Μνήμη Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (22 Μαΐου)

12ετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας ἀνεφάνησαν στήν Ἐκκλησία καί νέοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοί, ὑπό τόν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ἡμιαρειανοί, ὁ Ἀπολινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Φωτεινός Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου μέ τό διδάσκαλό του Ἀέτιο, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς καί ἄλλοι πού προσείλκυαν πολλούς ὀπαδούς.
Τό χριστολογικό ζήτημα τέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καί ἡ λεγόμενη Ἀλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τήν ἑνότητα στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνά εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεός καί κατά τήν Ἐνανθρώπιση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ἀνθρώπινο σῶμα καί ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καί ἀνθρώπινο νοῦ, γιατί αὐτό θά σήμαινε τήν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πώς ὁ Χριστός γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι τέλειος Θεός. Γιά νά εἶναι λοιπόν δυνατή ἡ πλήρης ἕνωση στόν Ἕνα Χριστό, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαβε κατά τήν Ἐνανθρώπιση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μέ ζωική (ἄλογη) ψυχή καί ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «σάρξ», ὄχι ὅμως μέ τήν βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στή στενή ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν Χριστό, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δέν ἦταν πλήρης. Τήν ἕνωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν χαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καί «ἕνωσιν φυσικήν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετά τήν ἕνωση πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καί χάθηκε μέσα στούς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστός νά μήν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο τέλειος Θεός.

Οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοί ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτό «κτίσμα καί ὄχι Θεό, οὔτε ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό». Κατά τόν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι θεωροῦνταν ὄχι μόνο ὅτι θεομαχοῦσαν κατά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Υἱοῦ καί ὅτι χριστομαχοῦσαν, ἀλλά καί ὅτι πνευματομαχοῦσαν.
Στή διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καί τοῦ Μακεδονίου ἀντέδρασαν ἀπό πολύ νωρίς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τόν καταδίκασαν πολλές φορές. Ἡ ὁριστική ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπό τή Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 381 μ.Χ.
Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος συνῆλθε ἀπό τόν Μάιο μέχρι τό τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, πρός ἐπίλυση θεολογικῶν καί διοικητικῶν προβλημάτων. Οἱ ἑκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν σέ αὐτήν, προέρχονταν ἀπό περιοχές, οἱ ὁποῖες πολιτικά ὑπάγονταν στή δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορα πού τούς συγκάλεσε. Ἐπρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἡ δέ ἀναγνώρισή της ὡς τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα τό 451 μ.Χ., ἡ ὁποία καί ἀποδέχθηκε τό Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καί ἰσόκυρο μέ αὐτό τῆς Νικαίας.
Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιά τόν Χριστιανισμό πρό πάντων διότι συμπλήρωσε τό ἱερό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δογμάτισε ἰδίως τήν Πνευματολογία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὣς καί ἄλλα ἄρθρα τῆς πίστεως, καί ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί μέγα σταθμό ἰδίως στό δογματικό καθορισμό τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καί τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στήν ὁλοκλήρωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, διά τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καί τῆς «ἐκ τοῦ Πατρός» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί Ἐκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καί ζωής αἰωνίου.
Αὐτή κατά πρῶτο καί κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα καί ἀκριβέστερα τό ἱερό Σύμβολον τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, τό «Πιστεύω», ἐπειδή τά μέν ἑπτά πρῶτα ἄρθρα συντάχθηκαν ὑπό τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ.Χ., ἐναντίον τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, πού συντάραξε ἐπί μακρόν τήν Ἐκκλησία, καί ἡ ὁποία αἵρεση ἀρνιόταν τή Θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά δέ πέντε τελευταῖα ἀπό τή Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐναντίον τῆς Πνευματομαχίας πού ἀρνιόταν τή Θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν ἄλλων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τό ἱερόν Σύμβολον τῆς Πίστεως, τό «Πιστεύω», ἀπαγγέλεται καί καθομολογεῖται ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο καί ὡς λειτουργικό κείμενο στή θεία λατρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει καί τιμᾶ αὐτό ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στή Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τό Πνεῦμα μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς θείας φύσεως καί εἶναι ζωοποιόν, ἅγιον, ἀΐδιον, σοφόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Αὐτή ἡ κοινότητα τῶν Ὀνομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία διαφορά ὑπάρχει στήν ἐνέργεια μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ταυτότητα δέ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τό ἡνωμένον τῆς φύσεως. Οὐδείς ἑπομένως πρέπει νά ἀρνηθεῖ τήν μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτό ὁ ἱερός Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστίν ἡ ζωή ἡμῶν ἡ διά τῆς εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μέν τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διά δέ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δέ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στήν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνατόν τό Πνεύμα νά εἶναι ἰσότιμο πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἐφ’ ὅσον ὁ Πατέρας μέν εἶναι Δημιουργός, δι’ Υἱοῦ δέ τά πάντα ἐδημιουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐξαίρει τό συναΐδιον καί ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτός τῆς κατά τάξιν καί ὑπόστασιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενί τό παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».
Στό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη τῆς Συνόδου ἐτελεῖτο μαζί μέ τήν μνήμη τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ († 14 Σεπτεμβρίου). Ὡς εἰσηγητής τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καί ποιητής τῆς Ἀκολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται καί σύνεδροι, ἑκατόν πεντήκοντα θεῖοι Ἱεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῷ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου τήν ἰσχύν, πάσης βλάβης καί αἱρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τούς ψάλλοντας· δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν τήν διάνοιαν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τούς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, ἐν τῇ Δευτέρᾳ συνελθόντας Συνόδῳ, πανευκλεεῖς Πατέρας εὐφημήσωμεν· οὗτοι Μακεδόνιον, τόν δεινόν γάρ καθεῖλον, καί σύν τούτῳ ἅπασαν, ἄλλην δύσφημον πλάνην, καί τούς πιστούς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας, τοῖς θείοις διδάγμασι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων θεῖος χορός, οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Δευτέρᾳ θείᾳ ῥοπῇ, τῶν αἱρετιζόντων, φιμώσαντες τό στόμα, καί τῶν ὀρθῶν διγμάτων, χάριν ἐκλάμποντες.