Τίτο, καί ἐκζητῶ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη σας.

Καλή συνοδοιπορία στό δρόμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας τῆς Μεσοπαντίτισσας, τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Εὐγενίου, τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ζακύνθῳ, προσωπικοῦ μου προστάτου καί ὁδηγοῦ, τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως καί ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Κρήτης. Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου, σᾶς εὐγνωμονῶ, σᾶς εὐλογῶ πατρικά. Ὁ Ἀφέντης Χριστός καί ἡ Κερά Παναγιά, ὁ Κύρης καί ἡ Μάνα μας, ὅπως λέμε στήν Κρήτη, νά εἶναι μαζί μας γιά πάντα.