Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας (20 Ιουνίου)

15 Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐγεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη κατά τό 1322 ἢ 1323 καί τό πατρικό ἐπώνυμό του ἦταν Χαμαετός. Ἡ ἐπιφανής οἰκογένειά του, προερχόμενη πιθανῶς ἀπό τήν Ἤπειρο, ἀνέδειξε πολλές ἀξιόλογες προσωπικότητες ἀπό τόν 14ο αἰώνα καί ἔπειτα.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτή τήν ἐποχή «μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Νικόλαος στό Ἐγκώμιό του στόν Ἅγιο Δημήτριο, καί διακρινόταν γιά τίς ἀξιόλογες σχολές της. Τοῦτο ὅμως δέν ἀπέτρεψε τόν Νικόλαο ἀπό τό ν’ ἀναχωρήσει, ἔφηβος ἀκόμη, στήν Κωνσταντινούπολη γιά συνέχιση τῶν σπουδῶν του. Στίς σπουδές του συμπεριέλαβε τή ρητορική, τίς φυσικές ἐπιστῆμες καί τή θεολογία.

Κατά τήν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος, λόγῳ νεαρῆς ἡλικίας, δέν ἔλαβε ἐνεργό μέρος. Τό ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε νά ἐπιστρέψει στή γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σέ μία διάσπαση χειρότερη ἀπό αὐτή τῆς πρωτεύουσας. Οἱ ταραχές τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει τήν ἀφορμή τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στά μεγάλα ἀστικά κέντρα. Στή Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στό πλευρό τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπό τό δράμα μιᾶς χήρας βασίλισσας καί ἑνός ἀνήλικου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τά δίκαια, ἐτάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ Ἰωάννου Παλαιολόγου. Τά αἰσθήματα αὐτά τοῦ λαοῦ ὑπέρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλεύθηκαν μερικοί φιλόδοξοι δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τούς Ζηλωτές, γιά νά τόν ξεσηκώσουν σέ ἐπανάσταση.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Καντακουζηνός ἐζήτησε τή βοήθεια τοῦ ἀναποφάσιστου διοικητοῦ τῆς πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωτές, μέ ὑψωμένο τό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καί μετά τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καί λεηλασιῶν κατέλαβαν τήν ἐξουσία τόν Ἰούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνός μέ 1.000 εὐγενεῖς κατέφυγε στό Γυναικόκαστρο.
Ἡ ἀπομόνωση τῆς πόλεως ὁδήγησε τή μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νά ζητήσει συμβιβασμό μέ τόν Καντακουζηνό καί τό 1345 στάλθηκε στόν ἀντιπρόσωπό του στή Βέροια ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τόν Νικόλαο Καβάσιλα καί τόν Γεώργιο Φαρμάκη.
Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τό 1347, ὁ Νικόλαος προσκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Δημήτριο Κυδώνη, προφανῶς κατ’ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος, καί ἔκτοτε ἀρχίζει τό πολιτικό του στάδιο πού δέν φαίνεται νά κράτησε περισσότερο ἀπό ἑπτά χρόνια. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξετίμησε τόσο πολύ τίς ἰκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τόν κατέστησε μαζί μέ τόν Κυδώνη κύριο σύμβουλό του.
Ἐξ ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθή συγκυρία ὅτι ὁ νέος Πατριάρχης Ἰσίδωρος (1347 – 1349) ἦταν ἕνας ἀπό τούς πρώτους διδασκάλους του στή Θεσσαλονίκη. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1347, μαζί μέ ἄλλους συνόδευσε τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στό ταξίδι του πρός τή Θεσσαλονίκη γιά τήν ἐνθρόνιση, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς Ζηλωτές. Ἔτσι ἀπεχώρησαν μαζί στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπό ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πιθανόν ὅτι ἀργότερα συνόδευσε τόν Καντακουζηνό κατά τήν ἐκστρατεία του πού ἔθεσε τέρμα στήν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).
Μετά τό 1354, ὁ Καβάσιλας ἀσχολήθηκε μέ τά ἐκκλησιαστικά θέματα στό πλευρό τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου (1353 – 1355, 1364 – 1376). Τό 1362, ἐπέστρεψε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου προσπάθησε νά θέσει ὑπό ἔλεγχο μέρος τῆς περιουσίας του, πού εἶχε ἀπομείνει μετά τίς ἁρπαγές τῶν Ζηλωτῶν καί τῶν Σέρβων. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τόν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα του καί τό ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ θείου του Νείλου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ως μοναχή στή μονή τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.
Δέν εἶναι γνωστό ἂν ὁ Ὅσιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατική χειροτονία, ἂν καί οἱ γνώσεις του καί ὁ τρόπος ἐκφράσεως στά δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρική ἰδιότητα. Φυσικά στηρίζεται σέ σύγχυση ἡ παλαιά καί νέα ἄποψη ὅτι διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλόμενη κυρίως στό γεγονός ὅτι καί ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικός τό ὄνομα Νικόλαος. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά θεωρηθεῖ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός, πιθανῶς ἀπό τήν ἐποχή τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στό μοναχικό βίο, πού συμπίπτει μέ τήν ἐπιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη καί τή δεύτερη ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στόν Πατριαρχικό θρόνο. Κατά τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ἐζοῦσε στή μονή τῶν Μαγγάνων καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό 1392.
Ὁ Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ὅτι τά ἔργα τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: «κόσμος εἰσί τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Διακρινόταν δέ γιά τή γνησιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τό ὁποῖο προβάλλουν, τή θέρμη καί τό βάθος τῆς πίστεως.
Τό πρῶτο ἀπό αὐτά φέρει τόν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία γιά τόν Ὅσιο, ὅπως γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἡ θυσία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δέ Χριστός εἶναι συγχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Ἀπό αὐτό ξεκινᾶ γιά νά τονίσει ὄτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασική ὁδός γιά τήν πνευματική μεταποίηση τοῦ κόσμου.
Στό ἔργο Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τήν ὁποία τοποθετεῖ στά πλαίσια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, συνεχιζόμενης καί ἐπαναλαμβανόμενης στά τρία βασικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Στό πρῶτο βιβλίο, ἡ πνευματική ζωή ὁρίζεται ὡς ζωή ἐν Χριστῷ καί δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό δύο παράγοντες, τόν θεῖο καί τόν ἀνθρώπινο. Ἡ προσφορά τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διά τῶν τριῶν μυστηρίων πού ἀποτελοῦν ἐπέκταση καί πολλαπλασιασμό τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στά τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) καί τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα). Στό πέμπτο βιβλίο, ὡς παράρτημα, ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμός τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καί στό πρόσθετο τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχή τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. Ἡ προσφορά τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς νοήσεως καί τῆς βουλήσεως ἐξετάζεται στά δύο τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καί ἕβδομο.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε καί ἄλλα φιλοσοφικά, ἑρμηνευτικά καί κοινωνικά κείμενα, πανηγυρικούς λόγους, ἐπιστολές καί ἐπιγράμματα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx