Ἅγιος Μάμας (2 Σεπτεμβρίου)

18τή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ κάθε ἡλικία ἔχει νά ἐπιδείξει τούς ἀντιπροσώπους της.
Γιατί κάθε ἡλικία ἔχει προσφέρει σ’ Αὐτόν ὅτι διαλεχτό καί ὑπέροχο ἔχει νά παρουσιάσει. Κι ἡ ἐφηβική ἡλικία, πού εἶναι ἡ πιό δύσκολη στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει νά προβάλει τούς δικούς της.
Ὁ Ἅγιος Μάμας εἶναι ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Διαλεχτός στούς διαλεχτούς καί ὡραῖος στούς ὡραίους ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό ἀγαπητές καί ἡρωικές μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων.
Οἱ γονεῖς του Θεόδοτος καί Ρουφίνα ζοῦσαν στή Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας καί ἦσαν χριστιανοί μέ μεγάλη κοινωνική θέση.
Τήν ἐποχή αὐτή ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανός κίνησε σκληρό διωγμό ἐνάντια στούς χριστιανούς (270 – 275 μ.Χ.).
Μεταξύ τῶν πρώτων συνελήφθη ὁ Θεόδοτος καί ἀφοῦ ἀνακρίθηκε καί ὁμολόγησε τόν Χριστό, ρίχτηκε στίς φυλακές τῆς Καισαρείας.
Ἡ σύζυγός του, ἡ ἐνάρετη Ρουφίνα, σάν ἔμαθε τήν φυλάκιση τοῦ συντρόφου της, ἂν καί ἦταν ἑτοιμόγεννη, ἔτρεξε νά τόν συναντήσει. Ἐκεῖ μέ παρρησία ὁμολόγησε καί αὐτή τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, πού φλόγιζε τήν καρδιά της, μέ ἀποτέλεσμα νά κλεισθεῖ στή φυλακή.
Δυό ἀδελφές ψυχές, εὐγενικές καί ἀγαπημένες, ἑνωμένες στήν χαρά καί στόν πόνο. Μιά νύχτα ἡ Ρουφίνα ἐκεῖ στή σκοτεινή καί ὑγρή φυλακή, ἔφερε στόν κόσμο τό παιδάκι της. Ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπό χαρά. Ἀλλά μόνο γιά μία στιγμή. Ὅταν πῆρε τό παιδάκι της νά τό δείξει στόν σύζυγό της, τόν καλό Θεόδοτο, τόν βρῆκε νεκρό. Τά μαρτύρια τά πολλά πού δοκίμασε γιά τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁδήγησαν πρόωρα στόν θάνατο. Ἡ πονεμένη μάνα μέ συντριβή ψυχῆς ἔβαλε τό παιδί στήν ἀγκαλιά του, γονάτισε δίπλα του καί ἔκαμε μέ δάκρυα τήν προσευχή της. Ὕστερα ἔγειρε δίπλα του γιά νά μή σηκωθεῖ ποτές. Τήν ἴδια νύχτα παρέδωσε καί αὐτή τό πνεῦμα. Ἡ ψυχή της πέταξε κοντά στόν Χριστό, πού ἀγάπησε μέ τήν καρδιά της. Τά βάσανα καί οἱ ταλαιπωρίες τῆς φυλακῆς τήν ὁδήγησαν τόσο γρήγορα στόν οὐρανό, κοντά στόν μάρτυρα σύζυγό της.
Καί τό παιδί της; Ὀρφανό, πεντάρφανο μένει τώρα! Τί ἄραγε θά γίνει; Τήν ἀπάντηση δίνει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ! «Ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται». Τό ὀρφανό καί τήν χήρα τά παίρνει ὑπό τήν προστασία του ὁ Θεός. Καί νά!
Μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἀμμία Ματρώνα ὁδηγημένη ἀπό ἕναν Ἄγγελο πηγαίνει στήν φυλακή. Παίρνει τά λείψανα τῶν μαρτύρων γονιῶν καί τά ἐνταφιάζει μέ σεβασμό. Ὕστερα παίρνει στό σπίτι καί τό παιδί καί ἀναλαμβάνει μέ προθυμία καί στοργή τήν ἀνατροφή του. Ἀπό τά πρῶτα ψελλίσματά του «μαμά – μαμά» τοῦ ἔδωκε τό ὄνομα Μάμας. Κοντά στήν καινούργια μανούλα του τό παιδί μεγάλωσε μέ τῆς πίστης τό ἅγιο «καί ἄφθαρτο μάννα». Καί τό τίμησε. Ὄχι μόνο ὁ ἴδιος ἀπό παιδί ἀγωνιζόταν νά ζεῖ τή χριστιανική ζωή, ἀλλά καί φρόντιζε τά ὅσα μάνθανε, νά τά διδάσκει καί στά παιδιά τῆς ἡλικίας του. Ὑπεράξιο παιδί ἀξίων γονιῶν, μά καί ὑπέροχης θετῆς μητέρας του.

Ἡ διαγωγή αὐτή καί ὁ ζῆλος τοῦ μικροῦ ἱεραποστόλου δέν ἄργησαν νά γίνουν γνωστά. Κάποια μέρα μερικοί ἐχθροί τῆς πίστεως τόν ἔπιασαν καί τόν ὁδήγησαν μπροστά στόν σκληρό ἡγεμόνα Δημόκριτο. Ἐκεῖνος, σάν εἶδε τό παιδί, προσπάθησε μέ κολακεῖες στήν ἀρχή καί ἀπειλές ἀργότερα νά τόν μεταπείσει ἀπό τίς ἀρχές καί τήν πίστη του. Μά δέν μπόρεσε. Ὅλες του οἱ προσπάθειες πῆγαν χαμένες. Τότε ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Τό ξύλο, τό πλήγωμα τοῦ κορμιοῦ μέ σιδερένια νύχια, τό κάψιμο τῶν πληγῶν μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί τέλος τό ρίξιμο στή θάλασσα μέ μία σιδερένια σφαῖρα δεμένη στόν λαιμό.
Τό ἀποτέλεσμα; Μηδέν!
Οἱ βάρβαρες πράξεις τοῦ χριστομάχου πῆγαν ἄδικα. Ἡ σφαῖρα κόπηκε καί τό παιδί μέ τήν βοήθεια ἐνός Ἀγγέλου βγῆκε στή στεριά καί ἀνέβηκε σέ ἕνα βουνό τῆς Καισαρείας. «Ἄλλαι μέν βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει». Στό μέρος αὐτό ὁ πιστός καί ἡρωικός Μάμας ἔζησε μέχρι τά δεκαπέντε του χρόνια μέ συντροφιά τά λιοντάρια καί τά ἄλλα ἄγρια ζῷα. Τά ἐξημέρωσε καί τά ἐβοσκοῦσε καί τά ἄρμεγε γιά νά τρέφεται, μά καί νά φιλοξενεῖ καί ἐκείνους πού τόν ἐπισκέπτονταν, γιά ν’ ἀκούσουν τά λόγια του καί νά διδαχθοῦν.
