Ὅσιοι Βαρνάβας καὶ Ἱλαρίων οἱ Θαυματουργοί (21 Οκτωβρίου)

1νάμεσα στά λείψανα που ρίχνονταν στή θάλασσα ἀπό εὐλαβεῖς χριστιανούς, γιά νά μήν ἀφανιστοῦν ἀπό βέβηλα χέρια, και ξεβράστηκαν ἀπ’ τήν θάλασσα στ’ ἀκρογιάλια της Κύπρου, περιλαμβάνονται καί τά λείψανα τῶν Ὁσίων Βαρνάβα καί Ἱλαρίωνος τῶν Θαυματουργῶν, τά οποία μεταφέρθηκαν στό προνομιοῦχο χωριό, τήν Περιστερώνα τοῦ Μόρφου.
Σ’ αὐτήν ἀργότερα, πιθανότατα στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα, κτίστηκε καί ἡ τρίκλιτος θολωτή βασιλική μέ τούς πέντε τρούλους καί σέ σχῆμα σταυροῦ, πού καμαρώνουμε ὡς τά σήμερα. Σ’ αὐτή τήν περίπυστη ἐκκλησία τοποθετήθηκαν τά ἅγια λείψανα.
Δυστυχῶς καί γιά τούς Ἁγίους αὐτούς πολύ ὀλίγα γνωρίζουμε. Ἕνας πέπλος μυστηρίου καλύπτει τήν ζωή τους. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στό χρονικό του, καθώς καί ὁ Κυπριανός στήν ἱστορία του κατατάσσουν τούς Ἁγίους μεταξύ τῶν 300 λεγομένων Ἀλαμανῶν, πού ἦρθαν στό νησί μας μετά τήν Β’ Σταυροφορία καί ἀσκήτεψαν σέ διάφορα μέρη. Μέ τήν γνώμη ὅμως αὐτή, πού ὅσο καί ἂν φαίνεται πιθανή, συγκρούεται ἡ πληροφορία, πού μᾶς δίνεται τόσο ἀπό τήν παράδοση, ὅσο καί ἀπό τό συναξάρι τῶν Ἁγίων. Σ’ αὐτό ἀναφέρεται ρητά, πώς οἱ Ὅσιοι κατάγονταν ἀπό τήν εὔανδρο Καππαδοκία καί ἔζησαν μάλιστα στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 456). Καί οἱ δύο Ἅγιοι ἦσαν ἀπό εὐγενικές οἰκογένειες καί ὑπηρετοῦσαν στόν στρατό τοῦ βασιλιά, στόν ὁποῖο μάλιστα καί διακρίνονταν γιά τό παράστημά τους, τήν ἀνδρεία τους καί τήν ὅλη γενικά ζωή τους.

Παρά τό λαμπρό μέλλον πού τούς ἀνοιγόταν στήν ὑπηρεσία τους αὐτή, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού θεοσεβεῖς ψυχές φύτεψαν στήν ψυχή τους, τούς ἔκαμε νωρίς ν’ ἀφήσουν τόν στρατό καί τήν δόξα πού τούς χαμογελοῦσε καί ν’ ἀφιερωθοῦν στόν Χριστό. Χωρίς κανένα δισταγμό καί ἀμφιταλάντευση σπεύδουν ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά πού εἶχαν καί νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν τόπο πού γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν.
Ἐκεῖ στήν ἐρημιά, ἔργο τους ἔκαμαν τήν προσευχή, τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν ἄσκηση, τήν ἀρετή. Μέ ταπείνωση ἐκεῖ προσέφεραν καθημερινά τόν ἑαυτό τους «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. ιβ’ 1). Καί μία τέτοια ζωή πού ἔχει σάν σκοπό της «τήν δόξαν καί τόν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ», ἔχει καί τό ἀντίκρυσμά της. «Ὁ ἐρευνῶν νεφρούς καί καρδίας» (Ἀποκ. β’ 23) ἐπιβραβεύει τούς ἐργάτες του.
Τούς ἐδόξασε ἐδῶ στή γῆ. Πλεῖστα θαύματα ἐπιτελοῦνται καθημερινά στόν τόπο τῆς διαμονῆς τους στίς πιστές καρδιές πού τούς ἐπισκέπτονται, γιά νά ἀκούσουν τίς συμβουλές τους καί νά ἐνισχυθοῦν. Θαύματα μικρά καί μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οἱ ἄρρωστοι τούς ἰατρούς, οἱ πονεμένοι τήν ἐλπίδα, «οἱ ἐν θλίψεσι» τήν παρηγοριά. Ἔτσι περνοῦν οἱ Ἅγιοι ὁλόκληρη τήν ζωή τους. Μά καί ὅταν τά κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στήν γῆ μέ τήν παράδοση τῆς ἁγίας ψυχῆς τους στόν Κύριο, ἡ θαυματουργική δύναμή τους δέν σταμάτησε. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καί ὁ ἐρχομός τους στό νησί της Κύπρου, γιά νά συνεχίσουν «τάς ἰάσεις καί θεραπείας των».
