Ὅσιος Σεραφείμ (6 Μαΐου)

15 Ὅσιος Σεραφείμ ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές καί διέλαμψε μέσῳ τῶν θαυμάτων του. Πατρίδα του εἶχε τό ἀποκαλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριό μικρό, ὑποκείμενο στή χώρα τοῦ Ταλάντου τῆς Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Ἐνῷ ἀκόμη ἦταν βρέφος καί δέν ἦταν δυνατόν νά διακρίνει τίς ἡμέρες, ὅμως τό Πανάγιο Πνεῦμα γνωρίζοντας ἀπό πρίν τή μελλοντική πνευματική προκοπή του τό φώτιζε καί τό δίδασκε ὅτι ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή εἶναι ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό καί ἔμενε νηστικό, ὅπως ἡ ἴδια ἡ μητέρα του ἔλεγε στούς γείτονες. Μόνο κατά τήν δύση τοῦ ἡλίου, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀντέξει περισσότερο νά νηστεύει, θήλαζε λίγο καί κοιμόταν.
Ὅταν ἔφθασε στήν παιδική ἡλικία, τότε οἱ γονεῖς του τόν παρέδωσαν στόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ νά μάθει τά ἱερά γράμματα. Ὁ νέος ἔνιωσε μέγα ἔρωτα πρός τά ἱερά γράμματα, μελετοῦσε μέ πολύ ζῆλο καί μάθαινε ὅσα τοῦ ὑπεδείκνυε ὁ δάσκαλος. Τόν χαρακτήριζαν στοιχεῖα ὅπως ἡ προσοχή στό σχολεῖο, ἡ ταπεινοφροσύνη πρός τούς μαθητές, ἡ ἄκρα ταπείνωση καί ὑποταγή πρός τούς γονεῖς, ἡ σεμνότητα καί ἡ ὑποδειγματική διαγωγή πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὅσο μεγάλωνε ὁ Ὅσιος, αὔξανε περισσότερο ὁ ζῆλος του καί μέσα στήν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν εὕρισκε μεγάλη πνευματική εὐφροσύνη. Γι’ αὐτό, ἂν καί ἦταν νέος στήν ἡλικία καμία ἄλλη εὐχαρίστηση δέν αἰσθανόταν παρά μόνο πῶς θά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο, γιά νά ὑπηρετήσει ἀνενόχλητα τόν Δημιουργό μας καί τόν Πλάστη, μιμούμενος τά Σεραφίμ καί τίς χορεῖες τῶν Ὁσίων.

Αὐτά λοιπόν σκεπτόμενος, ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καί φίλους, νά πάει στό μοναστήρι καί ἐκεῖ νά ἐνδυθεῖ τό μοναχικό σχῆμα καί νά ἀφιερωθεῖ, ψυχή τε καί σώματι, στόν Θεό καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κορέσει τήν πνευματική δίψα πού αἰσθανόταν. Μία λοιπόν ἡμέρα ζητεῖ ἀπό τούς γονεῖς του τήν εὐλογία τους καί τούς παρακαλεῖ μέ δάκρυα νά συγκατατεθοῦν καί νά τόν συνοδεύσουν μέ τήν εὐχή τους στό νέο αὐτό στάδιο, τό μοναχικό, πού ἀγάπησε ἀπό παιδική ἡλικία. Οἱ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι γονεῖς χάρηκαν μέν γιά τήν εὐσέβεια καί τήν τέλεια ἀφοσίωση τοῦ παιδιοῦ, λυπήθηκαν ὅμως πολύ, γιατί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ θά προξενοῦσε τόσο σέ αὐτούς ὅσο καί στό χωριό μεγάλη κατήφεια. Προσπαθοῦσαν λοιπόν νά τόν ἀποτρέψουν μέ συγκινητικά λόγια ζητώντας του νά τούς γηροκομήσει πρῶτα καί μετά νά ἀκολουθήσει τήν κλίση του.
