Ἅγιος Φιλωνίδης (ἢ Φιλονείδης) ὁ Ἱερομάρτυρας (30 Αυγούστου)

«Τό νικᾶν αὐτόν ἑαυτόν, αὕτη πασῶν τῶν νικῶν πρώτη τε καί ἀρίστη», λέει ὁ Πλάτων.

AgiosFilonidis1ὐτή τήν ἀλήθεια ἔκαμαν βίωμα καί σκοπό στή ζωή τους ὅλοι ἐκεῖνοι, πού πέρασαν ἀπ’ αυτή τη ζωή κι ἔγραψαν μέ τό παράδειγμα καί τόν βίο τους ἀνεξίτηλα τά ὀνόματά τους στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς τούς τρανούς ἀγωνιστές καί νικητές τοῦ ἐαυτοῦ τους εἶναι κι ὁ ἱερομάρτυρας Φιλωνίδης.

Γεννήθηκε στήν Κύπρο μας γύρω στό 250 μ.Χ. Σέ νεαρή ἡλικία κλήθηκε νά ὑπηρετήσει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό Κούριο, πού ἦταν μία πόλη μεγάλη καί περιώνυμη γιά τήν λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα καί τήν ἀκολασία της!

Δέχτηκε τήν κλήση καί ὑπηρέτησε μέ ζῆλο. Στήν ἀρχή ὡς ἀναγνώστης. Ὕστερα ὡς διάκονος καί πρεσβύτερος. Καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου του, Κουρίου, ὡς ἐπίσκοπος.

Στὴ νέα του θέση ὁ ζηλωτὴς ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ εἶχε πολλὲς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια νὰ ὑπερνικήσει. Τὸ Κούριο, ἡ ὀμορφοχτισμένη Ἑλληνικὴ πόλη στὰ νότια της Κύπρου, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας τῆς Κύπρου. Ἐδῶ ἦταν χτισμένος ὁ περίφημος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνα μὲ τὸ γνωστὸ μαντεῖο. Χιλιάδες λαοῦ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ νησί μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες χῶρες τῆς ἀπέραντης Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μαζευόντουσαν σ’ αὐτό, γιὰ νὰ προσφέρουν θυσίες, νὰ τὸ συμβουλευτοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν κάτι γιὰ τὸ μέλλον τους. Ἐδῶ ὑπῆρχε κι ἕνα ὡραιότατο στάδιο και θέατρο. Πλήθη ἀπὸ φιλάθλους συνερχόντουσαν κάθε φορά, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες και νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὰ ποικίλα πνευματικὰ ἔργα τῆς Ἑλληνικῆς δημιουργίας, ποὺ συχνὰ παιζόντουσαν στὸ μαρμάρινο θέατρο τῆς πόλεως. Ὅλα τοῦτα μαζὶ μὲ τὰ γυμναστήρια καὶ τοὺς βωμοὺς γιὰ θυσίες καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς εἰδωλολατρικῆς ζωῆς ἔκαμναν τὴν πόλη κέντρο θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀνηθικότητας. Σὲ αὐτὸ τὸ κέντρο ἀνέλαβε ὁ μακάριος ἐπίσκοπος μὲ φλογερὸ ζῆλο τὸ ἔργο του, τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.

