Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (12 Μαΐου)

15 Ἅγιος Γερμανός γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη περί τό 640 μ.Χ. καί ἦταν υἱός τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τόν Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), ἐπειδή θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στήν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’. Τόν Γερμανό, ἀφοῦ τόν εὐνούχισε, τόν κατέταξε στόν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθύς γνώστης αὐτῶν καί διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου καί τήν ἀρετή του. Στήν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τούς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τό 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπό τόν Πατριάρχη Κύρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.
Ἀπό τήν ὑψηλή αὐτή θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρά κατά τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κύρος καί πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στίς 9 Αὐγούστου τοῦ 715 μ.Χ., μέ τήν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τίς πνευματικές καί ἠθικές του δυνάμεις στή διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καί νουθετώντας αὐτό μέ τά ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.
Ὅταν ἀνῆλθε στό θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανός ἀπό αὐτόν, γιά νά τόν βοηθήσει μέ σκοπό τήν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλά τόν μέν Λέοντα ἔλεγξε γιά τίς ἀνίερες πράξεις του, τόν δέ λαό παρότρυνε σέ ἀντίσταση κατά τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δέν κατόρθωνε, διά πραξικοπήματος ἀνάγκασε τόν Ἅγιο νά παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στίς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τό ὠμοφόριό του στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στήν πατρική του οἰκία στό Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καί συνθέτοντας ἐκκλησιαστικούς ὕμνους.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός κοιμήθηκε, μετά σύντομη ἀσθένεια, τό 740 μ.Χ. καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῆς Χώρας.
Ἐνῷ ἀρχικά καθαιρέθηκε καί ἀναθεματίσθηκε ἀπό τή ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τό 754 μ.Χ., στήν συνέχεια δικαιώθηκε καί ἐξυμνήθηκε ἀπό τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 787 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τούς εἰκονομάχους καί ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες. Ἐπί τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τό 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό βαρβαρική ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικό καί συγγραφικό ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τά περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μέ διαταγή τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δέ ἀπό μέν τούς ὕμνους, 104 Στιχηρά καί 22 Κανόνες, ἀπό δέ τά συγγράμματά του τά ἑξῆς: α) «Περί αἱρέσεων καί Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαί ἐπιστολαί ἐπί τῶν εἰκονομάχων» (πρός Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρός Κωνσταντίνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καί πρός Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτώ λόγοι» (δύο στήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καί τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δύο στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἕνας στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου), δ) «Ὁμιλία» (στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καί τά ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῖς δόγμασιν, ἐκπαιδευθείς εὐκλεῶς, φωστήρ ἐχρημάτισας, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐν λόγοις καί πράξεσι· σύμμορφος γάρ ὑπάρχων, τῆς εἰκόνος τοῦ Λόγου, λύεις Εἰκονομάχων, τήν ἀντίθεον πλάνην· διό σε Ἱεράρχα Γερμανέ, Χριστός ἐδόξασε

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς διττούς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τούς πανσόφους ἐκφάντορας, σύν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τόν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροί γάρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τούς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τήν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἰκονόμος ἄριστος, τῶν δωρεῶν τοῦ Σωτῆρος, ὡς εἰκών θεόγραφος, τῶν ἀρετῶν πέλων Πάτερ, ἔλαμψας, ἐν Ἱεράρχαις ἀμέμπτῳ βίῳ· ἔδειξας, τήν τῶν Εἰκόνων τιμήν προσφόρως· διά τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ, Γερμανέ ἔνδοξε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τήν θαυμαστήν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί κατά χρέος, σύν Γερμανῷ τόν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γάρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τάς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τό μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς χάριτος ὑπουργός, καί τῆς Ἐκκλησίας, νυμφόστολος θεοειδής· χαίροις ὁ τρανώσας, τήν τῶν Εἰκόνων δόξαν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Γερμανέ ἔνδοξε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τούς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανός παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.