Δέν πέρασε ὅμως πολύς καιρός καί ἡ παρουσία τοῦ φλογεροῦ καί ἀληθινά πιστοῦ ἐφήβου ἔγινε καί πάλι γνωστή. Γιά δεύτερη φορά οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ πῆγαν καί τόν ἔπιασαν. Γιά ἄλλη μιά φορά τά μαρτύρια ἐπαναλήφθηκαν σκληρότερα κι ἀγριότερα. Μά καί αὐτή τήν φορά τίποτα δέν ἔκαμαν. Ὁ μάρτυρας ἔμεινε καί τώρα ἄκαμπτος. Καμιά δύναμη δέν στάθηκε ἱκανή νά τόν λυγίσει καί νά τόν ἀλλάξει. Οὔτε οἱ δελεαστικές ὑποσχέσεις, οὔτε καί οἱ ἀπειλές, μά οὔτε καί τό ξέσχισμα τοῦ κορμιοῦ, οὔτε καί τό ἀναμμένο καμίνι. Ὁ νεαρός μάρτυρας μέ τό χαμόγελο στά χείλη τά ἀντιμετώπισε ὅλα ψάλλοντας μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο τά λόγια τῆς παρρησίας καί τῆς βαθιᾶς πίστεως: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμός ἢ λιμός ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;». Καί τήν ἀπάντηση τήν ἔδινε πάλιν ὁ ἴδιος ἐπαναλαμβάνοντας μέ ἀπόλυτη πεποίθηση τοῦ Ἀποστόλου τά λόγια: «Πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν" (Ρωμ. η’ 35 – 39). Καμιά δύναμη οὔτε καί ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά μέ ἀποσπάσει ἀπό σένα, Χριστέ μου. Ναί! Οὔτε καί ὁ θάνατος. Καί τό ἀπέδειξε.
Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν. Μά ὁ δεκαπεντάχρονος ἔφηβος ἔμεινε ἀλύγιστος. Ταπεινωμένος καί ντροπιασμένος ὁ ἀσεβής ἡγεμόνας ἀπό τό θάρρος καί τήν ἀντοχή του, ἔδωσε διαταγή νά τόν θανατώσουν. Καί ὁ δήμιος μέ μία σιδερένια τρίαινα (τρικάνι) τόν κτύπησε στήν κοιλιά. Ὁ γενναῖος ἀθλητής ἔπεσε κάτω κι ἄφηκε τήν ἁγνή ψυχή του νά πετάξει κοντά σ’ Ἐκεῖνον, πού ἀγάπησε καί πόθησε καί λάτρεψε, μά καί κοντά στούς μάρτυρες γονεῖς. Σύντομη ὑπῆρξε ἡ ζωή του. Σύντομη ἀλλά μεγαλειώδης καί παραδειγματική. Νέος ἦταν καί αὐτός. Ναί! Νέος, στήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς, μέ δυσκολίες καί προβλήματα καί πειρασμούς. Ὅμως δέν παρασύρθηκε. Δέν πλανήθηκε. Δέν λύγισε. Ἔμεινε πιστός καί ἀκλόνητος στίς ἀρχές του, μέχρι θανάτου. Γιά νά διδάσκει. Καί νά δείχνει τόν δρόμο σέ ὅσους νοσταλγοῦν καί ποθοῦν καί θέλουν νά ζήσουν μία ζωή ἀνώτερη. Μιά ἀληθινή ζωή.
Στήν Κύπρο ὁ Ἅγιος Μάμας εἶναι ἕνας πολύ σεβαστός καί δημοφιλής ἅγιος. Πολλοί ναοί καί παρεκκλήσια, μά καί χωριά φέρουν τό ὄνομά του (σ’ ὅλη τήν Κύπρο 66 ναοί περίπου εἶναι ἀφιερωμένοι στόν Ἅγιο Μάμα). Ἀλλά καί πολλές κυπριακές παραδόσεις κυκλοφοροῦν μεταξύ τοῦ λαοῦ γύρω ἀπό τήν ἁγία μορφή του.
