Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Πέρσης (22 Ιανουαρίου)

15 Ἅγιος Ἀναστάσιος γεννήθηκε στό χωριό Ραχήζ τῆς Περσίας, τῆς ἐπαρχίας Ρασνουνί. Ὀνομαζόταν Μαγουνδάτ, ἦταν υἱός τοῦ μάγου Μάβ καί ὑπηρέτησε στό στρατό ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Χοσρόη τοῦ Β’ (590 – 628 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέλαβε τά Ἱεροσόλυμα καί μετέφερε στή χώρα του τόν Τίμιο Σταυρό (614 μ.Χ.). Τότε ὁ Μαγουνδάτ θέλησε νά μάθει, ἀφοῦ ἄκουσε περί αὐτοῦ καί τῶν ἐπιτελουμένων θαυμάτων, γιατί οἱ Χριστιανοί τιμοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπό κάποιον πιστό ὅτι μέ τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Κυρίου λυτρώθηκε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, πίστεψε στόν Χριστό. Ἔπειτα, συμμετέχοντας στήν ἐκστρατεία τῶν Περσῶν κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στή Χαλκηδόνα. Κατά τήν διαμονή του ἐκεῖ, ἀφοῦ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἡράκλειος κατατρόπωσε τούς Πέρσες, πῆγε στήν Ἱεράπολη καί ἀπό ἐκεῖ στά Ἱεροσόλυμα ὅπου βαπτίσθηκε ὑπό τοῦ Πατριάρχη Μοδέστου, πρός τόν ὁποῖο τόν ὁδήγησε ὁ ἱερεύς τοῦ πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἀναστάσιος.

Στήν συνέχεια ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Ἀββᾶ Ἰουστίνου ἢ κατ’ ἄλλους στή μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα. Μετά ἀπό ἑπταετή ἄσκηση καί διαβάζοντας καθημερινά τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τά μαρτύριά τους, τούς ζήλεψε καί προσευχόταν νά ἀξιωθεῖ τό μαρτυρικό τέλος αὐτῶν. Ἔτσι, ὅταν κατά τήν παραχώρηση τοῦ Κυρίου, εἶδε σέ ὄνειρο ὅτι ἀνέβηκε στό ὄρος Κυρίου καί στάθηκε στόν ἅγιο τόπο Αὐτοῦ καί ἐκεῖ ἤπιε ἕνα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί, θεώρησε ὅτι σκιαγραφόταν τό μέλλον καί τό μαρτύριό του. Γι’ αὐτό, γονυπετής καί ἔνδακρυς, ζήτησε τήν εὐχή τοῦ προεστῶτος ἱερέως τῆς μονῆς γιά τή μακάρια ἀποδημία του, δηλαδή τήν πορεία του πρός τό μαρτύριο.
Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, κατευθύνθηκε πρός τήν Διόσπολη γιά νά προσευχηθεῖ στόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο καί ἔφθασε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης.
Ἐκεῖ, ὅταν εἶδε κάποιους μάγους ὁμοεθνεῖς του, ἔλεγξε καί χλεύασε τά σοφίσματα καί τήν ἀσέβειά τους. Τότε ἐκεῖνοι τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στόν ἄρχοντα Μαρζαβανά.
Ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ἀφεθεῖ ἐλεύθερος, ἀρκεῖ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό ἐνώπιον ἑνός μόνο προσώπου. Ὅμως ὁ Ἀναστάσιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μή δῴη μοι ὁ Θεός τῆς ἀγαπήσεως ἐκπεσεῖν τοῦ Χριστοῦ μου». Ὁ Μαρζαβανάς θύμωσε καί ἔδωσε ἐντολή νά μεταφέρει βαριές πέτρες χωρίς καμιά ἀνάπαυλα. Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν μέχρι πού ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Χοσρόη. Ἀλλά καί μπροστά στόν βασιλιά δέν φοβήθηκε. Τόν κτύπησαν ἀλύπητα, μέχρι θανάτου, μέ ραβδιά. Τό μαρτύριο ἦταν καθημερινό. Στό τέλος τόν κρέμασαν ἀπό τό ἕνα χέρι καί διά βρόχου τόν ἔπνιξαν καί ἀπέκοψαν τήν κεφαλή αὐτοῦ. Τό μαρτύριό του ἔγινε τό 628 μ.Χ. μέ ἄλλους 70 Χριστιανούς Μάρτυρες. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου ἐτελεῖτο στό Μαρτύριό του, πού βρισκόταν ἐντός τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος, στό Στρατήγιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Τήν πλάνην ἀφέμενος, τήν τῶν Περσῶν νουνεχῶς, τῇ πίστει προσέδραμες, τῇ τοῦ Χριστοῦ εὐσεβῶς, σοφέ Ἀναστάσιε· ὅθεν καί ἐν ἀσκήσει, διαπρέψας ἐνθέως, ἤθλησας ὑπέρ φύσιν, καί τόν ὄφιν καθεῖλες· διό διπλῷ στεφάνῳ, θεόθεν ἐστεφάνωσαι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας, καρτερῶς διήνυσας, τοῦ μαρτυρίου τήν ὁδόν· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Ἀναστάσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τόν Ὁσιομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τόν ἐκ τῆς Περσίας, ἀπαστράψαντα μυστικῶς, ἀρετῶν ἀσκήσει, καί ἄθλοις μαρτυρίου, τόν θεῖον Ἀναστάσιον μακαρίσωμεν.