Ὁσία Θεοδώρα ἡ βασίλισσα Ἄρτης (11 Μαρτίου)

7 Ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε περί τό ἔτος 1210 πιθανότατα στήν Θεσσαλονίκη καί ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καί ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκατεστημένη ἀρχικά στό Διδυμότειχο προσέφερε πολλές καί σημαντικές ὑπηρεσίες στήν αὐτοκρατορία καί τιμήθηκε μέ ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τόν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καί ἦταν διοικητής Θεσσαλίας καί Μακεδονίας.
Κοντά στούς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπό τήν ζωή τους τό πρῶτο φωτεινό παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα πού θά χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καί στήν δική τους ζωή.

Ὁ πατέρας της πέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τή Θεοδώρα σέ μικρή ἀκόμα ἡλικία, ὀρφανή. Τήν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τήν ἐποχή αὐτή εἶχε καταλάβει τήν Θεσσαλονίκη καί ἐπέκτεινε τό κράτος του μέχρι τήν Ἀδριανούπολη.
Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καί μεγάλωσε στά Σέρβια τῆς Κοζάνης, μία σημαντική πόλη μέ στρατηγική θέση τήν ἐποχή αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζί μέ τά ἀδέλφια της ἀπό τήν εὐσεβή μητέρα της Ἑλένη καί μαθαίνει καλά γιά τόν σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ ἁγιότητα καί ἡ «κατά Θεόν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καί πιστεύει ὅτι τό ἀληθινό νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στήν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καί Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπό τήν ἀγαθή μητέρα της ὅτι τά ἀληθινά κοσμήματα πού πρέπει νά στολίζουν τήν γυναῖκα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχή καί ἡ ἀληθινή πίστη, πού μέ τόν δικό της ἀγώνα καί τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά πραγματοποιηθοῦν καί νά φανερωθοῦν καί στή δική τους ζωή.


Ἡ πνευματική καλλιέργεια καί ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθώς ἐπίσης καί τό κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τόν Μιχαήλ Β’, πού στόν δρόμο του γιά τήν Ἄρτα τήν συναντᾶ στά Σέρβια, ἐνῷ βρισκόταν ὑπό τήν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.
Τήν ζητά ἀμέσως σέ γάμο, ὁ ὁποῖος καί τελεῖται μέ κάθε μεγαλοπρέπεια καί ἐπισημότητα στά Σέρβια τό ἔτος 1230. Μέ λαμπρή καί μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στήν Ἄρτα, τήν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου, στήν ὁποία ὁ Μιχαήλ Β’ ἀνακηρύσσεται μετά ἀπό λίγο Δεσπότης.

Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρή προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καί φιλόδοξο, ἀρχίζει νά φροντίζει γιά τήν ἑδραίωση καί ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρά δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στήν μεγάλη αὐτή καί ἔνδοξη θέση πού ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δέν παρασύρθηκε ἀπό τήν δόξα καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρά τή νεότητά της, τράπηκε σέ ὑλιστικές ἀπολαύσεις καί τρυφηλή ζωή. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰώβ μοναχός, τώρα πιό πολύ κατάλαβε ὅτι πρέπει νά φροντίζει νά ζεῖ μέ πιό πολλή ἀρετή καί σωφροσύνη, μέ ταπεινοφροσύνη καί ἀγάπη, μέ ἀοργησία καί συμπάθεια, μέ ἐλεημοσύνη καί πραότητα καί γενικά, ὁλόψυχα νά δίδεται καί νά ὑπηρετεῖ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Μέ τήν ζωή αὐτή ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινά κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινός ἐπάνω στήν λυχνία πού φωτίζει καί καθοδηγεῖ καί τήν ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στόν Χριστό.
Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμές τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τήν εὐτυχία τους καί τήν ἀρετή τῆς Θεοδώρας καί μήν μπορώντας νά ὑποτάξει τήν ἴδια, ρίχνει τά φαρμακερά βέλη του ἐναντίον της μέ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τόν ἄνδρα καταμαλάξας, πειρασμόν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». Ὁ Μιχαήλ παρασύρεται σέ πορνεία καί ἀκολασία ἀπό μία Ἀρτινή ἀρχόντισσα, τήν Γαγγρινή. Αὐτή μέ τήν βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νά σκλαβώσει ψυχικά τόν Μιχαήλ καί νά βάλει μίσος ἄσπονδο στήν καρδιά του, ἐναντίον τῆς καλῆς καί Ἁγίας συζύγου του. Μέ τήν ἐντολή του πρός ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καί συμπαράσταση πρός τήν Ἁγία καί ὁρίζει αὐστηρά νά μήν κάνουν λόγο γι’ αὐτήν στά ἀνάκτορα, οὔτε τό ὄνομά της κάν νά προφέρουν στά χείλη τους.
Σέ αὐτές τίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς της, φάνηκαν οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στήν δόξα καί τήν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δέν παρασύρθηκε καί δέν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καί τώρα μέσα στήν φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή ἡ Θεοδώρα δέν κάμφθηκε καί δέν λιποψύχησε, ἀλλά φάνηκε πιό πολύ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καί ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.
Στήν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τήν ὑπομονή καί τό ταπεινό της φρόνημα. Παρά τίς συκοφαντίες καί τόν διωγμό της ἀπό τά ἀνάκτορα, λαμπρύνθηκε μέ τήν σιωπή καί τήν ἑκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μέ τήν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στόν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἔγκυος ἤδη – τά ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί μέ τόν πρωτότοκο υἱό της, τό Νικηφόρο, πού γεννήθηκε στήν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στό κρύο καί στήν ζέστη, στήν πείνα καί τή δίψα, στήν ἐγκατάλειψη καί τήν μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καί κακοντυμένη περνοῦσε λόφους καί γκρεμούς ἀποφεύγοντας τήν μανία τοῦ ἄνδρα της.
Στήν μεγάλη αὐτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στόν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μία μέρα πού μάζευε λάχανα, γιά νά φάει αὐτή καί τό μικρό της παιδί, τήν συναντᾶ ὁ ἱερέας καί μετά ἀπό ἐπίμονη προσπάθεια νά μάθει ποιά εἶναι, ἡ Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιά λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στό σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως καί ἡ ἀρετή ὅσο καί ἂν σπιλώνονται, ὅσο καί ἂν παραθεωροῦνται, δέν ἀργοῦν νά φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπό τήν ἔκλυτη ζωή τοῦ Δούκα Μιχαήλ καί τήν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τήν Γαγγρινή ἀπό τά ἀνάκτορα καί ἀπαιτοῦν ἀπό τόν βασιλέα νά ἀλλάξει ζωή.
Ὁ Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» καί ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νά βροῦν καί νά φέρουν πίσω τήν Θεοδώρα.
Πράγματι μέ πολλή μετάνοια καί ἀγάπη, μέ ἐπισημότητα καί λαμπρότητα ὑποδέχεται τή νόμιμη καί μόνη κυρία καί βασίλισσα στά ἀνάκτορα καί στή ζωή του.
Ὁ Μιχαήλ, σέ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καί σέ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τήν σεβάσμια καί περικαλλή μονή τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στή βόρεια καμάρα ἐξωτερικά ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή τῆς μετάνοιάς του, τῆς ὁποίας τό πανομοιότυπο καί τή μεταγραφή ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:

«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτός οὖσα πύλη.
Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».

Κατά τήν παράδοση καί σέ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τή μονή Παντανάσσης, κοντά στήν Φιλιππιάδα καί τή μονή τοῦ Σωτῆρος στό Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στό «Χρονικόν τοῦ Γαλαξειδίου».
Μέ τήν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαήλ χαρίζει προνόμια καί ἀπαλλάσσει ἀπό φορολογία ναούς καί μονές τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μέ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1346 ἀπαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καί παραγγαρείας» τούς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας καί μέ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, δίνει προνόμια στούς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μέ χρυσόβουλλο ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ τή νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τό μοναστήρι τοῦ κυρ-Ἱλαρίωνος, πού βρισκόταν στήν χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπό «τό Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σέ πολλές μονές καί ἐκτός τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στίς Ἁγιορείτικες μονές τοῦ Δοχειαρίου καί τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καί τό κράτος λαμπρύνονται μέ ἔργα πίστεως καί φιλανθρωπίας γιά χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιά ἔρχονται στήν ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καί ἡ Ἄννα.
