Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ιανουαρίου)

15 Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περί τό 251 μ.Χ. στήν πόλη Κομά τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντά στή Μέμφιδα, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί εὔπορους. Ἔζησε στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι καί τήν ἐποχή τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καί τῶν παιδιῶν του.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκής καί αὐτάρκης, «μόνοις δέ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καί πλέον οὐδέν ἐζήτει». Σέ νεαρή ἡλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τούς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στήν ἐκκλησία τήν Εὐαγγελική περικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στήν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστός εἶπε στόν πλούσιο νέο: «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελική αὐτή προτροπή στήν ψυχή τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιά τήν συντήρηση αὐτοῦ καί τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τήν ὁποία φρόντισε νά παραδώσει σέ Χριστιανές νέες παρθένους πού εἶχαν ἀφιερωθεῖ στή χριστιανική ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θά εἶναι κατά πάντα ἀσφαλής.
Ἀπό τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νά ζεῖ ἀσκητικό βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καί ὑποβαλλόμενος σέ αὐστηρή νηστεία, γιά νά κατανικήσει τούς πειρασμούς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τή νύχτα καί τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στή συνέχεια ἀπῆλθε σέ τόπο ἔρημο καί μακρινό ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καί ἀφοῦ εἰσῆλθε σέ ἕνα ἀπό αὐτά ἔκλεισε τή θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καί τοῦ τήν πήγαινε σέ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντά στά ἐρείπια ἐνός φρουρίου καί κατοίκησε σέ σπήλαιο χωρίς νά τόν βλέπει κανένας καί χωρίς νά δέχεται κανένα παρά μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμί γιά ὁλόκληρο τό ἑξάμηνο.
Μετά ἀπό εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καί ἀφοῦ ἔφθασε σέ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως, ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο καί τότε ἄρχισαν νά συρρέουν περί αὐτόν πολλοί πού τόν θαύμαζαν ὡς ἀσκητή καί θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμα στή ζωή, ἔβλεπε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ἐξέρχονταν ἀπό τό σῶμα τους, καθώς καί τούς δαίμονες πού τίς ὁδηγοῦσαν. Τό γεγονός αὐτό εἶναι πολύ θαυμαστό, ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερής καί ἀσώματης φύσεως.

Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Και ἐκείνος, θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σὰν νὰ ἦταν πατέρας τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι καὶ χαρίεντα». Δίδασκε στοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρὸς τὸ μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ ποὺ μόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς βιωτικοὺς, θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς, τὸν βίον ἐξετέλεσας, τὸν Βαπτιστὴν μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σὺν αὐτῷ οὖν σε γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ ἀρχηγός, καὶ τῆς ἰσαγγέλου, πολιτείας καθηγητής· χαίροις τῆς ἐρήμου, στυλοειδὴς νεφέλη, Ἀντώνιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.

Διαβάστε επίσης:

Συμβουλὲς γιὰ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή, σὲ 170 κεφάλαια