Ὁ νεαρός Σωτήριος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος, παρόλη τήν συντριβή πού αἰσθάνθηκε ἔμεινε ἀμετάβλητος στήν ἀπόφασή του. Ρίχνεται λοιπόν στήν ἀγκαλιά τους, ἀσπάζεται τήν δεξιά τους καί ἀποχωρεῖ γιά κάποιο μονύδριο, στό ὁποῖο τιμόταν ὁ Προφήτης Ἠλίας καί ἀπέχει μία ὥρα ἀπό τό χωριό Ζέλι στό ὄρος Κάρκαρα. Ἐκεῖ κάπου κοντά στό ὄρος ἀναγείρει μικρό ναό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μέσα σέ κάποιο σπήλαιο, τοῦ ὁποίου ἴχνη φαίνονται μέχρι σήμερα καί οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν ὀνομάζουν ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ἐνῷ στά πέριξ αὐτοῦ ὑπάρχει ἄλλος ναός πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί κάποια κελλιά, τά ὁποία, ὅπως λένε οἱ Γέροντες, ἀνήγειραν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐλάτειας σέ καιρό λοιμικῆς νόσου. Ἐκεῖ λοιπόν ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἀρκετό χρόνο ἀγωνιζόμενος μέ ἀγρυπνίες καί δεήσεις ὡς καλός ἐργάτης τοῦ μυστικοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου. Ἐπειδή ὅμως τήν πνευματική του ἡσυχία τάραζαν οἱ συχνές ἐπισκέψεις τῶν γονέων, τῶν φίλων καί τῶν συγγενῶν, ἀναχωρεῖ γιά τό γειτονικό ἱερό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Μετά τίς συνεχιζόμενες ἐνοχλήσεις ἀναχωρεῖ καί ἀπό ἐκεῖ γιά τό Σαγμάτιο ὄρος, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου ὑπάρχει μοναστήρι ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Τό μοναστήρι αὐτό βρίσκεται μεταξύ τῶν Θηβῶν καί τῆς Εὔβοιας καί κατέχει ἱερό τεμάχιο τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, πού δώρισε στό μοναστήρι ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ὁ Κομνηνός μέ χρυσόβουλλο γράμμα.
Στό μοναστήρι αὐτό ὁ Ὅσιος κατετάγη στήν ἀγγελική χορεία τῶν ἐνάρετων ἀσκητῶν καί ἀγωνιζόταν νύχτα καί ἡμέρα μέ νηστεῖες καί προσευχές, ἀγρυπνίες καί δάκρυα, ὑπακοή καί ὑπομονή στίς θλίψεις καί ὁλοκληρωτική, ἐν τέλει, ἀφοσίωση στά πνευματικά. Μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα ὑπερέβη ὅλους τούς συνασκητές του στήν ἀρετή καί στά κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως. Βλέποντας τήν ἀρετή καί τήν πρόοδο τοῦ Ὁσίου, ὁ ἡγούμενος τόν ἔκειρε μοναχό μετονομάζοντάς τον Σεραφείμ καί μετά ἀπό λίγο τόν προβίβασε στά ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα σέ αὐτό τοῦ διακόνου καί στή συνέχεια σέ αὐτό τοῦ πρεσβυτέρου. Τό ὑψηλό ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀποδέχθηκε ὁ Σεραφείμ, ἐνδίδοντας στίς θερμές παρακλήσεις τοῦ ἡγουμένου καί τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν.