Δυναμωμένη ἀπό τή δοκιμασία καί ἐνισχυμένη ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγός ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καί μετέχει ἐνεργά πλέον στήν διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στά πολλά καί ποικίλα ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καί βάζοντας τήν προσωπική της σφραγίδα στήν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στά ἔργα εἰρήνης, ἀλλά καί ἀκολουθεῖ τίς πολεμικές περιπέτειες καί ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τό ἔτος 1234 ἐνισχύουν τήν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μέ τήν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τό 1259 – 60, μέ τήν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαήλ Β’ στήν μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στήν Βόνιτσα, Λευκάδα καί Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπό τά στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282).
Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητας καί ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού τήν ἐποχή αὐτή ἀπειλεῖτο ἀπό τόν παπισμό καί τήν λατινική προπαγάνδα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τήν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτή τήν προοπτική. Τό Δεσποτάτο, πού ἀπό τό 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί εἶχε κρατήσει αὐστηρή ὀρθόδοξη πολιτική ἐπί Θεοδώρου Δούκα καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικά καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Σέ ἀντίθεση μέ τήν φιλενωτική πολιτική τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καί ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτική τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά καί αὐστηρά Ὀρθόδοξη. Ὅταν δέ τό ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ ἑνωτικός Ἰωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282), πολλοί ὀρθόδοξοι κληρικοί καί μοναχοί βρίσκουν προστασία στό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Σάν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1276 καί τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τό ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στίς Νέες Πάτρες (σημερινή Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καί ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοί καί ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.
Γιά τόν ἴδιο σκοπό – τήν διαφύλαξη δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μέ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καί ἀπό τίς ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες πού ὑπεισέρχονται σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, στόν γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τήν Ἄννα τήν νυμφεύει μέ τόν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καί τήν Ἑλένη μέ τόν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καί φανατικό ἐχθρό τοῦ Πάπα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Θεοδώρα προσπαθεῖ νά θέσει φραγμό στά σχέδια τῶν παπικῶν γιά ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί μέ τούς συγγενικούς δεσμούς πού ἔγιναν, νά ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικές διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίον τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της, τό ἔτος 1266, δέχθηκε ὅλο τό μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268). Φυλακίζεται αὐτή καί τά παιδιά της γιά ἀρκετά χρόνια στό ὑγροσκότεινο καί ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπό τίς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τήν εὐγένεια καί τήν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τά διδάχθηκε καί τά παρέλαβε ἀπό τήν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπό τήν φυλακή καί πεθαίνει σέ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.
Οἱ προσπάθειες πού ἔγιναν γιά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τούς γονεῖς της Μιχαήλ Β’ καί Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μία τελευταία προσπάθεια πού ἐπιχειρήθηκε, νά δοθεῖ δηλαδή ὡς σύζυγος στόν υἱό τοῦ Φερδινάνδου Γ’ τῆς Ἱσπανίας, τόν Ἐρρίκο, βρῆκε τήν Ἑλένη ἀντίθετη, καθώς δέν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νά προδώσει τήν μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπό τούς ἀντιπάλους του, οὔτε μέ τήν συγκατάθεσή της σέ τέτοιον γάμο νά ἐνισχύσει τά μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καί Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίον τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξύ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καί ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπό τίς ἀτομικές φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καί τήν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τό ἐπιχείρημα αὐτό στάθηκε δύσκολο, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τά δύο σημαντικά κράτη, τό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καί ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σέ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβές καί πόλεμο μεταξύ τους.
Ἔτσι, τό ἔτος 1249, ταξιδεύει στή Νίκαια μέ τόν υἱό της Νικηφόρο, τόν ὁποῖο μνηστεύει μέ τήν Μαρία, ἐγγονή τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254). Μετά ἀπό κάποιες περιπέτειες καί ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τόν Ἕβρο καί τελικά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μέ λαμπρότητα στή Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Μαρίας ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανό (1255 – 1260). Μία ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μέ τόν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στό Βολερό, «εἰς τήν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μέ τόν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι (1254 – 1258) τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1256 – 7.
Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καί ἀφοῦ ἑόρτασαν τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στόν περίλαμπρο ναό τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ξεκίνησαν γιά τήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Μαρίας ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιά τόν λόγο αὐτό ἀπό τή Νίκαια.
Μέσα ὅμως σέ σύντομο χρονικό διάστημα καί μετά τόν ἐρχομό τους στήν Ἄρτα, ἡ Μαρία πέθανε.
Μία νέα προσπάθεια εἰρήνης καί συμφιλιώσεως μέ τήν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινή αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τήν ἀνεψιά τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογίνα εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καί τῆς Εἰρήνης ἢ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαήλ Η’. Στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τήν ἀνεψιά του μέ λαμπρή συνοδεία στήν Ἄρτα, ὅπου τό ἴδιο ἔτος γίνονται καί οἱ γάμοι.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό, πολλές ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιά τήν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καί τήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τήν ζωή της στήν προσπάθεια νά ξεπεραστοῦν τά ἐμπόδια γιά τήν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτό δίκαια ὀνομάσθηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιός Ἁγία».
Μετά ἀπό σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαήλ Β’, «καλῶς καί θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.
Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στό μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχή στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Ἁγίας Θεοδώρας). Ἡ ζωή της ἀσκητική καί τό πολίτευμά της ἀγγελικό. Γιά τό διάστημα αὐτό τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ζοῦσε σηκώνοντας τό βάρος τῶν πόνων καί τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τούς καρπούς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καί ἡμέρα στήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί συνομιλία μέ τόν Θεό μέ ψαλμούς καί ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τό σῶμα της μέ νηστεία καί ὑπηρετώντας μέ προθυμία τίς ἀδελφές μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καί τό στήριγμα τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν, βοηθοῦσε τούς πτωχούς, παρηγοροῦσε τούς θλιβομένους. Φροντίζει γιά τήν ἀνέγερση νέων ναῶν καί μοναστηριῶν καί ἐνδιαφέρεται γιά τήν ζωή τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στούς Ὁσίους ἀσκητές τῆς περιοχῆς πρός τούς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαΐου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτεψε τήν ἐποχή αὐτή σέ ἕνα σπήλαιο στήν περιοχή τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μέ θαυμαστό τρόπο περί τά ἔτη 1281 – 2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχή μέ ὅλη τήν Σύγκλητο πῆγε στό ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τό ἁγιασμένο του λείψανο καί μέ ἐντολή της κτίσθηκε στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου, λαμπρός ναΐσκος καί λάρνακα πρός τιμήν του.
Ὁ ναός καί ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μέ τίς θαυμασίας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καί τίς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπό λόγιους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καί τῶν ἀνακτόρων.
Ἔφθασε ὅμως καί γιά τήν Ἁγία Θεοδώρα τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί ἡ ἀρχή τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στήν Ὁσία ἀποκαλύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σέ πολλούς Ἁγίους. Θερμά παρακαλεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τόν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο νά μεσιτεύουν πρός τόν Κύριο νά τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρός τήν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι κι ἔγινε.
Καί ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νά παραδώσει τήν Ἁγία της ψυχή στόν Κύριο, συγκεντρώνει τίς ἀδελφές μοναχές. Γιά τελευταία φορά τίς συμβουλεύει μέ ἀγάπη καί τίς καθοδηγεῖ πῶς νά ζοῦν καί νά ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτή πού ἦταν τό ζωντανό παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιά τήν σωτηρία τους καί δίνοντας τίς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τό πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σέ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς τόν χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στό χρονικό διάστημα ἀπό τό 1281 – 1285 μ.Χ.
Τό ἅγιο καί χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στό νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σέ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τήν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καί πόνοις καί ἀσκήσει ἐβίωσας, καί θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διά τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Βασιλικήν τιμήν καί δόξαν καταλέλοιπας, καί ἐν ἀσκήσει τήν ζωήν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καί διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμόν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστόν τόν σέ δοξάσαντα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.