Ἡ πρώτη του προσπάθεια στράφηκε στὴν ὀργάνωση τοῦ μικροῦ ποιμνίου του. Γι’ αὐτὸ διαθέτει ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἀφήκαν οἱ γονεῖς του. Πτωχεύει αὐτὸς γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὰ πνευματικὰ παιδιά του, ὅπως ἀποκαλεῖ τοὺς χριστιανούς του. Τὸ παράδειγμά του συγκινεῖ ὄχι μονάχα τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀρχίζουν νὰ προσβλέπουν μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτόν. Τὸν παρακολουθοῦν μὲ προσοχή, τὸν συντρέχουν καὶ τὸν ἀκοῦν μὲ σεβασμό. Στὸ κήρυγμά του κάθε φορὰ τρέχουν καὶ νέοι ἀκροατές. Καὶ αὐτὸς μὲ ὑπομονὴ καὶ καλοσύνη, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη ἀνεξάντλητη τοὺς κατευθύνει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας, τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο. Καθημερινὰ καὶ νέοι προσήλυτοι προσέρχονται, κατηχοῦνται καὶ βαπτίζονται καὶ προστίθενται στὸ λογικὸ ποίμνιο τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὸ Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη κέντρο εἰδωλολατρίας καὶ διαφθορᾶς, μὲ τὸν καιρὸ γίνεται μία πόλη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα κέντρο χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἠθικῆς ἀνορθώσεως.

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπιδεικνύει ὁ ἐνάρετος ἱεράρχης στὴν ἐκλογὴ τῶν συνεργατῶν του. Γνωρίζει ὅτι οἱ καλοὶ καὶ ἄξιοι ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀφοσιωμένοι ἐργάτες καὶ ὁδηγοί. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιάκριτα δὲν χειροτονεῖ κανένα. Πρέπει νὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσει. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινωνεῖ ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις» ἀποτελοῦν γι’ αὐτὸν ἕνα γνώρισμα ἐνεργείας στὸ θέμα αὐτό. Ἔτσι ἐργάζεται ὁ γεραρὸς ἐπίσκοπος ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ κηρύχτηκε ὁ τρομερὸς διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού.

Ὁ τότε ἡγεμόνας τῆς Κύπρου Μάξιμος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ διεφθαρμένος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσει ὅλο τὸ μῖσος του ἐνάντια στὴ νέα θρησκεία. Οἱ φυλακὲς γέμισαν ἀπὸ κρατουμένους. Στὰ στάδια σέρνονται καθημερινὰ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μιὰ πρόχειρη δίκη διεξάγεται ἐκεῖ. Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ μάρτυρος, τὰ βασανιστήρια κτηνώδη καὶ ἀπάνθρωπα καὶ στὸ τέλος ὁ θάνατος. Τὸ αἷμα τρέχει ἄφθονο στὴ Νῆσο τῶν Ἁγίων.

Κάποια μέρα, ἄνθρωποι τοῦ ἡγεμόνα συνέλαβαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ μὲ ἄλλους ἁλυσοδεμένους εἰδωλολάτρες εἶχαν συλληφθεῖ καὶ ἐκρατοῦντο καὶ τρία πνευματικὰ παιδιά του. Ὁ ἱερέας Ἀριστοκλῆς, ὁ διάκονος Δημητριανὸς κι ὁ ἀναγνώστης Ἀθανάσιος. Παραχώρηση Θεοῦ ἡ συνάντηση. Εὐκαιρία γιὰ ἀλληλοενίσχυση. Καὶ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὸν σκοπὸ τοῦτο ἡ προσευχή. Ἡ θερμὴ καὶ ὁλόψυχη στὸν Πλάστη προσευχή.

- Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος. Μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει μὲ τούτη τὴν δοκιμασία ὁ Κύριός μας. Τώρα μποροῦμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀναφωνοῦμε! «Ἡμῖν ἐχαρίσθῃ τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 30).

Κι ἡ παραχώρηση τούτη εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς. Εἶναι τιμὴ καὶ προνόμιο. Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ πανάγιο θέλημά Του μέχρι θανάτου.