Ἔμεινε στό μοναστήρι γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Καθώς ἡ φήμη τῶν κατορθωμάτων διαδόθηκε πολύ γρήγορα, ζητᾶ ἀπό τόν ἡγούμενο ἄδεια καί ἀποχαιρετώντας τούς συνασκητές του καί τόν πνευματοφόρο Γερμανό, συνασκητή τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, πού ἄσκησε καί τελειώθηκε στό ὄρος Σαγματᾶ, ἀναχώρησε ἀπό τό μοναστήρι γιά νά εὕρει τήν ποθούμενη πνευματική ἡσυχία. Διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις καί περνώντας πολλά βουνά, ἔφθασε τελικά στόν λόφο πού βρίσκεται δυτικά τοῦ Ἑλικῶνος, μία ὥρα πάνω ἀπό τήν ἀρχαία Βουλίδα, στήν τοποθεσία Δομποῦ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μικρό ναΐσκο στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καί ἀνήγειρε κάποια κελλιά, συγκέντρωσε λίγους μοναχούς καί μαζί τους ἔμεινε δέκα χρόνια, ἀσκώντας τά ἔργα τῆς ἀρετῆς καί διδάσκοντας τούς μαθητές του τά σωτήρια διδάγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ὅσο βρισκόταν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ὁδήγησε πολλές ψυχές ἀπολωλότων ἀνθρώπων στή σωτηρία. Κοντά στό ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου, στήν θέση πού βρίσκεται σήμερα τό μοναστήρι, ὑπῆρχαν λίγες οἰκογένειες ἀλβανικῆς καταγωγῆς μέ ἦθος σκληρό καί ἄγριο, τῶν ὁποίων ὁ βίος ἦταν λῃστρικός καί ἐπικίνδυνος γιά τούς γείτονές τους. Αὐτούς τούς κατοίκους πλησίασε ὁ Ἅγιος καί μέ λόγια κατηχήσεως μετέβαλε τόν σκληρό καί ἄγριο τρόπο ζωῆς τους. Σταμάτησαν νά κλέβουν καί νά ἐκβιάζουν, ἔριξαν τά ὅπλα καί ἀσχολήθηκαν μέ εἰρηνικές ἐργασίες.
Πολλοί Χριστιανοί, ἀκούγοντας γιά τήν φήμη του, προσέρχονταν ἀπό πολλά μέρη ζητώντας καί παίρνοντας βοήθεια, καθώς τούς θεράπευε σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες. Ἡ μεγάλη συρροή ὅμως ἔγινε ἡ ἀφορμή νά ἐγκαταλείψει τούς μαθητές του καί τό μονύδριο μετά ἀπό δέκα χρόνια περίπου καί κατέλαβε τήν κορυφή βορειοδυτικά τοῦ Ἑλικῶνος πού ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπό τό μονύδριο καί σήμερα ἀποκαλεῖται κελλί τοῦ Ὁσίου. Στή μεμονωμένη αὐτή κορυφή ἄκουσε ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό φωνή, ἡ ὁποία τόν καλοῦσε νά ἀφήσει τήν κορυφή ἐκείνη καί νά κατέβει σέ μέρος ἐπίπεδο, γιά νά κτίσει ἐκεῖ μοναστήρι, ὥστε νά μποροῦν νά βρίσκουν πνευματικό καταφύγιο καί παρηγοριά ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. Ὁ Ὅσιος ἄκουσε ἀμέσως τήν φωνή τοῦ Κυρίου, κατέβηκε ἀπό τήν κορυφή, συγκέντρωσε τούς λίγους μαθητές του, πού εἶχε κάποτε ἀφήσει, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπό αὐτούς, γιά νά βρεῖ τήν πνευματική του ἡσυχία, καί ἄρχισε νά κτίζει μοναστήρι. Λόγω ὅμως τῆς τραχύτητας τοῦ ἐδάφους καί τῆς ἀνήλιαγης θέσεως πού ἐπέλεξε ὁ Ὅσιος γιά νά τό κτίσει, ἐμφανίζεται σέ αὐτόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τόν διατάζει νά ἀφήσει αὐτή τήν οἰκοδομή ὡς ἀκατάλληλη γιά τίς ἀνάγκες τῶν μεταγενέστερων καί νά κτίσει ἄλλο στήν θέση ἐκείνη πού ὑπάρχει τό χωριό Δομπός. Ὁ Ὅσιος ἐκπληρώνοντας τήν διαταγή τῆς Θεοτόκου, ἔρχεται στό χωριό καί πείθει τούς κατοίκους νά ἀφήσουν τίς καλύβες τους καί τόν τόπο τους καί νά ἀποικήσουν σέ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ λάβουν τό ἀντίτιμο τῆς ἰδιοκτησίας τους.