Πότε ἔγινε αὐτός ὁ ἐρχομός καί γιατί, δέν γνωρίζουμε. Ἕνα βράδυ σέ μία εὐσεβή καρδιά ἀπό τούς Σόλους, τόν Λεόντιο, ὅπως ἀναφέρει τό συναξάρι τῶν Ἁγίων, παρουσιάσθηκαν στόν ὕπνο του οἱ Ὅσιοι καί τοῦ εἶπαν: «Ἀδελφέ, ἀναστᾶς λάβε τό ζεῦγος σου καί ἐλθέ εἰς τόπον καλούμενον Στομάτιον, ὅπως ἀγάγης ἡμᾶς ἐνθάδε». Καί ὅταν αὐτός τούς ρώτησε ποιοί εἶναι καί ἀπό πού καί μέ ποιό τρόπο ἦλθαν στό νησί, οἱ Ἅγιοι τοῦ ἀπεκάλυψαν μέ λεπτομέρειες τά πάντα. Καί τήν πατρίδα τους, καί τά ὀνόματά τους καί τήν ὅλη ζωή τους. Τοῦ ἐξήγησαν ἀκόμη πώς «ἐκ θείας δυνάμεως ἀπεστάλησαν ἐν τῇ νήσῳ ταύτη οἰκῆσαι εἰς σύστασιν καί βοήθειαν αὐτῆς καί εἰς ὑγείαν τῶν νοσούντων ἐν αὐτῇ».
Μόλις τά ἄκουσε αὐτά ἡ φιλόχριστος ἐκείνη καρδιά, σηκώθηκε φοβισμένη καί ἔσπευσε νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή. Πῆρε τό ζευγάρι τῶν βοδιῶν του καί τράβηξε πρός τό μέρος πού τοῦ ὑποδείχθηκε, «τό Στομάτιον» (Στόμα), πού βρίσκεται στήν παραλία τοῦ Μόρφου ἐκεῖ περίπου πού ἐκβάλλει ὁ ποταμός Σερράχης. Καί πραγματικά! Κάπου σέ μιά ἄκρη στήν ἀμμουδιά βλέπει σάν ἔφτασε μία ξύλινη κάσα κλειστή. Πλησιάζει μέ εὐλάβεια, γονατίζει καί κάνει τήν προσευχή του. Ἀσπάζεται μέ σεβασμό τήν κάσα πού κλείνει τόν θησαυρό του κι ὕστερα σηκώνεται καί μέ τήν βοήθεια τῶν βοδιῶν του δοκιμάζει νά τήν σύρει πρός τό μέρος, πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ. Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του ὅμως ἡ κάσα λές καί εἶχε ριζώσει στή γῆ, δέν μετεκινεῖτο. Ὅλη νύχτα ἀγωνίζεται μά ἄδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει καί μέ δάκρυα στά μάτια ἱκετεύει τόν Θεό καί τούς ἁγίους Του, νά τοῦ φανερώσουν τί νά κάμει. Τήν ἑπόμενη νύχτα οἱ Ἅγιοι τοῦ φανερώθηκαν καί πάλι καί τοῦ εἶπαν:
Ἀδελφέ, «οὐκ εἰρήκαμεν σοι περί τοῦ ζεύγους τῶν βοῶν, ἀλλά τοῦ ζεύγους τῶν υἱῶν σου». Ἀδελφέ, δέν σοῦ εἴπαμε νά φέρεις τό ζευγάρι τῶν βοδιῶν σου, ἄλλα τά δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ὁ εὐλαβής ἄνθρωπος ξύπνησε καί τράβηξε στό σπίτι του. Πῆρε τά δύο του ἀγόρια καί ξαναγύρισε στόν τόπο, πού βρισκόταν ἡ ἁγία σορός. Μέ βαθιά εὐλάβεια πατέρας καί παιδιά γονάτισαν, ἀγκάλιασαν μέ πίστη τήν ἁγία σορό καί μέ δάκρυα στά μάτια παρακάλεσαν τόν Θεό καί τούς ἁγίους, νά τούς βοηθήσουν νά πραγματώσουν τή μετακίνηση. Καί ἡ παράκληση εἰσακούσθηκε. Πατέρας καί υἱοί πῆραν τήν ἱερή κάσα πού περιεῖχε τά ἅγια λείψανα καί μέ φόβο Θεοῦ τήν μετέφεραν στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδειχθεῖ, τήν Περιστερώνα!
«Ὡς θαυμαστόν, Κύριε, τό ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ».
Ἀπ’ τήν στιγμή πού ἡ ἁγία σορός τοποθετήθηκε στή γῆ, τά θαύματα ἄρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρά καί μεγάλα! Τυφλοί ἀναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονται ἀπό δαιμόνια! Πρόσωπα βασανιζόμενα ἀπό πυρετό καί ποικίλες ἀρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι ἐπί χρόνια σηκώνονται καί περπατοῦν! Πηγή θεραπειῶν ἔγινε τό μέρος ἐκεῖνο, ὥστε ὄχι μόνον ἀπό τά γειτονικά χωριά, ἀλλά καί ἀπό ὅλη τή νῆσο νά φτάνουν καθημερινά προσκυνητές. Πήγαιναν γιά νά ἐκζητήσουν μέ βαθιά πίστη καί εὐλάβεια τήν βοήθεια καί τίς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων στά προβλήματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν.
Σέ λίγο ἕνας περικαλλής ναός ἀνεγείρεται στή μικρή πολίχνη. Ὁ ναός πού στέκει ὡς τίς μέρες μας ώστε νά τοποθετηθοῦν ἐκεῖ μέσα τά ἱερά λείψανα, γιά νά διακηρύττουν στούς αἰῶνες τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί τήν βεβαίωσή Του: «Τούς δοξάζοντες μέ, δοξάσω!».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίται καί ἐν σώματι ἄγγελοι καί θαυματουργοί γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα καί Ἱλαρίων ὅσιοι· νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐρανίων χαρισμάτων αὐτουργοί· ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ πλουσίως ἐδέξασθε. Δόξα τῷ ἐνδυναμώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.