Οἱ κρατούμενοι γονάτισαν. Καὶ ὁ φωτισμένος ἱεράρχης ἀνέπεμψε μία τέτοια περίπου προσευχή:

«Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε. Μὴν ἀπομακρύνεις ἀπὸ ἡμᾶς τὸ ἔλεός σου πρὸς χάριν τοῦ ἀγαπητοῦ Σου υἱοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ. Μὴ μᾶς κατεντροπιάσεις. Δεῖξε καὶ σὲ τούτη τὴν περίσταση ἀπέναντί μας τὴν ἐπιείκειά σου καὶ τὴν εὐσπλαγχνία σου. Σύμφωνα μὲ τὰ τόσα θαυμαστά σου ἔργα, τὰ ἀναρίθμητα, γλίτωσέ μας καὶ τούτη τὴν φορὰ ἀπὸ τοὺς πλοκάμους τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς τριγυρίζει καὶ δόξασε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ πανάγιο ὄνομά Σου. Θέλουμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Σου ὁσαδήποτε μέσα κι ἂν χρησιμοποιήσει ὁ δόλιος ἐχθρός. Βοήθησέ μας. Χάλκεψε μέσα μας ἀκατάλυτη τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ λυγίσουμε μὲ κανένα τρόπο. Καὶ ἀξίωσέ μας, Κύριε, νὰ ἰδοῦμε νὰ καταισχύνονται ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φέρονται μὲ σκληρότητα καὶ κακότητα στοὺς δούλους σου. Δῶσε ἀκόμη, Πατέρα, νὰ ἰδοῦμε τὴν ἁγία σου θρησκεία νὰ ἁπλώνεται παντοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία σου σὰν δένδρο εὐσκιόφυλλο νὰ σκεπάζει ὁλόκληρο τὸ νησί μας. Ἀμήν.»

Τὴν τελευταία λέξη πρόφεραν ὅλοι τους μὲ βαθιὰ πίστη. Ἦταν μία ἐγκάρδια εὐχή!

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ μακάριος ἐπίσκοπος εἶχε συλληφθεῖ κι ἐγκλειστεῖ στὴ φυλακή, μιὰ διαφορετικὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγὴ παρατηρήθηκε στοὺς κρατουμένους. Οἱ φωνὲς καὶ οἱ βλασφημίες κι ὅλες οἱ ἄλλες βρωμερὲς ἐκφράσεις λιγοστεύουν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἐσταυρωμένου συγκινεῖ. Οἱ καρδιὲς ἀλλάζουν. Ἡ ἀγριότητα παραμερίζει. Καὶ ἡ σκληρότητα παραχωρεῖ τὴν θέση της στὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη.

Ἕνα πρωί, μόλις ἡ ἁγία συντροφιὰ τέλειωσε τὴν κατανυκτική της προσευχὴ δυνατὲς φωνὲς ἀκούστηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τῶν κρατουμένων. Σὲ λίγο ἡ πόρτα ἄνοιξε βίαια καὶ τρεῖς δήμιοι μπῆκαν μέσα καὶ ἔσυραν ἔξω τὸν ἱερέα Ἀριστοκλῆ, τὸν διάκονο Δημήτριο καὶ τὸν ἀναγνώστη Ἀθανάσιο. Ἕνα χαμόγελο εὐγνωμοσύνης ἄνθισε στὰ χείλη καὶ τῶν τριῶν. Εὐγνωμοσύνης στὸν Κύριο ποὺ τοὺς ἔκαμνε τὴν τιμὴ νὰ τὸν ὁμολογήσουν ἐνώπιον μικρῶν καὶ μεγάλων.

Σὲ μία εὐρύχωρη πλατεῖα ἦταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Στὴ μέση ἦταν στημένη μία ἐξέδρα. Ἕνας ἄνδρας καθόταν στὸ κέντρο. Μπροστὰ του ὁδηγήθηκαν οἱ μάρτυρες. Μιὰ φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέει:

- Εἶστε ἕτοιμοι νὰ προσφέρετε θυσία στοὺς μεγάλους θεούς μας ἢ ἀκόμη ἐπιμένετε στὴν πλάνη σας;

- Θεὸς γιὰ μᾶς δὲν εἶναι τὰ εἴδωλα. Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς δὲν κατοικεῖ στὶς πέτρες.