Μετά τήν ἀγορά τῆς τοποθεσίας αὐτῆς τῶν Δομποϊτῶν, μετέβη ὁ Ὅσιος στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τόν Πατριάρχη, ἡ ὁποία σῴζεται μέχρι σήμερα, ἄρχισε νά ἀνεγείρει ναό σταυροπηγιακό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μοναστήρι, σύμφωνα μέ τήν διαταγή πού ἔλαβε ἀπό τήν Θεοτόκο. Ἀλλά ὁ μισόκαλος διάβολος θέλοντας νά ματαιώσει τό θεάρεστο αὐτό ἔργο, σπείρει ζιζάνια στίς καρδιές κάποιων ἀνθρώπων καί τούς ὁδηγεῖ νά τόν διαβάλουν ὡς ἄνθρωπο ραδιοῦργο καί ἀπατεῶνα στόν ἀλλόθρησκο ἄρχοντα τῆς Λιβαδειᾶς, λέγοντας ὅτι κάποιος ραδιοῦργος καλόγηρος ἔπεισε μέ πονηρό τρόπο καί ἀπομάκρυνε τούς κατοίκους ἀπό τήν ἰδιοκτησία τους ἀντί εὐτελέστατης χρηματικῆς ἀποζημιώσεως. Μόλις ἄκουσε ὁ ἄρχοντας ἐξεμάνη κατά τοῦ Ὁσίου καί ἔστειλε τρεῖς Τούρκους στρατιῶτες νά ὁδηγήσουν αὐτόν δεμένο στή Λιβαδειά, γιά νά λάβει τήν πρέπουσα τιμωρία. Ἀφοῦ ἔφθασαν λοιπόν οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες ἀπό τή Λιβαδειά στό μέρος στό ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ Ὅσιος, τόν ἔβρισαν χυδαία καί τοῦ κατάφεραν στό κεφάλι μεγάλο κτύπημα, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἔμεινε ἡμιθανής. Μέ τό κτύπημα σχίσθηκε τό κεφάλι του σέ μεγάλο μέρος, ὅπως φαίνεται τό σημεῖο σήμερα ἐπάνω στήν ἁγία Κάρα. Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος συνῆλθε λίγο τόν ἔδεσαν καί ἀναχώρησαν μαζί του γιά τή Λιβαδειά, ἐκπληρώνοντας τήν διαταγή τοῦ ἀρχηγοῦ τους. Καθ’ ὁδόν, ἐπειδή ἡ τοποθεσία ἦταν ἄνυδρη, οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ δίψασαν καί δέν βρῆκαν νερό, ἐπιτέθηκαν πάλι ἐναντίον του καί ἀπειλοῦσαν νά τόν φονεύσουν, γιατί ἐξαιτίας αὐτοῦ ὑπέφεραν δίψα καί κόπους καί κινδύνευαν νά πεθάνουν στήν ἄνυδρο αὐτή ἔρημο. Ἀλλά ὁ Ὅσιος, ἂν καί ἦταν καταβεβλημένος ἀπό τόν δριμύ πόνο καί τίς κακώσεις καί ὑπέφερε ὑπερβολικά ἀπό τήν πληγή, τήν ὁποία τοῦ δημιούργησαν οἱ ἄσπλαχνοι αὐτοί στρατιῶτες, δέν ἀγανάκτησε ἐναντίον αὐτῶν, δέν μνησικάκησε γιά τήν σκληρότητα καί τήν ἀπανθρωπιά. Ζήτησε λοιπόν ἄδεια ἀπό τούς Τούρκους νά προσευχηθεῖ στόν Θεό, ἔλαβε τήν ἄδεια, ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά, γονάτισε καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, γιά νά ἐξάγει νερό ἀπό ἐκεῖνο τό σκληρό τόπο. Μετά τήν προσευχή, κτύπησε τήν ράβδο του στόν τόπο ἐκεῖνο στόν ὁποῖο ἔχυσε πηγές δακρύων, καί ὢ τοῦ θαύματος! ἐξῆλθε νερό γλυκό καί διαυγές, τό ὁποῖο ἀναβλύζει μέχρι σήμερα καί ἀπό τό ὁποῖο ὅλοι οἱ διαβάτες πίνοντας δοξάζουν τόν Θεό, ἐνθυμούμενοι τό ἐξαίσιο θαῦμα.
Ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἤπιαν ἀπό τό νερό αὐτό καί κατέσβησαν τή δίψα τους, ξεκίνησαν πάλι τήν ὁδοιπορία τους, δείχνοντας σεβασμό στόν Ὅσιο καί μετάνοια γιά ὅσα κακά προξένησαν σέ αὐτόν, γιατί ἀπό τό θαῦμα πείσθηκαν ὅτι ὁ συνοδός τους δέν ἦταν τέτοιος πού κατηγοροῦσαν. Τήν πεποίθηση αὐτή τήν ἐπιβεβαίωσε καί ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου: κατά τήν διαδρομή πετοῦσαν ἄγρια περιστέρια, τά ὁποία οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νά σκοτώσουν πυροβολώντας τα. Ἀλλά, ἂν καί πολλά ὅπλα ἄδειασαν ἐναντίον τους, δέν σκότωσαν κανένα περιστέρι. Τότε ὁ Ὅσιος εἶπε σέ αὐτούς νά σταματήσουν νά πυροβολοῦν καί αὐτός θά μπορέσει νά δώσει σέ αὐτούς ζωντανά τά περιστέρια. Πράγματι, προσευχήθηκε, ἅπλωσε τά χέρια καί ἔπιασε τρία περιστέρια, δίνοντας ἕνα σέ κάθε Τοῦρκο. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας αὐτό τό θαῦμα ἐξεπλάγησαν καί ἄφησαν τόν Ὅσιο ἐλεύθερο νά πάει στό ἔργο του καί νά κάνει ὅ,τι θέλει καί ὅ,τι τόν διατάξει ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ πῆγε στή μονή καί βρῆκε τούς μαθητές του νά εἶναι ἀπαρηγόρητοι ἐξαιτίας τῆς ἀπώλειας τοῦ διδασκάλου καί προστάτη τους. Τούς ἐνθάρρυνε λέγοντας ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ὁλοκληρώσουν τό ἔργο πού ξεκίνησαν καί τούς προέτρεψε νά δοξάσουν τόν Θεό.
Σέ σύντομο λοιπόν χρονικό διάστημα τό ἔργο τελείωσε, ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξαπλώθηκε ταχύτατα στήν περιοχή, ὥστε ἡ ἄγονη καί τραχεία ἔρημος τοῦ Δομποῦ ἔγινε πόλη μουσόφιλη καί εὔανδρη, καθώς συνέρρευσαν ἄνδρες ἀρετῆς καί παιδείας. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ συρροή στό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ ὅσων ποθοῦσαν τή μοναχική πολιτεία καί τήν ἄσκηση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τό μοναστήρι ἦταν ἀνεπαρκές γιά τόν ἀριθμό τῶν ἐπισκεπτῶν καί τῶν πνευματικά ἀνήσυχων. Ἀποχωροῦσαν λοιπόν ἀπό τή μονή καί ἔμεναν στήν ἔρημο συγγράφοντας καί ἐξασκώντας τούς κανόνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Μετά τήν παρέλευση τριῶν ἐτῶν, ἔφθασε ὁ καιρός κατά τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔμελλε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο αὐτό καί νά ἀποχωρήσει γιά τήν οὐράνια πατρίδα, μέ σκοπό νά λάβει ἀπό τόν Θεό τήν ἀμοιβή τῶν διηνεκῶν κόπων του, τούς ὁποίους κατέβαλε στήν γῆ γιά δοξολογία τοῦ θείου Αὐτοῦ Ὀνόματος. Ὅταν προεῖδε τόν χρόνο τῆς τελειώσεως τοῦ βίου του, κάλεσε τούς ἀγαπημένους του μαθητές καί μέ γλυκιά φωνή τούς ἔδωσε συμβουλές νά μήν