Μιά τέτοια παράδοση πού δημιουργήθηκε, ὅπως φαίνεται, κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, δίνει μία πολύ ὄμορφη ἑρμηνεία τῆς εἰκονογράφησης τοῦ ἁγίου, καβάλα σέ ἕνα λιοντάρι καί μέ ἕνα ἀρνί στά χέρια. Σύμφωνα μέ τήν σχετική παράδοση ὁ Ἅγιος Μάμας ἦταν ἕνας φτωχός ἐρημίτης, πού ζοῦσε σέ μία σπηλιά κοντά στήν κωμόπολη Μόρφου. Μιά χρονιά οἱ φοροθέτες τόν ἔβαλαν νά πληρώσει βαρύ κεφαλικό φόρο. Ἐπειδή ὁ Ἅγιος ἀρνιόταν, κλήθηκε ἀπό τόν διοικητή σέ ἀπολογία. Στόν δρόμο πού ἐρχόταν μαζί μέ τή συνοδεία τῶν στρατιωτῶν πού τόν βρῆκαν καί τόν ἀκολουθοῦσαν, ἕνα λιοντάρι πετάχτηκε μπροστά τους καί ἅρπαξε ἕνα ἀρνί, πού κυνηγοῦσε. Ὁ Ἅγιος ἔκαμε νόημα στό θηρίο νά σταματήσει, καί νά ἀφήσει τό θῦμά του. Τό λιοντάρι ὑπάκουσε. Σταμάτησε μέ μιᾶς, καί ἄρχισε νά κουνάει τήν οὐρά του, γιά νά δείξει τήν ὑποταγή του. Ὁ ἀθλητής, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τήν ὁδοιπορία, πῆρε τό ἀρνί στά χέρια καί ἀφοῦ καβαλίκεψε τό θηρίο συνέχισε τόν δρόμο του πρός τό Διοικητήριο. Ὅταν ὁ Διοικητής ἀντίκρυσε τό ἀπίθανο αὐτό θέαμα, ἔδωκε διαταγή νά ἀφήσουν ἐλεύθερο τόν ἀθλητή καί νά τόν ἀπαλλάξουν ἀπό τή φορολογία γιά ὅλη του τήν ζωή. Ὁ Ἅγιος ἄφηκε τό ἀρνί σάν δῶρο στόν Διοικητή κι ἔφυγε.
Μιά ἄλλη παράδοση ἀναφέρει, πώς τό ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα μεταφέρθηκε στήν Κύπρο ἀπό τή Μ. Ἀσία καί τάφηκε στή Μόρφου. Ἕνας μεγαλοπρεπής ναός κτίστηκε δίπλα στή λάρνακα πού φιλοξένησε τό ἅγιο λείψανό του καί πολλά θαύματα γίνονται κάθε φορά σέ ὅσους μέ πίστη καταφεύγουν στήν χάρη του.
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς (Κύπριος χρονογράφος τοῦ ΙΕ’ αἰῶνος), στό χρονικό του λέει γιά τόν Ἅγιο χαρακτηριστικά: «Ἂν ἤτουν νά γράψω ταίς γιάσεις του ὡς τοῦ νάζουν δέν ἔφταναν». Κάθε χρόνο στίς 2 τοῦ Σεπτέμβρη πλήθη χριστιανῶν τρέχουν νά τιμήσουν τόν μάρτυρα μέ πανηγυρικές λειτουργίες κι ἀγρυπνίες. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως τιμή, πού μποροῦμε ὅλοι νά τοῦ προσφέρουμε εἶναι νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμά του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ἠκολούθησας, ἀσχέτῳ πόθῳ, τοῖς ἐνθέοις ἀληθῶς τούτων ἴχνεσι· καί τοῦ Σωτῆρος κηρύξας τό ὄνομα, ἐθαυμαστώθης σοφέ δι’ ἀθλήσεως. Μάμα ἔνδοξε, Χριστός τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ῥάβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τόν λαόν σου ποίμανον, ἐπί νομάς ζωηφόρους, θῆρας δέ, τούς ἀοράτους καί ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπό τούς πόδας τῶν σέ ὑμνούντων· ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κέκτηνται.

Μεγαλυνάριον.
Τέθηλας ἐκ ῥίζης θεοφιλοῦς, καί τῆς ἀληθείας, ἐγεώργησας τούς καρπούς· σύ διά πυρός γάρ, καί ὕδατος διῆλθες, ἐκλάμπων ἐν τοῖς ἄθλοις, Μάμα τοῖς θαύμασι.