Ἡ τελευταία λέξη μόλις ἀκούστηκε. «Σκοτῶστε τοὺς ἀπίστους» ἦταν ἡ διαταγή. Οἱ δήμιοι ἅρπαξαν στὰ δυνατά τους χέρια τοὺς μάρτυρες, τοὺς ἔσυραν μακριὰ καὶ ἐκεῖ τοὺς θανάτωσαν.

Τρεῖς ἀκόμη ζωὲς ἔσβησαν πρόωρα. Πότισαν μὲ τὸ αἷμά τους τὸ δένδρο τῆς πίστεως, τὸ χριστιανικὸ δένδρο. Ἔσβησαν ἐπάνω στὸ σφρῖγος τους. Δὲν κατόρθωσαν ὅμως νὰ σβήσουν, οὔτε καὶ νὰ μετριάσουν τὸ μῖσος ποὺ φώλιαζε στὰ στήθη τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀκουόταν νὰ μονολογεῖ καὶ νὰ λέει:

- Ὁ ἐπίσκοπος... Αὐτὸς εἶναι τὸ μεγάλο θεριό! Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐξευτελίσω καὶ νὰ θανατώσω. Αὐτόν... Ἀλλὰ πῶς;

Κάποια στιγμὴ σταμάτησε ἀπότομα τὶς βόλτες. Γέλασε σαρκαστικὰ καὶ φώναξε τὸν ὑποτακτικό.

- Πὲς νὰ ἔρθουν οἱ ἐκτελεστές.

Σὲ λίγο παρουσιάστηκαν μπροστὰ του μερικὰ γεροδεμένα παλικάρια μὲ μορφὲς ἄγριες.

- Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ βασανιστεῖ, εἶπε. Νὰ βασανιστεῖ, ὅσο μπορεῖτε πιὸ σκληρά. Ἂν δὲν ὑποχωρήσει, τότε νὰ ἐξευτελιστεῖ... νὰ ξεγυμνωθεῖ κι ἐπάνω στὸ σῶμα του νὰ ἀσελγήσουν μεθυσμένοι σάτυροι. Μετὰ νὰ θανατωθεῖ.

Οἱ ἐκτελεστὲς ἔτρεξαν νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σχετικά. Ἕνας στρατιώτης, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, μυστικὸς χριστιανός, ἔτρεξε καὶ αὐτὸς στὴν φυλακὴ καὶ μὲ πόνο ψυχὴς κάλεσε τὸν γηραιὸ ἐπίσκοπο καὶ τοῦ φανέρωσε τὴ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα.

Ὁ ἱερομάρτυρας πάγωσε κυριολεκτικά, σὰν ἔμαθε τὴν ἀπόφαση. «Τὸ κορμί μου, ναί! Ἂς τὸ ξεσχίσουν! Ἂς τὸ κόψουν κομμάτια! Ἂς τὸ ψήσουν! Ὄχι ὅμως καὶ νὰ τὸ μολύνουν! Αὐτὸ δὲν θὰ γίνει ποτές! Δὲν θ' ἀφήσω νὰ γίνει ποτές. Καλύτερα νὰ πεθάνω μία ὥρα γρηγορότερα. Ὄχι ὅμως νὰ μολυνθῶ, πρόφερε μὲ σταθερότητα ὁ σεβάσμιος γέροντας. Καὶ γονάτισε.

- Κύριε, εἶπε, ἐλέησέ με. Δὲν μπορῶ καὶ νὰ σκεφθῶ. Συγχώρησέ με καὶ σῶσέ με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με.

Βοήθησέ με νὰ κρατήσω ἀμόλυντη τὴν ἀτίμητη ἁγνότητά μου καὶ μὴν ἐπιτρέψεις μέσα μου κανένα συμβιβασμὸ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ διαφθορά. Περιχαράκωσε μέσα μου τὴν ἀπόφαση νὰ μείνω ἁγνὸς καὶ φύλαξέ με ἀπὸ τὴ δειλία καὶ τὸ σκάνδαλο. Αἰώνιε Ἀρχιερέα, μὴν ἐπιτρέψεις σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ λυγίσω καὶ ν’ ἀρνηθῶ τὴν ἀποστολή μου.