ξεχνοῦν τά διδάγματά του, νά μήν ἐγκαταλείψουν τόν πνευματικό ἀγῶνα, τήν προσευχή ἀλλά καί τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὀλιγάρκεια, μιμούμενοι τόν Σωτῆρα Χριστό πού ταπεινώθηκε ἐπάνω στόν Σταυρό γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τούς ζήτησε μάλιστα νά τόν ἐνταφιάσουν στό παλαιό μοναστήρι πού τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά νά μείνει ἄγνωστη ἡ τοποθεσία τῆς ταφῆς καί νά μήν συρρέει κόσμος. Μετά τά λόγια αὐτά προσευχήθηκε γιά τελευταία φορά στόν Θεό, εὐλόγησε τούς πολλούς μαθητές του καί παρέδωσε τό πνεῦμα του πρός τόν Θεό καί Πλάστη, τόν Ὁποῖο πόθησε ἀπό τήν βρεφική ἡλικία καί ἀκολούθησε μέ αὐταπάρνηση.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου παρέλαβαν μέ εὐλάβεια οἱ μαθητές του τό καταπονημένο ἀπό τήν ἄσκηση σῶμα καί τό μετέφεραν στόν τόπο, πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, ὅσο ζοῦσε. Ἐκεῖ κάποιος μοναχός ταγμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα φύλαγε γιά δύο ὁλόκληρα χρόνια τόν θεῖο αὐτό θησαυρό, γιά νά μήν συληθεῖ ἀπό κανέναν ἱερόσυλο, φόβος πού ὁδήγησε στήν ταχεῖα ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Γιατί καί κάτω ἀπό τήν γῆ ὁ Κύριος δέν ἄφησε τόν Ὅσιο χωρίς μαρτυρία, καθώς θεῖο φῶς ἀπό τόν οὐρανό φώτιζε τόν τάφο του καί ὁδηγοῦσε πολλούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔπεφταν στόν τάφο καί ζητοῦσαν τήν βοήθεια τοῦ Ὁσίου.
Μετά τήν συμπλήρωση δύο χρόνων, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ πού ἀνέβλυζαν εὐωδία καί μεταφέρθηκαν ἀπό τό παλαιό μοναστήρι στό διατηρούμενο τώρα μοναστήρι καί κατατέθηκαν μέσα στόν ἱερό ναό ὡς κειμήλιο ἱερό καί θησαυρός ἀδάπανος τοῦ μοναστηριοῦ, τό ὁποῖο ἵδρυσε ὁ Ὅσιος μέ πολλούς κόπους καί μόχθους πρός δόξαν Θεοῦ καί ψυχική ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε σέ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν τό 1602, κατά τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς καί ὥρα 6η τῆς μεσημβρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Βοιωτίας, ἔμπνουν ὄργανον, τῆς ἐγκρατείας, ἀνεδείχθης Σεραφείμ ἀξιάγαστε· σύ γάρ Ὁσίων βαδίσας τοῖς ἴχνεσιν, ἀρτιφανῶς ἐν τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τοῖς ῥείθροις Ἅγιε πικρᾶς θαλάσσης, τόν Σταυρόν ἁψάμενος, ταύτην ἐγλύκανας σοφέ, καί τούς διψῶντας ἐπότισας, ὦ Σεραφείμ ὡς θεράπων τοῦ Κτίσαντος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βοιωτίας θεῖος βλαστός, καί τῶν Μοναζόντων, γνώμων ἔμπρακτος ἀληθῶς· χαίροις τῆς Ἑλλάδος, ἀγλάϊσμα καί κλέος, Ὁσίων ἡ προσθήκη, Σεραφείμ Ὅσιε.