Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ (5 Ιανουαρίου)

OsiosGrigorios_Akrita15 Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπό τῇ νῆσο Κρήτῃ καί γεννήθηκε περί τό 755 μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Θεοφάνης καί ἡ μητέρα του Ἰουλιανή. Ἦταν καί οἱ δύο γονεῖς του πολύ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.
Ὁ Γρηγόριος πέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του μαθαίνοντας γράμματα. Κάποτε ὅμως ἡ ψυχή του θερμάνθηκε ἀπό Θεῖο ζῆλο, πού τόν ἔκανε να σηκωθεῖ καί νά φύγει ἀπό τήν πατρίδα του καί νά πάει στή Σελεύκεια. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετό χρόνο καί τρεφόταν μέ πολύ λίγο ψωμί καί νερό. Στό εἰκοστό ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Λέων Δ’ ὁ Χάζαρος (775 – 780 μ.Χ.) καί θριάμβευσε ἡ Ὀρθοδοξία, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, ἐπειδή εἶχε τόν πόθο νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐπί δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέστη πλεῖστα δεινοπαθήματα ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί τούς Ἑβραίους.
Ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους πῆγε στή Ρώμη. Ἐκεῖ, εἶχε τήν εὐτυχία νά λάβει καί τό ἀγγελικό σχῆμα, δηλαδή νά γίνει μοναχός. Ὅταν μετά τόν θάνατο τοῦ Σταυρακίου ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Μιχαήλ Α’ ὁ Ραγκαβές (811 – 813 μ.Χ.) καί τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶχε στά χέρια του ὁ Ἅγιος Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.), ἀπεστάλη στόν Πάπα Ρώμης ἀντιπροσωπεία. Ἡ τριμελής ἀντιπροσωπεία, τήν ὁποία ἀποτελέσαν ὁ πατρίκιος Θεόγνωστος, ὁ Ἀρσάφιος καί ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαήλ, ἐστάλη στό Ἀκυΐσγρανο πρός τόν Κάρολο τόν Μέγα, μετά τοῦ ὁποίου συνέγραψε συμφωνία, κατά τήν ὁποία ὁ Κάρολος παραχωροῦσε στό Βυζάντιο τήν Βενετία καί τά παράλια τῆς Ἀδριατικῆς, σέ ἀντάλλαγμα δέ, ἀναγνωριζόταν σέ αὐτόν ὁ τίτλος τοῦ αὐτοκράτορα.

Ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαήλ συνάντησε ἐκεῖ τυχαῖα τόν Μακάριο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο καί πῆρε μαζί του ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη. Μόλις ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαήλ παράδωσε τόν Γρηγόριο στήν περίφημη μονή πού βρισκόταν στήν περιοχή τοῦ Ακρίτα καί τόν συγκαταρίθμησε μεταξύ τῶν μοναχῶν αὐτῆς. Ἦταν τό ἔτος 812 μ.Χ.. Ἴσως ἡ μονή να ἤταν ἀφιερωμένη στήν Θεοτόκο καί ἦταν πατριαρχική καί σταυροπηγιακή. Ἐκεῖ λοιπόν, ὁ Ἅγιος περνοῦσε τήν ζωή του πολύ ἀσκητικά. Ἀλλά καί σέ ἄλλες σκληρές δοκιμασίες ἔβαλε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα διέμεινε σέ ἕναν πολύ βαθύ λάκκο, ὅπου ἔκλαψε πολύ για τήν ταραχή πού εἶχε παρουσιασθεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἔζησε τό νέο σαλό τόν ὁποῖο δημιούργησε ἡ ἐγκαινιασθεῖσα δεύτερη εἰκονομαχική περίοδος ὑπό τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Ὅταν βγῆκε ἀπό τό λάκκο, κλείσθηκε σέ ἕνα πάρα πολύ μικρό κελλί καί καλύπτε τό σῶμα του μέ ἕνα μόνο δερμάτινο χιτώνα. Στόν κῆπο ὑπῆρχε ἔνα πολύ μεγάλο πιθάρι. Αὐτό τό πιθάρι τό γέμιζε μέ νερό καί μόλις βράδιαζε, ἀφοῦ ἔβγαζε τόν χιτώνα του, ἔμπαινε μέσα καί διάβαζε τό Ψαλτήριο. Ὅταν τελείωνε τήν ἀναγνώση τοῦ Ψαλτηρίου, ἔβγαινε πάλι ἔξω ἀπό τό πιθάρι. Καί ἔτσι ἔπραττε ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Γρηγόριος.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, λοιπόν, ἀφοῦ καλῶς ἀγωνίσθηκε, ἐναπέθεσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμον τῆς θείας Χάριτος καί ἀρετῶν ὑπογραμμός ἐδείχθης δι’ ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δέ ἱερόν ἐγκαλώπισμα. Καί νῦν μή διαλίπῃς πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπέρ τῶν σέ τιμώντων.