Ἀφοῦ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα μὲ δάκρυα, σηκώθηκε. Κάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατουμένους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντα καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Μετὰ σύρθηκε σιγά – σιγὰ σ’ ἕνα διάδρομο καὶ ἀπὸ μία μυστικὴ θυρίδα ἀνέβηκε σ’ ἕναν ψηλὸ γκρεμό. Ἐκεῖ σκέπασε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδύτη του, ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ὕστερα ρίχτηκε κάτω.

Προτοῦ τὸ σῶμα ἀγγίσει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ἱερομάρτυρα, ἐλεύθερη, πέταξε στὸν οὐρανό. Ἔφυγε ἱκανοποιημένη καὶ χαρούμενη ποὺ κράτησε ἀνέπαφο τὸν θησαυρὸ τῆς ἁγνότητάς του. Προτίμησε καὶ αὐτὸς τὸν τιμημένο θάνατο τοῦ κορμιοῦ, ὅπως καὶ τόσες παρθένες κι ἅγιες γυναῖκες, παρὰ τὴν ἀτίμωση, τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ντροπή.

Τὸ ἀμόλυντο σῶμα τοῦ Ἁγίου τὸ βρῆκαν μερικοὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα σακὶ καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ κράτησε. Σπλαγχνικότερη ἀπὸ τὰ θεριά, ποὺ λέγονται ἄνθρωποι, τὸ ἀπόθεσε σὲ λίγο ἁπαλὰ στὴν ἀμμουδιά. Ἐκεῖ κατόπιν ὁράματος τὸ βρῆκαν δύο χριστιανοί. Περπατοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν ξαφνικὰ εἶδαν νὰ τρέχει μπροστά τους γυμνὸς ὁ αὐτοθύτης Ἐπίσκοπος. Τὸ κεφάλι του στεφανωμένο μὲ λαμπρὸ στέμμα. Τὸ κορμὶ του ἦταν ἀλειμμένο μὲ εὐωδιαστὴ σμύρνα. Καὶ στὸ χέρι του κρατοῦσε κλάδο φοινικιᾶς.

Ἦταν ὁ νικητής! Ὁ νικητὴς τοῦ ἑαυτοῦ του! Ὁ νικητὴς τῆς ζωῆς! Νικητής, μὰ καὶ στεφανωμένος ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτὴ μὲ τὸν ἁμάραντο τῆς δόξας στέφανο.

Οἱ χριστιανοὶ ἀκολούθησαν μὲ συγκίνηση τὴν ὁπτασία. Ὅταν αὐτὴ κάποια στιγμὴ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους, εἶδαν μπροστὰ τους τὸ ἁγνὸ τοῦ μάρτυρος σκήνωμα. Γονάτισαν καὶ τὸ ἀσπάσθηκαν. Τὸ σήκωσαν μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς τὸ ἔθαψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ σεβασμό.

Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἡ ἀνηθικότητα κι ἡ διαφθορὰ σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος παρασύρει κάθε μέρα χιλιάδες νεανικὲς ψυχὲς στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφή, τὸ παράδειγμα τοῦ αὐτομάρτυρα Ἐπισκόπου πρέπει νὰ συγκινήσει κάθε καρδιά. Τὸ σῶμα τοῦ καθενός μας εἶναι ἕνας ναός «Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β’ Τιμ. α’ 14). Κι ὅπως κάθε ναὸς πρέπει νὰ κρατεῖται καθαρός, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς τοῦ σώματός μας.

Κανένα πρᾶγμα δὲν λερώνει καὶ δὲν φθείρει τόσο τὸ σῶμα, ὅσο ἡ ἀνηθικότητα καὶ ἡ σαρκολατρικὴ διαφθορά. «Εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» φωνάζει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Α’ Κορ. γ’ 17).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx